“Παραμύθια στο Ασανσέρ” – στο θέατρο Κολοσσαίον

Written by

Την πρεμιέρα της παράστασης “Παραμύθια στο Ασανσέρ” για παιδιά αλλά και για μεγάλους, σύμφωνα με το δελτίο τύπου, παρακολουθήσαμε εχθές στο θέατρο Κολοσσαίον. Πρόκειται για την μεταφορά ελληνικών λαϊκών παραμυθιών στη σκηνή, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Τάσου Ράτζου. Η παράσταση έχει- μέχρι στιγμής- παρουσιαστεί σε 12.000 παιδιά, ενώ η γράφουσα την έχει παρακολουθήσει και βιντεοσκοπημένη στο κανάλι της Βουλής.

Η εντύπωση που αποκόμισα από την βιντεοσκοπημένη παράσταση ήταν σχεδόν ίδια με αυτήν που σχημάτισα από την ζωντανή. Η παράσταση είχε μερικά προβλήματα, που δεν μπορώ να μην τα αναφέρω. Τα θέματα αυτά αφορούν κυρίως τη σκηνοθεσία του κ. Ράτζου. Στην παράσταση παρουσιάζοταν συνολικά πέντε παραμύθια. Δυστυχώς, κάποια δεν “πέρασαν στο κοινό” – όπως για παράδειγμα “Ο κυρ- Λάζαρος κι οι δράκοι”, που μετά την μέση του παραμυθιού αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Αλλά και στα υπόλοιπα παραμύθια, διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν με τον τρόπο παρουσίασης έμενε τελικά στο κοινό ο μύθος, ή έμεναν περισσότερο τα εφέ. Κατά την προσωπική μου άποψη, ο πιο ενδιαφέρων μύθος ήταν ο τελευταίος , “Τα Αντερουλάκια”. Αυτό το παραμύθι είχε και την πιο ξεκάθαρη παρουσίαση.

Το πρόβλημα με τα άλλα παραμύθια δημιουργήθηκε από ποικίλλες αιτίες, όπως είναι το ότι οι ηθοποιοί επειδή δεν χρησιμοποιούσαν μικρόφωνα ακούγονταν πολύ δύσκολα από τους θεατές, το γεγονός ότι πολλά ετερόκλητα στοιχεία μπλέκονταν υπό την ομπρέλα της “γενικής μεταφοράς” πράγμα που θεωρώ ότι δημιουργούσε τελικά σύγχυση. Επίσης, θεωρώ περίεργο το να “πετάς” ξαφνικά έξω από τη σκηνή το ασανσέρ (που είναι πολύ ωραίο εύρημα όντως), να “καθαρίζεις” με μια φράση του τύπου “κι αποφάσισαν να δραματοποιούν μύθους για παιχνίδι” κι έπειτα να αλλάζεις τελείως τον τρόπο αφήγησης και να αναγγέλεις τα ονόματα των παραμυθιών. Εκείνο όμως που δεν μπορούσα να δεχτώ με τίποτα ήταν κάτι άναρθρες κραυγές που έβγαζαν οι ηθοποιοί (κυρίως στο παραμύθι του κυρ-Λάζαρου) για να μην επαναλάβουν τα λόγια του αφηγητή. Καλύτερα να ήταν μόνο σκιές.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Ιωάννα Στεφανοπούλου. Όλα καλά και με τα δύο, χωρίς βέβαια να είναι κάτι το εξαιρετικό – εκτός από τα πρώτα στο ασανσέρ. Αναρωτιέμαι, όμως, αν ήταν δική της ιδέα αυτή η εναλλαγή των χρωμάτων ως φόντο. Άλλοτε μας τύφλωνε, άλλοτε έκαιγε τα πάντα, ήταν και λίγο αντιαισθητικό. Ο Θοδωρής Παπαδημητρίου, ο μουσικός της παράστασης, προτίμησε να μην χρησιμοποιήσει μουσική ενιαίου ύφους. Έστω ότι δεν μας πειράζει αυτό, τουλάχιστον ας ήταν όλες οι μουσικές στην παράσταση πρωτότυπες. Στην παράσταση παίζουν πέντε νέοι ηθοποιοί (Κρίκος Δημήτρης, Κωχ Αλέξανδρος, Μισχοπούλου Ελένη, Ορφανού Μαρία, Τζίκα Ιωάννα) που κινήθηκαν στο ρυθμό που υπαγόρευε η σκηνοθεσία και είχανε μερικές καλές στιγμές, αλλά πιστεύω πως η γενικότερη προσπάθειά τους χάνονταν λόγω του χώρου.

Τείνω να πιστέψω πως αν η παράσταση παρουσιαζόταν σε ένα θέατρο μικρότερο ή ακόμη και σ’έναν χώρο όχι καθαρά θεατρικό θα μας άφηνε πολύ καλύτερες εντυπώσεις. Το “Κολοσσαίον” έχει μια τεράστια σκηνή και είναι πιο εύκολο να “καταπιεί” τις παιδικές παραστάσεις που δεν έχουν τις παραγωγές ενός κρατικού θεάτρου (ενίοτε).