“Πέρσες”, στο θέατρο Δάσους * 3η κριτική

Written by

Την τελευταία παράσταση των Περσών, πριν ξεκινήσουν την περιοδεία τους ανά την Ελλάδα, παρακολουθήσαμε χθες βράδυ από το ΚΘΒΕ στο θέατρο Δάσους.

Οι Πέρσες είναι μια τραγωδία γραμμένη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και πολλοί ερμηνευτές του Αισχύλειου έργου καθώς και ιστορικοί ισχυρίζονται πως ο στόχος του Αισχύλου ήταν να γράψει ένα αντιπολεμικό έργο, ώστε οι Αθηναίοι να αντιληφθούν – με μη διδακτικό τρόπο – ότι ο πόλεμος μόνο συμφορές μπορεί να φέρει. Η αλήθεια είναι πως στην παράσταση που είδαμε δεν μου πέρασε κανένα τέτοιο μήνυμα, αλλά δεν μου πέρασε και οποιοδήποτε μήνυμα έτσι κι αλλιώς, γιατί στο σύνολό της ήταν μια αδιάφορη παράσταση. Και θα εξηγηθώ παρακάτω.

Η σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη μπορεί να είχε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία και τρικς, όπως πχ την ξαφνική εμφάνιση του βασιλιά Δαρείου που αποδύεται τη νεκρική του στολή αλλά αισθάνθηκα πως ενδιαφέρθηκε μονάχα για την αισθητική εικόνα της παράστασης, αυτό που προσωπικά αποκαλώ, φωτογραφική σκηνοθεσία. Δεν υπήρχε ψυχή στην παράσταση, πάθος, ζωντάνια. Ήταν κάτι πολύ μηχανικό αυτό που είδαμε, και μάλιστα όχι τόσο άρτια δουλεμένο. Ενώ υπήρχαν, δηλαδή, κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες με τον χορό να καρφώνει μαχαίρια στη σκηνή που ταυτόχρονα λειτουργούν και ως σταυροί δημιουργώντας ένα σκηνικό νεκροταφείου ( δική μου, χριστιανική ερμηνεία αλλά αυτήν την αίσθηση μου έδωσε) , ταυτοχρόνως οι κινήσεις του χορού ήταν άψυχες, δεν υπήρχε εσωτερική ανάγκη να το κάνουν αυτό, τους έβλεπες (ειδικά κάποιους) να περιμένουν με το σπαθάκι τους υψωμένο πότε θα τελειώσει η ατάκα για να το καρφώσουν. Επίσης, μου δόθηκε η εντύπωση πως δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ερμηνείες των ηθοποιών και μου κακοφάνηκε το ότι η Άτοσσα π.χ. είχε στοιχεία από το θέατρο Νο και βάδιζε αργά αργά και με πόζα ενώ με το που άγγιξε τον γιο της, τον Ξέρξη, εκείνος σηκώθηκε αμέσως (και άγαρμπα) διαλύοντας κάθε ατμόσφαιρα. Ωστόσο, μου άρεσαν ιδιαίτερα όλα αυτά τα φωνητικά παιχνίδια που έκαναν οι ηθοποιοί. Βοηθός σκηνοθέτη είναι ο Γιάννης Παρασκευόπουλος.

Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα ήταν ταιριαστά με την παράσταση – αδιάφορα. Ποτέ δεν κατάλαβα, επίσης, για ποιο λόγο υπήρχαν αυτές οι κορδέλες στα πλάγια του τάφου του Δαρείου. Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ τα βρήκα λειτουργικά και ταιριστά, γι’ ακόμη μια φορά. Η μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη ήταν από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης, για να μην πω το καλύτερο. Την χορογραφία, σε συμπαγή ενότητα με την παράσταση, επιμελήθηκε ο Κώστας Γεράρδος. Τους φωτισμούς έκανε ο Λευτέρης Παυλόπουλος, την δραματουργική ανάλυση ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος.

Περνώντας στους ηθοποιούς εκείνος που ξεχώρισε ήταν ο Άκης Σακελλαρίου στο ρόλο της Άτοσσας. Οι υπόλοιποι (Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Γιώργος Κολοβός) ήτανε  ή ψεύτικοι ή ένιωθες σαν να παίζανε πρώτη φορά. Ναι, κι ο Γιάννης Φέρτης στο ρόλο του Δαρείου, έχει ένα δικό του προσωπικό βάρος μετά από τόσα χρόνια παρουσίας, ωστόσο δεν μπορούσες να πεις ότι έπαιζε, αλλά ότι μιλούσε. Επιπλέον, μου κάνει εντύπωση η ενοποιημένη υποκριτική ανάμεσα στον χορό (Πέρσες γέροντες που ΔΕΝ πήγαν στον πόλεμο) και αγγελιαφόρος και Ξέρξης (νέοι που πήγαν στον πόλεμο). Δεν μπορεί όλοι να έχουν το ίδιο πάθος, τον ίδιο τόνο, είναι άλλοι άνθρωποι, έχουνε ζήσει άλλα πράγματα. Τον χορό απαρτίζουν οι Απόλλων Δρικούδης, Δημήτριος Δρόσος, Νίκος Καπέλιος, Δημήτριος Καραβιώτης, Θανάσης Κεραμίδας, Νίκος Μαραγκόπουλος, Σπύρος Σαραφιανός, Βασίλης Σπυρόπουλος, Χρίστος Στυλιανού, Νίκος Τουρνάκης, Στέλιος Τράκας, Γιάννης Χαρίσης, Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Γιώργος Ψυχογυιός.  Οι Νύφες του Πένθους ( Λαμπρινή Αγγελίδου, Μομώ Βλάχου, Κλειώ – Δανάη Οθωναίου) ήταν κάτι το περιττό για μένα, οι φωνές τους θα αρκούσαν.

Φεύγοντας από το θέατρο μετά το τέλος της παράστασης αναρωτιόσουν γιατί κι αυτή η παράσταση “πέρασε και δεν ακούμπησε” . Δεν ήταν μια κακή παράσταση, αλλά ήταν μια αδιάφορη παράσταση, μια παράσταση που δεν χρειαζόταν να έχει ανεβεί. Δεν είχε τίποτα να προσφέρει όσον αφορά την ερμηνεία του κειμένου ή κάτι νέο σκηνοθετικά, παρά μόνο εφέ. Ωραία, είναι τα εφέ, όλοι θέλουμε να εντυπωσιαστούμε αλλά  – που να πάρει – το θέατρο θέλει και λίγο ψυχή. Είναι ζωντανός οργανισμός, δεν μπορεί να ζήσει και να σταθεί μόνο με φτιασίδια και ψιμμύθια.

Γράφει η Ιωάννα Λιούτσια