Όπως και πολλοί άλλοι πριν από μένα, πιστεύω στις συμπτώσεις… Ντόρα Μπρούντερ, Patrick Modiano *κριτική

Written by

 

«Γράφοντας αυτό το βιβλίο, στέλνω εκκλήσεις, σαν φωτοβολίδες, που δυστυχώς αμφιβάλλω αν θα μπορέσουν να φωτίσουν το σκοτάδι. Αλλά πάντα ελπίζω».

«Όπως και πολλοί άλλοι πριν από μένα, πιστεύω στις συμπτώσεις και μερικές φορές σ’ ένα χάρισμα ενόρασης στους μυθιστοριογράφους…».

Μία αγγελία αναζήτησης ενός κοριτσιού από τους γονείς του, που ο συγγραφέας διαβάζει τυχαία το 1989, δημοσιευμένη στο φύλλο της εφημερίδας Παρί Σουάρ στις 31 Δεκεμβρίου 1941 στη στήλη «Από χτες μέχρι σήμερα», είναι η αφορμή γραφής αυτού του βιβλίου.Πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση σε μία απόπειρα ανασύνθεσης της ατμόσφαιρας, στο περιβάλλον της κατοχής, της μνήμης ενός ονόματος μιας δεκαεξάχρονης που εξαφανίζεται από το οικοτροφείοΣαιν-Κερ-ντε Μαρί, στην οδό Ντε Πικπύς 60 και 62 στο 12ο διαμέρισμα.

«…Ημερομηνία και τόπος γεννήσεως:25 Φεβρουαρίου 1926

Ημερομηνία και όροι αποδοχής:9 Μαΐου 1940 Εσωτερική

Ημερομηνία και λόγοι αναχωρήσεως:14 Δεκεμβρίου 1941 Συνεπεία φυγής».

Η καταγραφή του συγγραφέα, τροφοδοτείται από έγγραφα και μια ερευνητική διαδικασία που αφορά το παρελθόν ενός ονόματος και παράλληλα συμπλέκεται  με αυτοβιογραφικά στοιχεία –έζησε και ο ίδιος σε οικοτροφείο – αναμνήσεων που αφορούν την οικογένειά του και  προσωπικές, αρνητικές εμπειρίες απόρριψης.

Οι δρόμοι της πόλης αποτελούν πεδίο εκκίνησης της έρευνας, από τις παιδικές  αναμνήσεις περιπλάνησης με τη μητέρα του και τη συμπτωματική αποτυπωμένη, εσωτερική αντίληψη κτιρίων, τοποθεσιών, περιοχών όπου και ο ίδιος κινείται σε μια καθημερινότητα που εμπεριέχει και το παρελθόν, ως ανάμνηση και υλικό αποτύπωμα.

«Γράφω αυτές τις σελίδες το Νοέμβριο του 1996…δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι βρίσκομαι στην ίδια πόλη όπου ζούσαν η Ντόρα Μπρούντερ και οι γονείς της, καθώς και ο πατέρας μου όταν ήταν είκοσι χρόνια νεώτερός μου».

Ακόμη τη σκέψη του απασχολούν βιβλία -όπως οι άθλιοι – που αναφέρονται στους ίδιους δρόμους της πόλης και σε μια, φιλοσοφικού χαρακτήρα, εξήγηση του γλωσσικού κώδικα των νέωνπου υιοθετούν ως εκφραστικό μέσον, μια ιδιότυπη αργκό. Στον προβληματισμό αυτό επιμένει και μια μελαγχολική διαπίστωση για την απόπειρα συγγραφής βιβλίων σε περιβάλλον πολέμου, με παραδείγματα νέων συγγραφέων –από το αντίπαλο, εχθρικό στρατόπεδο-που έγραψαν αλλά δεν πρόλαβαν να συνεχίσουν γιατί ο θάνατος ήταν η αδυσώπητη μοίρα που τους έλαχε, στη φρίκη του πολέμου.

«Στα δεκαεπτά μου οι Τουρέλ δεν ήταν για μένα παρά ένα όνομα που είχα ανακαλύψει στο τέλος του βιβλίου του Ζαν Ζενέ Θαύμα του ρόδου.Από αυτό το βιβλίο ήξερα απ’ έξω ολόκληρες φράσεις. Μια από αυτές μου έρχεται στο νου: Εκείνο το παιδί μου μάθαινε ότι το πραγματικό βάθος της παρισινής αργκό είναι η θλιμμένη τρυφερότητα. Αυτή η φράση μου θυμίζει τόσο πολύ την Ντόρα Μπρούντερ, ώστε έχω την αίσθηση ότι τη γνώρισα. Επέβαλαν τα κίτρινα αστέρια σε παιδιά με ονόματα πολωνέζικα, ρώσικα, ρουμάνικα και που ήταν τόσο πολύ παριζιανάκια, που συγχέονταν με τις προσόψεις των κτιρίων , τα πεζοδρόμια, τις άπειρες αποχρώσεις του γκρίζου που μόνο στο Παρίσι υπάρχουν. Όπως και η Ντόρα Μπρούντερ, μιλούσαν όλα τους με την παριζιάνικη προφορά, χρησιμοποιώντας λέξεις της αργκό, τη θλιμμένη τρυφερότητα της οποίας ένιωσε ο Ζαν Ζενέ».

«Καθώς γράφω τούτες τις γραμμές, ο νους μου πάει ξαφνικά  σε κάποιους από εκείνους πουασκούσαν το ίδιο επάγγελμα μ’ εμένα.Σήμερα, η ανάμνηση ενός Γερμανού συγγραφέα ήρθε στη θύμησή μου. Λεγόταν Φρίντο Λάμπε. Ήταν το όνομά του που μου τράβηξε  αρχικά την προσοχή, όπως και ο τίτλος ενός βιβλίου του, Στην άκρη της νύχτας, που μεταφράστηκε στα γαλλικά πάνε πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και που ένα αντίτυπό του είχα τότε ανακαλύψει σ’ ένα βιβλιοπωλείο στο Σανζ Ελυζέ…Στις 2 Μαΐου 1945, στο δρόμο, δύο Ρώσοι στρατιώτεςτου ζήτησαν τα χαρτιά του,…Και τον σκότωσαν,…Γείτονες τον έθαψαν …στον ίσκιο μιας σημύδας και παρέδωσαν στην αστυνομία ό,τι είχε απομείνει από αυτόν:τα χαρτιά και το καπέλο του».

«Κι ένας άλλος Γερμανός συγγραφέας, ο Φέλιξ Χαρτλάουμπ, καταγόταν από το λιμάνι της Βρέμης…είχε γεννηθεί το 1913.Βρισκόταν στο Παρίσι στα χρόνια της κατοχής. Αυτός ο πόλεμος και η γκριζοπράσινη στολή του προκαλούσαν φρίκη…Διάβασα στα γαλλικά, σ’ ένα περιοδικό του πενήντα ένα απόσπασμα από ένα μικρό βιβλίο που είχε γράψει… Μας αφηγείται μια από τις νυχτερινές του διαδρομές…Τα παρατηρεί όλα από απόσταση, λες κι αυτός ο κόσμος σε κατάσταση πολέμου δεν τον αφορούσε, προσεκτικός στις μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, στην ατμόσφαιρα, και ταυτόχρονα αδιάφορος, ξένος σε ό,τι υπάρχει γύρω του. Όπως και ο Φρίντο Λάμπε πέθανε στο Βερολίνο την άνοιξη του 1945, στα τριάντα δύο του χρόνια, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μαχών, μέσα σ’ έναν κόσμο σφαγείου και αποκαλύψεως, όπου βρισκόταν από λάθος ντυμένος με μια στολή που του την είχαν επιβάλει, αλλά δεν ήταν η δική του».

«…λες και μερικοί άνθρωποι έπρεπε να χρησιμεύσουν για αλεξικέραυνο ώστε να γλιτώσουν οι άλλοι… Ο Ροζέ Ζιλμπέρ- Λεκόντ…πέθανε από τέτανο στις 31 Δεκεμβρίου 1943 στο νοσοκομείο Μπρουσσαί, σε ηλικία τριανταέξι χρονών. Μία από τις δύο ποιητικές συλλογές που είχε δημοσιεύσει μερικά χρόνια πριν από τον πόλεμο είχε τον τίτλο: Η ζωή, η αγάπη, ο θάνατος, το κενό και ο άνεμος.Πολλοί φίλοι που δε γνώρισα χάθηκαν το 1945, έτος της γέννησής μου».

Μικρά κεφάλαια και σύντομες, θραυσματικές αφηγήσεις γύρω από το πρόσωπο της Ντόρα Μπρούντερ και την ιστορία της οικογένειάς της. Ο πατέρας της Έρνεστ γεννήθηκε στη Βιέννη στα 1899, βρέθηκε στα εικοσιπέντε του χρόνια στο Παρίσι. Δεν του έδωσαν τη Γαλλική υπηκοότητα.Παντρεύεται το 1924 την δεκαεπτάχρονη Σεσίλ Μπουρτέζ, η οικογένεια της οποίας είχε έρθει  από τη Βουδαπέστηστο Παρίσι την προηγούμενη χρονιά. Οι γονείς της Σεσίλ απευθύνθηκαν στο φιλανθρωπικό ίδρυμα στην οδό Λαμάρκ χάνοντας, τον πρώτο μήνα της εγκατάστασής τους, από τύφο τρία κορίτσια από τα πέντε παιδιά τους. Οι δικοί της γονείς ζουν σε ξενοδοχεία. Αποφασίζουν να τη στείλουν σε Χριστιανικό οικοτροφείο που συνήθως φιλοξενούσε άπορα παιδιά.

«Πρόκειται για άτομα που  αφήνουν λίγα ίχνη πίσω τους. Σχεδόν ανώνυμα…Αυτό που γνωρίζουμε γι’ αυτούς συνοψίζεται συχνά σε μια απλή διεύθυνση. Και αυτή η τοπογραφική ακρίβεια έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θα αγνοούμε πάντα για τη ζωή τους- αυτό το κενό, αυτός ο τοίχος του άγνωστου  και της σιωπής…Λένε  ότι τουλάχιστον οι χώροι διατηρούν ένα κάποιο αποτύπωμα των προσώπων που έμειναν εκεί.Αποτύπωμα: σημάδι επίπεδο ή ανάγλυφο. Για τον Ερνέστ και τη Σεσίλ Μπρούντερ, για την Ντόρα θα έλεγα: επίπεδο. Είχα μια αίσθηση απουσίας και κενού κάθε φορά που βρισκόμουν σ’ ένα μέρος όπου αυτοί είχαν ζήσει».

Αυτά τα λιγοστά σημάδια αναζητά ο συγγραφέας μεθοδικά σαν ερευνητής της ζωής του παρελθόντος που έχει ζωηρό αντίκτυπο και στο παρόν της ζωής του. Έγγραφα, πρόσωπα, φωτογραφίες, φαντασία, πιθανές διαδρομές και γεγονότα, επιστρατεύονται για να χαράξουν το ίχνος ζωής ως το θάνατο αυτής της νεαρής, με τη γαλλική υπηκοότητα που δεν μπόρεσε ωστόσο να ξεφύγει από τον κύκλο της καταγωγής και τα στρατόπεδα του Άουσβιτς.

Οι δρόμοι της πόλης και τα κτίρια αλλάζουν θολώνοντας την ανάμνηση του παρελθόντος,όταν οι ζωές των ανθρώπων διασταυρώνονται στις γραμμές της Ιστορίας και αποκλίνουν ακολουθώντας τη ροή της ζωής ως τον αφανισμό του θανάτου.Παράλληλα  αναμνήσεις ρευστές και ασαφείς καθώς και  βιώματα της προσωπικής του ζωής,  αποτελούν υλικό μελέτης για τον συγγραφέα στην προσπάθεια καταγραφής και ανασύνθεσης του παρελθόντοςστο πλαίσιο του χρόνου και της Ιστορίας. Σπειροειδής αφήγηση, διάθεση μελαγχολικού στοχασμού, κριτικής της προσωπικής οικογενειακής ιστορίας που τον οδηγεί στην ιδρυματική ζωή και στη μοναξιά. Σκέψεις εσωτερικές στις διαδρομές της πόλης, το πατρικό και μητρικό πρότυπο, ονόματα δρόμων στο χάρτη, ημερομηνίες και μια παρατηρητικότητα σχολαστικής εκγύμνασης του νου, διαφαίνονται διαβάζοντας αυτό το βιβλίο που μιλάει για τις ζωές των ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς, για τη μοναξιά και τη λήθη, για την ταυτότητα, για τη γραφή ως αντίδοτο μνήμης.

«Την  εποχή που διαδραματίζεται αυτή η ιστορία γράφει ο  Ουγκό- ένα οικοτροφείο βρισκόταν δίπλα στο μοναστήρι…Αυτές οι νεαρές κοπέλες…ήταν ντυμένες στα μπλε, μ’ ένα άσπρο σκουφάκι…Υπήρχαν μέσα σ’ αυτό τον περίβολο του Πτι Πικπύς τρία οικήματα…Και μετά τη λεπτομερή  περιγραφή των χώρων, γράφει ακόμη: Δεν ήταν δυνατόν να περάσουμε μπροστά από αυτό το παράξενο ίδρυμα, το άγνωστο, το σκοτεινό, και να μην μπούμε κι εμείς μέσα και να μην μπουν μαζί μας τα πνεύματα που μας συνοδεύουν και μας ακούνε να διηγούμαστε, προς όφελος ίσως κάποιων, τη μελαγχολική ιστορία του Γιάννη Αγιάννη».

Ντόρα Μπρούντερ. «Μου είναι αδύνατον να τη σκέφτομαι και να μη νιώθω έναν απόηχο της παρουσίας της σε μερικές συνοικίες…Θα αγνοώ για πάντα πώς περνούσε τις μέρες της…».

« Ίσως μια από αυτές τις γλυκές και ηλιόλουστες Κυριακές του χειμώνα , όπου έχεις μια αίσθηση διαθεσιμότητας και αιωνιότητας- την ψευδαίσθηση ότι η ροή του χρόνου σταμάτησε και ότι δεν έχεις παρά να αφήσεις τον εαυτό σου να γλιστρήσει μέσα από αυτή τη σχισμή για να ξεφύγει από τον κλοιό που θα σφίξει πάλι γύρω σου».

«Αυτό είναι το μυστικό της. Ένα μικρό και πολύτιμο μυστικό που οι δήμιοι, τα εντάλματα, οι καλούμενες αρχές κατοχής,το κρατητήριο, οι στρατώνες, τα στρατόπεδα, η Ιστορία, ο χρόνος- κάθε τι που σε κηλιδώνει και σε φθείρει- δε θα μπορέσουν να της το κλέψουν».

Ντόρα Μπρούντερ

PATRICK MODIANO, Γάλλος συγγραφέας.Βραβείο Νόμπελ 2014.

Μετάφραση από τα Γαλλικά: ΚΑΛΗ ΤΖΩΡΤΖΗ

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

γράφει η Άγγελα Μάντζιου