“Πατριδογνωσία ή Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη” – Black Box

Written by

Την πρεμιέρα της παράστασης με τον ευφάνταστο και ιντριγκαδόρικο τίτλο “Πατριδογνωσία ή Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη” παρακολουθήσαμε στον νέο χώρο του Black Box. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου πρόκειται για μια πολιτική επιθεώρηση τσέπης με τον Γεράσιμο Γεννατά και δύο μουσικούς, τον Βασίλη Μπαμπούνη στην κιθάρα και το τραγούδι, και την Φυλένια Σπαχή στο βιολοντσέλο.

Δεν θα κρύψω την απογοήτευσή μου από αυτό που παρακολούθησα. Εμπιστευόμουν τον Γεννατά ως ηθοποιό, εμπιστευόμουν και την κρίση του και την ευφυία του σε θέματα πολιτικής σάτιρας ή καυτηριασμού, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό που φταίει κι η παράσταση έγινε τόσο βαρετή. Νομίζω πως ήταν λανθασμένη η επιλογή (μπορεί και η συγγραφή) των κειμένων αλλά και η σκηνοθεσία του Θανάση Χαλκιά, η οποία ήταν παιδαριώδης (του στυλ κινούμαι μια δεξιά – μια αριστέρα από το βίντεο).

Τα κείμενα ήταν μια σύνθεση από Μπρεχτ, Μαγιακόφσκι, Έλιοτ, Λασκαράτο, Ξενοφώντα, Θουκυδίδη, Γαλίτη και Γεννατά. Το κυριότερο πρόβλημα από την σκηνική τους παρουσίαση ήταν ότι αισθανόμουν ότι δεν άγγιζαν, δεν αφορούσαν, δεν είχαν κάτι να πουν σε κανέναν από το κοινό. Θεωρώ, επίσης, ξεπερασμένα κάποια κείμενα όπως πχ. Τον Κύριο Κ. και τους Καρχαρίες του Μπ. Μπρεχτ. Τόσο πολύ έτοιμη τροφή στην εποχή μας; Τόσο πολύ; Ή υπήρχαν κάποια άλλα κείμενα που πραγματικά δεν καταλάβαινες τι ήθελε να πει ο ηθοποιός, και τότε ή αποφασίζεις να πεις ότι αυτό που βλέπω δεν έχει κανένα νόημα ή αποφασίζεις να πεις ότι πρόκειται για φόρο τιμής στον μονόλογο του Λάκυ από το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Εξαρτάται πόσο καλοπροαίρετος είσαι.

Ανυπόφορος διδακτισμός και ανυπόφορες μούτες στα τραγούδια ενδιάμεσα των κειμένων. Αισθανόμουν σαν να ήμουν λίγο μετά την μεταπολίτευση, ενώ ταυτοχρόνως υποτιμούν και την σκέψη μου και το μυαλό μου. Αν έλειπαν, ίσως και να σωζόταν η παράσταση, όμως τώρα ενέτειναν στη δημιουργία μιας βαρετής ατμόσφαιρας.

Τα μόνα σημεία της παράστασης που είχαν πραγματικό ενδιαφέρον και το κοινό καθηλώθηκε ήταν εκείνο το πεντάλεπτο που ξεκίνησε με το ξεφύλλισμα του ημερολογίου και όπου ο Γεράσιμος Γεννατάς ήταν πολύ αληθινός, πολύ πειστικός, γεμάτος με πάθος. Και στην συνέχεια, όσες φορές αυτοσχεδίασε και μίλησε με το κοινό, η παράσταση ζωντάνεψε. Νομίζω πως το έχω ξαναπεί και το πιστεύω ακόμη, πως σε τέτοιου είδους παραστάσεις πρέπει να εντάσσεις με κάποιον τρόπο το κοινό μέσα σ’ αυτό που κάνεις.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Θάλεια Ιστικοπούλου. Ενδιαφέρουσες προτάσεις με μικροαντικείμενα και μια σκαλωσιά που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολύ περισσότερο. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Καμμά ήταν μάλλον λειτουργικοί αν και κατά διαστήματα δεν επέτρεπαν τον ηθοποιό να κινηθεί εκτός των ορίων του, αν και το σώμα του είχε την διάθεση αυτή. Ο σχεδιασμός του βίντεο από τον Γιάννη Λεοντάρη, θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι λίγο πιο προσεγμένο ώστε να μην υπάρχουν στιγμές που σταματάει και ξαναξεκινάει, ή εμφανίζεται για δεύτερη φορά χωρίς λόγο η τράπεζα.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση που κρατάει περίπου δύο ώρες, άλλοτε δεν σου λέει τίποτα και άλλοτε σου λέει όσα ήδη ξέρεις, έχει ελάχιστες αναλαμπές, χαραμίζει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Γεράσιμου Γεννατά και κουράζει με τα συνεχή ιντερμέδια που θυμίζουν τέλη της δεκαετίας του ‘7ο. Δυστυχώς, η παράσταση δεν είναι τόσο σύγχρονη όσο θα ήθελε να είναι.