Πέερ Γκυντ: ” η λογική βγήκε εκτός εαυτού”

Written by

Το αριστουργηματικό έπος του Ερρίκου Ίψεν ανεβάζει για πρώτη φορά το ΚΘΒΕ στη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Πρόκειται για ένα παραμύθι, ή μάλλον για πολλά παραμύθια μέσα σ’ ένα παραμύθι που κυριαρχείται μεν από την νοοτροπία και τις εικόνες του βορρά (εύκολα αναγνωρίσιμες) αλλά δεν είναι και ξένες ως προς την ελληνική πραγματικότητα, κυρίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων.

Το έργο παρουσιάστηκε σε μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία του Γιώργου Ξενία. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη προσπάθησε να αναδείξει το ονειρικό και το φαντασιακό στοιχείο έναντι του ρεαλιστικού και τα κατάφερε μια χαρά. Ο  Μαργαρίτης μπόρεσε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, να αναδείξει τα κωμικά στοιχεία, να φτιάξει εξαιρετικές εικόνες και να επιστρατεύσει πληθώρα (αιτιολογημένων, κι όχι άσκοπων) ευρημάτων. Ιδιοφυής η ιδέα με το “ζωντανό” ρολόι, με τους φακούς, με τους επίσης “ζωντανούς” ήχους, καθώς και η πρώτη εμφάνιση των τρολ στο πίσω μέρος της σκηνής. Παρεπιπτόντως, να προσθέσω ότι η σκηνή αυτή ενώ ξεκινάει δυναμικά, στο τέλος θα μπορούσαμε να πούμε ότι “ξεφουσκώνει”. Βοηθοί σκηνοθέτη ο Γιάννης Παρασκευόπουλος κι ο Μανώλης Φουντούλης.

Τα σκηνικά της Αγνής Ντούτση και τα κοστούμια του Δημήτρη Κακριδά ήταν το κάτι άλλο. Πολύ πλούσια τα σκηνικά, πολύ πλούσια η παραγωγή δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου. Τι ανεμόμυλοι, τι πλοία και τι άλλο ακόμα δεν εμφανίστηκε μπροστά μας. Εξαιρετικοί και οι φωτισμοί που επιμελήθηκε ο Αλέκος Αναστασίου απέδειξαν πως στο θέατρο τα φώτα είναι ένας από τους πρωταγωνιστές. Την κίνηση, η οποία ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, εκτός ίσως από την πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης που η μηχανιστική κίνηση δεν έδινε ωραίο αισθητικά αποτέλεσμα, επιμελήθηκε η Αμαλία Μπένετ. Η μουσική υπόκρουση είχε κάποια προβλήματα θεωρώ. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που ακούγεται και κατά πόσο ταιριάζει. Την μουσική για την παράσταση έγραψε ο Δημήτρης Οικονομάκης, ενώ τους στίχους των τραγουδιών ο ίδιος μαζί και με τον Γιώργο Ξενία.

Ίσως το μόνο μειονέκτημα της παράστασης να είναι η υποκριτική, ήταν όμως όλοι οι ηθοποιοί μέσα στην ίδια λογική πράγμα που ίσως σημαίνει ότι ήταν οδηγία του σκηνοθέτη. Ακόμη κι έτσι να είναι, πρέπει να πω πως αν μη τι άλλο δεν φαίνονταν ειλικρινείς. Από τον 27μελή θίασο θα ξεχώριζα την Χρυσάνθη Δούζη, κυρίως για την τελευταία της σκηνή, τον Θάνο Φερετζέλη για την γενικότερη παρουσία του και τον Γιώργο Σφυρίδη για το ρόλο του ως παράξενος ταξιδιώτης.

Πρόκειται τελικά για μια παράσταση που αξίζει κανείς να δει, αρκεί να είναι προετοιμασμένος γιατί η παράσταση διαρκεί περίπου τρεις ώρες κι η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν και μερικά κουραστικά σημεία, ιδίως στο πρώτο μέρος, σε αντίθεση με την καθηλωτική τρίτη πράξη.

Είναι ένα παραμύθι κι ένα παραμύθι απευθύνεται σε όλους.