
Φωτογραφία εξωφύλλου : Ο άγιος Φήλικας στο Gars am Inn της Γερμανίας

Ήταν 31 Μαΐου του 1578, όταν ένας δεκαοκτάχρονος, ο Antonio Bosio, καθώς περιφερόταν στα βόρεια προάστια της Ρώμης, ανακάλυψε τυχαία στην Via Salaria, την είσοδο μιας μεγάλης σπηλιάς με υπόγειους τάφους που φιλοξενούσαν τα λείψανα χιλιάδων ανθρώπων. Αμέτρητοι διάδρομοι, οι οποίοι άλλοτε συνδέονταν μεταξύ τους και άλλοτε όχι, περάσματα που οδηγούσαν σε μικρές ή μεγάλες αίθουσες, δημιουργούσαν έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο.
Η ανακάλυψη αυτή και το εύρος της σημασίας της, τράβηξε αμέσως την προσοχή του Βατικανό. Το 1588 η καθολική εκκλησία ίδρυσε το γραφείο Custode delle Catacombe, για να επιμεληθεί όλα τα σχετικά με το θέμα. Το γραφείο διόρισε 24 Cavatori – ανασκαφείς για να ερευνήσουν όλους τους θαλάμους και να περισυλλέξουν τα οστά των μαρτύρων.
Το 1593 ο Bosio, 33 ετών πλέον, αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με το εύρημά του, και ως ένας σύγχρονος αρχαιολόγος, ξεκίνησε τη συστηματική έρευνά του. Καταρχήν ξεκίνησε την χαρτογράφηση όλης της περιοχής και ρωτώντας τους εκεί κατοίκους ανακάλυψε τριάντα νέες εισόδους, οι οποίες οδηγούσαν στην μεγαλύτερη νεκρόπολη του χριστιανικού κόσμου.
Ο Bosio, 27 χρόνια αργότερα σε ηλικία 60 ετών, ολοκλήρωσε την μελέτη του για τις κατακόμβες, η οποία όμως δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1653, σε έναν τόμο με τον τίτλο: «Roma Sotterranea».
Σήμερα, η νεκρόπολη είναι γνωστή με το όνομα «Κατακόμβες της Πρίσκιλλας», από μια ταφική επιγραφή που βρέθηκε και αναφέρεται σε κάποια Πρίσκιλλα, η οποία ήταν συγγενής με την γνωστή οικογένεια των Ρωμαίων συγκλητικών, των Ακυλίων.
Οι κατακόμβες είναι λαξευμένες σε ηφαιστειακή τέφρα και φτάνουν σε μήκος τα 13 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, ξεκίνησαν να λαξεύονται στις αρχές του 2ου αι. και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται έως και τον 5ο αι.

Ο Ρωμαίος χριστιανός ποιητής Προυδέντιος, τον 5ο αι. στο έργο του «Liber Peristephanon» (Στέφανος μαρτύρων), αναφέρεται στους μάρτυρες των κατακομβών, γράφοντας για χιλιάδες χιλιάδων Χριστιανών (οι σκελετοί που βρέθηκαν στη Via Salaria υπολογίστηκαν σε 500.000 με 700.000), οι οποίοι αφού μαρτύρησαν με διάφορους τρόπους για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, ετάφησαν στα σπλάχνα της ευλογημένης γης της Ρώμης.

Στη χριστιανική γραμματεία ο όρος «μάρτυς» προσδιορίζει τους ομολογητές της χριστιανικής πίστης, που με τους βασανισμούς και τη θανάτωσή τους, «μαρτυρούσαν» δηλ. ομολογούσαν την πίστη τους στον Χριστό, ευαγγελιζόμενοι τη νέα εσχατολογική κατάσταση στην οποία εισήλθε ο κόσμος με την έλευση του Κυρίου και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας του. Όπως πολλά στοιχεία του Χριστιανισμού θεωρούνται συνέχεια του παγανιστικού κόσμου, έτσι και το φαινόμενο της λατρείας των ιερών λειψάνων των αγίων, αποτελεί μετασχηματισμό της απόδοσης λατρείας των νεκρών ηρώων από τους εθνικούς. Η λατρεία των λειψάνων βασίζεται στην πίστη ότι μέσα στους ήρωες, τους προφήτες, τους μεσσίες και τους αγίους, δρα μια ιδιαίτερη δύναμη, η οποία παραμένει ενεργή και μετά το θάνατό τους.

Την ίδια περίοδο με την σημαντική αυτή ανακάλυψη, η καθολική εκκλησία και ο παπισμός δέχτηκε έναν ανελέητο πόλεμο στην κεντρική Ευρώπη από το κίνημα του Προτεσταντισμού. O Προτεσταντισμός αποτελεί έναν από τους μεγάλους κλάδους του Χριστιανισμού, με συνολικά πάνω από 900 εκατομμύρια πιστούς παγκοσμίως, περίπου το 40% των Χριστιανών. Ως κίνημα Μεταρρύθμισης εμφανίστηκε το 16ο αι. στη Γερμανία, το 1517, με πρωτεργάτη το Μαρτίνο Λούθηρο. Το όνομα προέρχεται από την λατινική λέξη «Protestantismus», που σημαίνει διαμαρτυρία, εξού και οι εναλλακτικές ονομασίες Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία ή Διαμαρτυρόμενοι.
Το πιο βασικό δόγμα που δίδαξε ο Λούθηρος και δέχτηκαν οι οπαδοί του, ήταν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Οι μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι τα ανθρώπινα όντα, οι Πάπες, ακόμα και οι άγιοι, δεν αξίζουν τη δόξα που τους αποδίδεται.
Η καθολική εκκλησία έχοντας στα χέρια της έναν τόσο πολύτιμο θησαυρό, χιλιάδες αγίων, αποφάσισε να απαντήσει στον Λούθηρο και τους οπαδούς του προμηθεύοντας τις εκκλησίες της γερμανόφωνης κυρίως Ευρώπης με λείψανα αγίων.
Με εντολή του Πάπα η αποστολή των αγίων από την Ρώμη, ξεκίνησε τον 17ο αι. και κορυφώθηκε τον 18ο αι.


Φτάνοντας τα οστά σε μεγάλες ποσότητες στα μοναστήρια της Ευρώπης, εξειδικευμένοι τεχνίτες, σε ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό οργανωμένα εργαστήρια, αναλάμβαναν τη συναρμολόγησή τους.
Τα πιο γνωστά εργαστήρια αποκατάστασης, θεωρούταν αυτά που έστησαν οι δομινικανές μοναχές του Ennetach και οι φραντσισκανές μοναχές του Kisslegg της Γερμανίας.
Επειδή οι σκελετοί σώζονταν αποσπασματικά, οι μοναχές κατασκεύαζαν πρώτα ένα ικρίωμα από ξύλο, πάνω στο οποίο κατόπιν «έχτιζαν» σταδιακά και με μεγάλη προσοχή το σώμα του αγίου. Ο κορμός γεμιζόταν με υφάσματα, ξερά χόρτα κ.λ.π. Τα τμήματα των οστών που έλειπαν τα αντικαθιστούσαν, είτε χρησιμοποιώντας οστά άλλων ανώνυμων σκελετών (άλλωστε και αυτοί άγιοι ήταν) ή δημιουργούσαν αντίγραφα από ξύλο, κερί ή χαρτοπολτό.
Στους σκελετούς περνούσαν πρώτα ένα στρώμα από ζωικό λίπος, το οποίο κατόπιν έβαφαν στο χρώμα των ανθρώπινων οστών και το περιτύλιγαν με γάζες. Στα μάτια τοποθετούσαν υαλόμαζες, οι περισσότερες αγορασμένες από την Βενετία, και στο κεφάλι περούκα φτιαγμένη από φυσικά μαλλιά. Στη συνέχεια, μοναχές ειδικευμένες στην ραφή και κεντητική πολυτελών ενδυμάτων, αναλάμβαναν να τους ντύσουν. Τα ρούχα παραπέμπουν σε βασιλικά ρούχα της εποχής. Πάνω σε ατλάζι κεντούσαν με χρυσοκλωστές και αργυρά νήματα διάφορα όμορφα σχέδια, τα οποία συμπλήρωναν με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους.

Οι στάσεις που έδιναν στους σκελετούς, προσπαθούσαν να είναι όσο πιο φυσικές γινόταν, έτσι ώστε να μοιάζουν με ζωντανούς. Στα χέρια τους συνήθως κρατούν ένα σπαθί, σύμβολο νίκης των μαρτύρων ή ένα γυάλινο διακοσμημένο αγγείο με το αίμα του μάρτυρα. Κάπως έτσι υποτίθεται πως ταυτίστηκαν κιόλας. Στις κατακόμβες μαζί με τους σκελετούς υπήρχαν ληκύθια με αίμα και το όνομα του αγίου. Η νεότερη έρευνα όμως έδειξε πως πρόκειται για ίζημα κρασιού, μάλλον Θείας Κοινωνίας. Λόγω του σπαθιού που κρατούσαν οι Άγιοι ονομάστηκαν Miles Christi, δηλαδή Στρατιώτες του Χριστού, εννοείται εναντίον του προτεσταντισμού.

Ο άγιος Θεόδοτος στο Rheinau της Ελβετίας


Για να τους τιμήσουν τους στόλιζαν με κοσμήματα και πολύτιμους λίθους ανυπολόγιστης αξίας. Τα κοσμήματα αυτά συνήθως αποτελούσαν τάματα και προσφορές των πιστών, ως αντίδωρο κάποιας ευεργεσίας.

Waldsassen της Γερμανίας

Ο πιο διάσημος κατασκευαστής κοσμημάτων που ανέλαβε τον στολισμό των αγίων από τις κατακόμβες, ήταν ο κοσμηματοποιός Adalbart Eder (1688).
Οι διαμαντοστόλιστοι άγιοι τοποθετήθηκαν σε περίτεχνες λειψανοθήκες, οι οποίες βρισκόταν σε περίοπτες θέσεις των εκκλησιών, ως υπενθυμίσεις των πνευματικών θησαυρών που περίμεναν τους πιστούς μετά το θάνατο.




Στα 1763 ο πρώτος σκελετός που ταυτίστηκε, στολίστηκε και είδε το φως της δημοσιότητας, ήταν αυτός του αγίου Αλβέρτου, που έφθασε από την Ρώμη στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου στο Burgrain της Γερμανίας. Τον στολισμό ανέλαβε η μοναχή Potentiana Hämmerl από το Friesing. Χρησιμοποίησε κόκκινους και μπλε λίθους, μαργαριτάρια, χρυσό σε φιλιγκράν.
Ο δεύτερος σκελετός ήταν αυτός του αγίου Βαλέριου στην πόλη Weyarn και δόθηκε ως δώρο στο μοναστήρι των Αυγουστίνων.



Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι οποίοι για την προστασία τους χρειαζόταν έστω και ένα μικρό λείψανο από οστά αγίων, συνήθιζαν να τεμαχίζουν τα ιερά σκηνώματα και να τα διαθέτουν μέσα σε χρυσοποίκιλτες λειψανοθήκες σε ναούς και μονές όλης της επικράτειας. Σε αντίθεση οι καθολικοί για να δηλώσουν για πολλοστή φορά την υπεροχή τους, προτιμούσαν τους ολόκληρους αγίους. Το αποτέλεσμα ήταν να «εμφανιστούν» πολλοί άγιοι με το ίδιο όνομα. Τρόπο τινά αυτό γινόταν εφικτό, μιας και χρησιμοποιούσαν «αυθεντικά» οστά μαζί με οστά άλλων ανθρώπινων σκελετών και κατασκευασμένων τμημάτων. Το «καλύτερο» λείψανο αγίου ήταν αυτό που διέθετε το κεφάλι.
«Λέγεται πως ο Καζαντζάκης όταν επισκέφτηκε ένα μοναστήρι κοντά στην Νάπολη της Ιταλίας, στον δεύτερο όροφο του μοναστηριού είδε μια γυάλινη θήκη με μια νεκροκεφαλή μέσα. Ρώτησε να μάθει γι’ αυτήν και ο εκεί επιβλέπων του είπε ότι αυτή ήταν η αγία κεφαλή του Αγίου Στεφάνου. Μετά πήγε στον τρίτο όροφο και είδε πάλι μια γυάλινη θήκη με μια νεκροκεφαλή μέσα. Ρώτησε να μάθει και γι’ αυτήν και ο εκεί επιβλέπων του τρίτου ορόφου του είπε ότι αυτή ήταν η αγία κεφαλή του Αγίου Στεφάνου. – Μα του λέει, κάτω μου είπανε πως η κεφαλή στο δεύτερο όροφο ήταν η κεφαλή του Αγίου Στεφάνου. – Ναι, του λέει ο επιβλέπων του τρίτου ορόφου, αλλά εκείνη ήταν όταν ο Άγιος Στέφανος ήταν μικρός !!!»



Τους πιστούς που είχαν να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη καθημερινότητα, δεν ενδιέφερε η αλήθεια. Το μόνο που ήθελαν ήταν ένας τρόπος να μπορούν να συνδιαλέγονται με το Θεό. Το δόγμα του «πίστευε και μη ερεύνα» τους έφτανε και τους έδινε τις απαντήσεις που ήθελαν. Ο μύθος με την πάροδο του χρόνου αποκτά την δύναμη του ιστορικού γεγονότος. Άλλωστε ο Χριστιανισμός είχε μάθει να μεταμορφώνει με εξαιρετική επιτυχία ό, τι άγγιζε…
Όταν κάποια στιγμή άρχισαν οι πρώτες αμφισβητήσεις, πρώτος που ζήτησε την αποκαθήλωσή τους ήταν το 1782 ο αυτοκράτορας του Αμβούργου Ιωσήφ ΙΙ, οι άγιοι άρχισαν τα θαύματα. Το πρώτο καταγεγραμμένο θαύμα ανήκει στον άγιο Θεόδοτο (Deodatus), το λείψανο του οποίου βρισκόταν στην Βασιλική του Waldassen της Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια του 18ου α. κατεγράφη μεγάλος αριθμός θαυμάτων όλων των αγίων στα 700 μοναστήρια της Ευρώπης, όπου σωζόταν λείψανα των «αγίων των κατακομβών». Επίσης, πολλοί από αυτούς ταξίδευαν σε άλλες πόλεις ώστε και οι εκεί πιστοί να προσκυνήσουν τη θεία χάρη τους. Όταν έφτασε ο σκελετός του αγίου Παγκράτιου στην πόλη Will της Ελβετίας, λέγεται πως 5.000 άνθρωποι από όλη την Ευρώπη συμμετείχαν στους εορτασμούς.



Οι πιο δημοφιλείς άγιοι ήταν αυτοί, τα ονόματα των οποίων συμβόλιζαν κάποιο χάρισμα: Felix= felicity / ευδαιμονία, Clemens= clemency / επιείκεια, Constantius= constancy / σταθερότητα, Deodatus= God-given / θεϊκό δώρο, Maximus= greatness / μεγαλείο, Prosper= prosperous / ευημερία, Victor= victory / νίκη.

Ο άγιος Κωνστάντιος στο Rohrschach της Ελβετίας
Για σχεδόν τρεις αιώνες, τα «Ουράνια Σώματα» λατρεύονταν ως θαυματουργοί άγιοι και προστάτες των κοινοτήτων τους, έως ότου εμφανίστηκαν οι πρώτες αμφιβολίες για την αυθεντικότητά τους. Στις αρχές του 19ου αι. το Βατικανό αποφάσισε να απομακρύνει όλους τους αγίους. Οι περισσότεροι καταστράφηκαν ή στοιβάχτηκαν στις αποθήκες των μονών και των εκκλησιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από τους αγίους να σωθούν από τους δυο μεγάλους πολέμους (θα μπορούσαν να είχαν κλαπεί τα πανάκριβα κοσμήματα με τα οποία ήταν στολισμένοι).
Τη δεκαετία του 1960 οι διαμαντοστόλιστοι άγιοι άρχισαν να επανεμφανίζονται, ως εκθέματα, δείγματα πίστης μια εποχής. Η τιμή και η πίστη προς αυτούς θεωρείται προσωπική υπόθεση του κάθε πιστού.


Ανώνυμος άγιος στην Μονή του Rheinau της Ελβετίας Οι φωτογραφίες και μεγάλο μέρος των πληροφοριών, προέρχονται από το βιβλίο του κυνηγού θησαυρών, όπως αυτοαποκαλείται, Paul Kodounaris: «Heavenly Bodies: Cult treasures & Spectacular saints from the Catacobs, Thames & Hudson, 2013»