«Όνειδος» – Σταύρος Φρύδας

Written by

Έτρεξε να ξεφύγει απ΄ αυτόν,
την πρόλαβε,
την σήκωσε και την πέταξε,
κούρνιασε στην γωνιά της,
μάζεψε τα πόδια της,
ένα έμβρυο κλειδωμένο
στη μήτρα του μυαλού της,
το χέρι έσχισε τον αέρα,
κραυγή βίας και πόνου,
αμαρτίας και εξιλέωσης,
ανέβαινε κατέβαινε,
ξανά και ξανά,
πίεζε, έσπρωχνε και σκότωνε το θυμό του,
έγλυφε και δάγκωνε το σώμα της
χωρίς ντροπή.

Η σάρκα της λειώνει,
γελάει και κλαίει,
δεν αντέχει τόση μαζεμένη οργή.

Οι κραυγές της γεμίζουν το σώμα της με τα δικά τους σημάδια,
ζητά έλεος και συγχώρεση,
άδικα.

Ο φόβος στέριωσε,
ανήμπορος κυρίαρχος γαλούχησε τα βήματά της.

Πρέπει να καταλάβει,
να διώξει τη μυρωδιά του από πάνω της,
αυτός ο βιασμός να πεθάνει
και οι σκιές των φαντασμάτων που την στοιχειώνουν, να φύγουν.

Το θρόισμα των φύλλων δίπλωσε την ανάσα της,
πνοή ζωής.

Τα δάκρυα που λούφαξαν στην άκρη των ματιών της ξέφυγαν,
ένας χείμαρρος που παρασέρνει
την ξεφλουδισμένη εικόνα της ζωής της.

Το αίμα της,
κόκκινες νιφάδες χιονιού, δειλά-δειλά μπογιατίζει τα χείλη της,
απλώνεται και ξεπλένει το κορμί της,
κυλάει στο πάτωμα,
περνά τη χαραμάδα της πόρτας
γεμίζει τα λούκια της βροχής,
ξεχύνεται στους δρόμους,
πέφτει επάνω μας,
μας διέλυσε,
το χρώμα της βίας μας έντυσε,
η μυρωδιά του μας καθήλωσε.

Εμείς δεν είμαστε αυτοί,
θα σ΄ αγκαλιάσουμε,
θα φιλήσουμε τον μύρο των πληγών σου,
θα σου καρφώσουμε καινούργια φτερά,
για να μπορέσεις
να πετάξεις ξανά πεταλούδα.