Πάνω στα ποτάμια που κυλούν του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, βιβλιοκριτική

Written by

 «Πάνω στα ποτάμια που κυλούν», αφήγηση  στο  ρευστό τοπίο της μνήμης, της ανάμνησης,  του χρόνου που οριοθετεί την ζωή των ανθρώπων.

Ο αφηγητής της ιστορίας συγγραφέας  Αντούνες, είναι άρρωστος στο νοσοκομείο. Από  το παρελθόν στο παρόν του ήρωα, σε μια διαστολή και συμπύκνωση του χρόνου, εκτίθεται  το άυλο τοπίο των  αναμνήσεων σε περιβάλλον νοσοκομείου. Αυτό το διττό σχήμα επεξεργάζεται το υλικό του μυθιστορήματος διακριτό και στην  δομή του, σημειώσεις ημερολογίου, χρονικό αναμνήσεων με ακανόνιστο, διακοπτόμενο ρυθμό προσωπικής καταγραφής με παρεμβολές  φωνών τρίτων προσώπων.

Εσωτερικές σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του ήρωα του μυθιστορήματος. Πρόσωπα του παρελθόντος αναδύονται  και αλληλεπιδρούν ταυτόχρονα στις αναμνήσεις του. Έρχονται στο προσκήνιο  με τις χαρακτηριστικές τους κινήσεις και τις σύντομες φράσεις τους, που απευθύνουν  τόσο στον εαυτό τους όσο και στον ίδιο αλλά και σε άλλα πρόσωπα του κοινωνικού περίγυρου, δηλώνοντας σε διάφορες φάσεις στο χωροχρονικό στίγμα της ζωής τους αυτό που χαρακτήριζε την υπόστασή τους.   

Διηγήσεις οι οποίες διακόπτονται από χαρακτηριστικές, επαναλαμβανόμενες φράσεις  τρίτων προσώπων του άλλοτε οικογενειακού-κοινωνικού περίγυρου και παράλληλα σύντομες, κοφτές φράσεις-εντολές,  από γιατρούς, νοσοκόμους και βοηθητικό προσωπικό προς τον ασθενή Αντούνες, συνθέτουν το εσωτερικό και εξωτερικό πλέγμα μιας επώδυνης διαδικασίας, στην αναμονή εξέλιξης μιας αβέβαιης ίασης και  ενός βέβαιου  θανάτου.

Ο χρόνος, στη διάσταση της διαδοχής των εποχών του έτους, στον διαχωρισμό  μέρα-νύχτα, κυλάει σε διαφορετικές ταχύτητες τόσο ως εξωτερικός χρόνος υπό το βάρος της πραγματικότητας της ασθένειας όσο  και ως εσωτερικός χρόνος αναβίωσης-αναπόλησης των αναμνήσεων ανασυνθέτοντας  το προσωπικό  συναισθηματικό φορτίο ταυτότητας.

Ροή  αφήγησης στο σχήμα κατακερματισμού του χρόνου από το παρόν στο παρελθόν,  στην προοπτική ζωής σε αβέβαιο μέλλον, ακουμπά  στην στατική, εν μέρει, καθημερινότητα του νοσοκομείου στο παρόν και σε ό,τι υπήρξε-συνέβη στο παρελθόν έτσι  όπως ο ήρωας κοιτάζει την ζωή του  στα σχήματα σχέσεων που παγιώθηκαν  στην κυριαρχία των εικόνων της ανάμνησης.

Παράλληλα εκτίθεται η ιατρική διάσταση της ασθένειας και της φθοράς των οργάνων του σώματος, των μεταβολών σε ένα  διαχωριστικό πεδίο, αυτό που φαίνεται στα μηχανήματα και αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις ως φυσικό ανθρώπινο ον στη σωματική-συναισθηματική-πνευματική- κοινωνική διάσταση.

Σ’ αυτό το εσωτερικό-εξωτερικό σχήμα μετατονισμού εντάσσεται και η γραφή:  λογοτεχνία της αφήγησης και τεχνολογία των συστατικών της ως  υποκείμενο και αντικείμενο κειμενικού λόγου.

Η θεματολογία της ανάμνησης, του χρόνου, της μνήμης,  της ζωής  στο κατώφλι της αναμονής του θανάτου, δίνεται με μια ειλικρινή απτότητα στο σχήμα είναι –φαίνεσθαι.  Σκηνές της καθημερινότητας, ήχοι, φράσεις, πρόσωπα, κινήσεις, διαδρομές, σχέσεις, έρωτες, μυστικά, απόπειρες, διαψεύσεις, επαναλαμβάνονται  σε μια τακτικότητα  σε βαθμό υπονόησης και υπονόμευσης  της κούρασης που συσσωρεύει το ζωτικό βάρος όσων υπήρξαν.

Ο συγγραφέας καταγράφει τις θραυσματικές εικόνες των αναμνήσεων τόσο τις δικές του όσο και των άλλων, τη μητέρα του να προσπαθεί να του φτιάξει μια ίσια χωρίστρα, τον ίδιον μωρό τυλιγμένο σε λινό πανί και τώρα άρρωστο, ανήμπορο, εκτεθειμένο σε κοινή θέα κάτω από τα φώτα του χειρουργείου, την εικόνα της γιαγιάς του να τον κυνηγάει για να φάει, τον παππού και τον πατέρα του άρρωστους να τον κοιτάζουν  σε  ταυτόχρονο χρόνο στο κρεββάτι του νοσοκομείου όπως ο ίδιος ακούει τις φωνές τους, ενώ  την ίδια στιγμή παρεμβάλλονται τα λόγια  γιατρών, νοσοκόμων, συγγενών, επισκεπτών,  ανακατεμένα με  ήχους του κόσμου, καμπάνες, τρένα, μουσικές και εικόνες της φύσης, το βουνό, τα λουλούδια, καστανιές που σιγοψιθυρίζουν, τα ποτάμια που κυλούν όπως οι ζωές των ανθρώπων.

Όλα εκτίθενται αποσπασματικά, εικόνες, ήχοι, τοπία, πρόσωπα,  συνθέτοντας στις λεπτομέρειες περιοδικές αναμνήσεις  ενός πίνακα ζωής για ό,τι υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει σε έναν μεταβατικό μετατοπισμό φορτίου που θα παραδοθεί στη λήθη, εφ’ όσον διακοπεί η επικοινωνία.

Το  υλικό της μνήμης και του χρόνου που καθορίζει το ποιόν της ζωής μας, δίνεται με τόνο όχι δραματικό αν και απαισιόδοξο στο βάθος του. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει με τρόπο υπαινικτικό και ήσυχο το πεδίο της ανθρώπινης συνθήκης,  χωρίς εμφανή συμπεράσματα και σύνθετες σκέψεις.

Η ασθένεια και η ακινησία  του νοσοκομείου, η πόλη και η φύση, το παρόν και το παρελθόν, η κατάσταση της ζωής και η ανάμνηση, ο φόβος και η απώλεια της μνήμης, ανασυντίθενται σε  μία επί μέρους εστίαση με τα  παρηγορητικά φίλτρα της γραφής, κρυμμένα κάτω από το υλικό των μεγάλων αφηγηματικών φράσεων και τις πολλές επαναλήψεις, για να συνθέσουν μια πανανθρώπινη κατάσταση κοινής μοίρας.

Antonio Lobo Antunes

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

 «…θα ‘πρεπε να αλλάζουμε όνομα όσο μεγαλώνουμε, όχι από Αντονίνιο σε κύριε Αντούνες, αλλά από Φιλίπε σε Σέρζιο ή από Φερνάντο σε Ζάιμε, να γινόμαστε ξένοι στον εαυτό μας και να κατοικούμε αλλού, ο νοσοκόμος…» Σελ. 123

24 Μαρτίου 2007

 «Με τον ίδιο τρόπο που παιδί είχε τη  βεβαιότητα ότι δεν θα πέθαινε ούτε ότι θα γινόταν μια φωτογραφία  μ’ έναν στεναγμό για κορνίζα σκεφτόταν ότι τα τρένα στο βάθος του αμπελιού,… και σήμερα στο νοσοκομείο, με τον αχινό μέσα στο σώμα του, καταλάβαινε ότι τα τρένα άδεια, σειρές από έρημα βαγόνια που έρχονταν δεν ήξερε από πού ούτε και πού πήγαιναν, …καταλάβαινε ότι η ιστορία που διηγούνταν η γιαγιά για να τον κάνει να καταπιεί τη σούπα του, ενός κοριτσιού που ρωτούσε σε όλες τις στάσεις
-Έφαγε ο Αντονίνιο;
και προειδοποιούσε τους ενήλικες
 -Αν δεν έφαγε θα βάλω τα κλάματα στ’ αλήθεια
κολοκύθια, κανείς δεν έκλαιγε γι’  αυτόν,…» Σελ. 61

«…πίστευα ότι θα ζούσα και οι γιατροί ευχαριστημένοι
-Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια
αυτός, όχι με την πιτζάμα, με τα ρούχα της υγείας, λίγο χλωμός βέβαια, λίγο κουρασμένος είναι αλήθεια αλλά υγιής, τα φαντάστηκα όλα αυτά, τα επινόησα όλα αυτά, έγινα καλά,  μένω σ’ ένα σπίτι στη Λισαβόνα, τον Σεπτέμβριο θα πάω στην κωμόπολη που άλλαξε τόσο πολύ Θεέ μου, εργοστάσια, κυκλικές πλατείες, μεγαλύτερη εκκλησία, άνθρωποι που ρωτάνε τους γείτονες
-Τον θυμάσαι αυτόν; 
άλλος ιερέας  στη θέση του κυρίου βικάριου, μια πλατεία, μια λίμνη, το βουνό είναι αλήθεια, πάντα φιλικό, σύμμαχος,…». Σελ. 143-144 

«…και η μητέρα να του κάνει χωρίστρα στα μαλλιά
-Μην κουνιέσαι λοιπόν
με μια διαφορετική μυρωδιά, γριάς, μελετώντας τα χέρια της με έκπληξη
-Είναι δικά μου; 
μια μπλούζα που έπλεε  στο κορμί της, μάτια που δεν τον έβλεπαν
-Ποιος είσαι εσύ; …
-Μητέρα
…αν  η μητέρα του ακουμπούσε το μάγουλό της στο δικό του, ακόμα και γριά, ακόμα και τυφλή, η λέξη γιος θα είχε νόημα, όχι η λέξη αρρώστια, όχι η λέξη θάνατος, ενόσω θα προχωρούσε με τα ποτάμια χωρίς τίποτα να τον εμποδίζει, συνοδευόμενος από το πασοντόμπλε ενός μακρινού σαξόφωνου, στην κατεύθυνση της θάλασσας». Σελ. 27-28

«…τι ωραία η μυρωδιά των βελανιδιών τον Μάιο, η σιγουριά ότι ήταν Μάιος κι ότι η γη βλάσταινε,…» Σελ. 170

«…ποιος θα τον προστάτευε από τον κόσμο, δεν είμαι αυτός,….» σελ. 263

 «…δεν πιστεύω πως θα ‘χει χελιδόνια φέτος , ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου δεν επαρκεί για πουλιά, ίσως κοράκια ή κουρούνες  σε μια κωμόπολη του βουνού, υποδηματοπώλες σε επαρχιακά πανηγύρια, μια γυναίκα να σκύβει στους πάγκους με τα κοσμήματα και ο κύριος Αντούνες πάνω στα ποτάμια στην κατεύθυνση των εκβολών τους…». Σελ.276

«-Δεν βλέπεις ότι κανείς μας δεν υπάρχει;». Σελ. 95

«…δεν πειράζει, ας μας πάρει η θάλασσα, άσ’ το,  τι κάναμε εδώ…» Σελ. 275

21 Μαρτίου 2007

 « Από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα αυτά που έβλεπε δεν ήταν άνθρωποι που έμπαιναν ούτε αυτοκίνητα ανάμεσα στα δέντρα ούτε ασθενοφόρο, ήταν το τρένο πέρα από τα πεύκα, σπίτια, κι άλλα πεύκα και το βουνό στο βάθος  με την ομίχλη να το απομακρύνει απ’ αυτόν, ήταν το πουλί του φόβου του χωρίς κλαδί για ν’ ακουμπήσει τρέμοντας τα χείλη των φτερών του, …» Σελ. 9

ΑΝΤΟΝΙΟ ΛΟΜΠΟ ΑΝΤΟΥΝΕΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΠΟΥ ΚΥΛΟΥΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ  ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ