ΟΡΔΕΣΑ, MANUEL VILAS, ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Written by

MANUEL  VILAS
ΟΡΔΕΣΑ
Μετάφραση από τα Ισπανικά- Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος

Μυθιστόρημα στοχασμών, ανασύνθεσης  αναμνήσεων, στιγμών,  σχέσεων και αισθημάτων το βιβλίο, «Ορδέσα», του Ισπανού συγγραφέα Manuel Vilas. 

Η  αυτοβιογραφική μυθοπλασία αποτυπώνεται  εξομολογητικά σε ψηφίδες μνήμης, με μια ασθματική ένταση αναβίωσης της  ιστορίας της οικογένειας  του αφηγητή. Ιστορίας ιδωμένης σε ευρύ χρονικό πλαίσιο ημερομηνιών και χρονολογιών στο βάθος  δεκαετιών, στο  χωρικό στίγμα  του τόπου καταγωγής, ως  αφετηρία των διαδρομών ζωής  που ακολούθησαν τα μέλη της οικογένειας στην επαρχία της Ισπανίας.

Ο αφηγητής, πρώην καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, πατέρας δύο παιδιών και πρόσφατα διαζευγμένος, μετά  την παραίτηση από την  εργασία του και  ύστερα από τον θάνατο των γονέων του,  ξετυλίγει το νήμα των αναμνήσεών του, περιγράφοντας ετεροχρονισμένα, συνειρμικά  και αποσπασματικά, διάφορα γεγονότα της  ζωής της νεότητας, του γάμου των γονέων του, τόσο  πριν  όσο και μετά την γέννηση του ίδιου και του αδελφού του.

Τα στιγμιότυπα της ζωής, της εμπειρίας, των αξιών και  των προσδοκιών αυτού του  μικρού πυρήνα ανθρώπων που υπήρξαν οικογένεια, αποτελούν ταυτόχρονα  μια τοιχογραφία της Ισπανικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών  του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση που διακόπτεται από εσωτερικές φωνές και διαλόγους, συμπυκνώνει σκέψεις σε μικρές φράσεις και αλλού σημειώνει  παρατηρήσεις σε μακροπερίοδο λόγο, προσθέτοντας στο τέλος την αφαιρετική γραμμή της ποιητικής καταγραφής για ό,τι υπήρξε ταυτόχρονα   παρελθόν, παρόν και  προσδοκώμενο μέλλον. Παράλληλα, παρατίθεται και μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών δίνοντας στην περιγραφική αναφορά μια τεκμηρίωση ντοκουμέντου, στο αρχέτυπο της σχέσης πατέρα-γιου.

Βασικό θέμα του βιβλίου είναι ο θάνατος και η απώλεια, οι ακατάλυτοι δεσμοί και όσα δεν ειπώθηκαν ανάμεσα σε γενεές και συγγενικά πρόσωπα. Ωστόσο η προσέγγιση χρωματίζεται με έναν πλάγιο τύπο χιούμορ και με θεματικές τροπολογίες, προσδίδοντας αναπνοές απόσπασης από το πεδίο της ματαιοδοξίας,  μετατοπίζοντας το βαρύ φορτίο της μνήμης, της ανάμνησης, της λήθης του χρόνου, της Ιστορίας, του πόνου και της θλίψης.

Ο συγγραφέας,  με αίσθηση ανήσυχης παραδοχής, αφήνεται στη ροή και τον κατακλυσμό των αναμνήσεων  αποκαλύπτοντας, στην επαλληλία συγκριτικών κύκλων, αναλογίες που στοχεύουν  σε μια έκθεση αισθημάτων  με μια πανανθρώπινη παρηγορητική διάθεση. Σ’ αυτή τη διάσταση το βιβλίο εκτυλίσσεται σε μια οπτική ζωηρής παρατήρησης λεπτών σημείων.

Η  θεματολογία  περιλαμβάνει  κοινωνιολογικές, αισθητικές, φιλοσοφικές  παρατηρήσεις και μια  κοινωνικο-οικονομική πολιτική κριτική ενσωματωμένη στα ζητήματα προσδιορισμού των ηθικών κωδίκων  γενεών,  τάξεων,  φύλων, στο θεσμικό και συναισθηματικό κέλυφος των κοινωνικών ρόλων και των αντίστοιχων δεσμών.

Ζωή, οικογένεια, σχέσεις, αξίες, χρόνος,  όνειρα, φαντασιώσεις, ενοχές, επιλογές, αντιθέσεις, αποτυχίες, μοναξιά, θάνατος, ταυτότητα, κρίση, αναδύονται μέσα από  επινοήσεις και θραύσματα αναμνήσεων του συγγραφέα.

Οι ήρωες του βιβλίου φέρουν ονόματα μεγάλων συνθετών, τα παιδιά του αφηγητή αποκαλούνται Βιβάλντι και Μπραμς, ο πατέρας του, Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, η μητέρα του, Βάγκνερ, ένας θείος του ονομάζεται  Μοντεβέρντι, ο άλλος θείος, μικρότερος   αδελφός του πατέρα του,  Ραχμάνινοφ κλπ.

Η  αναφορά σε συγγραφείς, ποιητές και άλλους καλλιτέχνες, δηλωτική της διασύνδεσης και της πνευματικής συγγένειας, υποδηλώνεται ως βάρος ανούσιας σχολικής γνώσης και ως  μέγεθος δια-πολιτισμικής ταυτότητας, ανάλογα με την οπτική σχολιασμού.

Η  μνεία αντικειμένων όπως τα αυτοκίνητα ή  διάφορες συσκευές, η αισθητική άλλων εποχών, οι συνήθειες, οι παραδοξότητες, οι αντιφάσεις και οι ατομικές ιδιοτροπίες των χαρακτήρων, δίνουν μια ανάλαφρη τροπή στα θέματα της φθοράς, του θανάτου και της νοσταλγίας, τονίζοντας ιδιαιτερότητες της ταυτότητας των Ισπανών και  παράλληλα ενός τρόπου ζωής που αλλάζει και μετασχηματίζεται.  Έτσι από το επί μέρους ανασυντίθεται το όλον και η βιωματική καταγραφή της  ιστορίας του αφηγητή, επαναδιατυπώνεται  εν τέλει  στις  ζωές και άλλων ανθρώπων.

Αποσπάσματα:

«Δεν είναι τυχαίο που η φαντασία μου σου ‘χει δώσει το θρυλικό  όνομα Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, γιατί αυτή είναι η μουσική που σε σκιαγραφεί εκεί, ανάμεσα στα ουράνια σώματα. Επειδή ήσουν πνεύμα, ίδρυσες μια οικογένεια, κι η οικογένεια είναι η παρουσία του αμετακίνητου.  Εσύ ήσουν Θεός, μουσική του Θεού. Ήσουν η μουσική αυτού που διαρκεί». Σελ. 294-295

«Θα γίνω στάχτη μέσα σου,
κι η νέα ζωή σου
θα δει την κατάρρευση όλων των πραγμάτων
που με πλήγωσαν». Σελ. 455

«Η νοσταλγία μου είναι νοσταλγία ενός συγκεκριμένου τρόπου εκφοράς των ισπανικών. Η νοσταλγία μου είναι  νοσταλγία ενός κόσμου χωρίς φόβο». Σελ. 317

«Παρευρισκόμουν στη λήξη μιας ιστορικής περιόδου. Μαζί της έφευγαν τα πάντα, έφευγα κι εγώ. Είδα  τον εαυτό μου ν’ αποχαιρετά τον εαυτό μου. Ακριβώς αυτό: η λήξη μιας ιστορικής περιόδου: αντίο στην Αναγέννηση, αντίο στο Μπαρόκ, αντίο στον Αιώνα των Φώτων, αντίο στη Ρώσικη Επανάσταση, στον Εμφύλιο Πόλεμο, στον ρομανικό ή σε οποιονδήποτε αξιόλογο πολιτισμό. Έληγε μια ολόκληρη εποχή. Μια βασίλισσα είχε μόλις πεθάνει». Σελ. 314-315

«Η αλήθεια είναι ο πατέρας σου και η μητέρα σου. Εκείνοι σε εφεύραν». Σελ.38

«Το 2015, μια θλίψη διέτρεχε όλον τον πλανήτη και εισέδυε στις ανθρώπινες κοινωνίες σαν να ‘ταν ιός. Σκέφτηκα πως η ψυχική μου κατάσταση ήταν μια θολή ανάμνηση από κάτι που ‘χε συμβεί σ’ ένα μέρος του βορρά της Ισπανίας που το λένε Ορδέσα, ένα μέρος όλο βουνά, κι ήταν μια ανάμνηση κίτρινη, το κίτρινο χρώμα κατέκλυζε το όνομα Ορδέσα, και πίσω απ’ την Ορδέσα διαγραφόταν η μορφή του πατέρα μου, καλοκαίρι του 1969. Μια πνευματική κατάσταση που είναι τόπος: Ορδέσα. Αλλά και χρώμα: κίτρινο». Σελ.11

«Η ζωή μας καθορίζεται από  πράγματα των οποίων γίναμε μάρτυρες όταν ήμαστε παιδιά». Σελ. 173

«Κι όλο μου το παρελθόν μου βούλιαξε όταν η μητέρα μου  έκανε ό,τι κι ο πατέρας μου: πέθανε». Σελ.25

« Τότε κατάλαβα πως ο θάνατος μιας σχέσης είναι στην πραγματικότητα ο θάνατος μιας μυστικής γλώσσας». Σελ.97

«Οι φωτογραφίες των γονιών μου με διαβεβαιώνουν επίμονα ότι κάποτε υπήρξαν ζωντανοί. Κι αυτή η μακρινή τους ανάμνηση είναι πιο σημαντική από τον σημερινό καπιταλισμό, από τη δημιουργία παγκόσμιου πλούτου». Σελ.183

«Ποτέ δεν το είδα καινούργιο εκείνο το σπίτι. Είδα μόνο τη φθορά του, αλλά τη νύχτα της σύλληψής μου το σπίτι ήταν άψογο, νεόκτιστο, μύριζε καινούργιο.

Δεν μπορείς να ξυπνήσεις τους νεκρούς, γιατί ξεκουράζονται.

Ωστόσο, εκείνη η νύχτα του Νοεμβρίου του 1961 υπήρξε κι εξακολουθεί να υπάρχει. Εκείνη  η νύχτα έρωτα, εκείνο το μοντέρνο διαμέρισμα,  οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, τα τσίλικα έπιπλα, τα νεαρά χέρια των συζύγων, τα φιλιά, το μέλλον ως ιδέα που συναρπάζει, το σφρίγος των σωμάτων, όλα αυτά είναι μέσα μου». Σελ. 430

 «Τι κάνω τότε εγώ στη νύχτα του κόσμου αν δεν μπορώ να συλλάβω την πρώτη νύχτα του δικού μου;» Σελ. 232

« Ήταν τη δεκαετία του εβδομήντα, όταν η ζωή κυλούσε πιο αργά και μπορούσες να τη δεις. Τα  καλοκαίρια ήταν ατέλειωτα, τα απογεύματα αιώνια, τα ποτάμια αμόλυντα». Σελ. 281

«Πριν μετατραπεί
σ’ έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Βίλας 
ήταν μια συμπαντική σιωπή». Σελ.439

«Τα θυμάμαι όλα. Είναι  όλα φυλαγμένα στην καρδιά μου». Σελ. 419