Πέρσι το καλοκαίρι

Written by

Οι φράουλες μπήκαν στο ψυγείο, τα ποδήλατα βγήκαν από την αποθήκη, πήραμε παγωτό να υπάρχει στην κατάψυξη, αερίσαμε και τα καλοκαιρινά ρούχα. Ήρθε το καλοκαίρι σου λένε.

Έτσι τώρα, κάθε απόγευμα παίρνω το ποδήλατο και πάω μέχρι τον φάρο στην άκρη της παραλίας και κάθομαι. Βλέπω τα κύματα πώς πλησιάζουν τους βράχους, το ηλιοβασίλεμα και τους ψαράδες και θυμάμαι εκείνο το σπίτι της φίλης μου στην Τήνο. Σ’ εκείνο το όμορφο χτιστό μπαλκονάκι. Καθόταν η φίλη μου και έβλεπε το Αιγαίο κι απέναντι τη Σύρο. Και το βράδυ το φεγγάρι τεράστιο και φωτεινό κι ένιωθες τόσο μικρός και ανέμελος μπροστά του. Σ’ ένοιαζε μόνο η θάλασσα, τα αστέρια κι απέναντι η Σύρος. Κουβέντες, βιβλία δίπλα στο περβάζι, ένα τσιγάρο, ένα μαρμάρινο τασάκι και το μέγεθος του κόσμου. Σου αρκούσαν για να περάσεις. Δεν ήθελες κάτι άλλο. Ποτέ δε θέλεις κάτι άλλο όταν είσαι περιτριγυρισμένος από όλα αυτά τα απλά, τα καθημερινά. Κι είναι τέτοια η ένταση και το μέγεθός τους που ώρες ώρες δεν μπορείς να το συλλάβεις. Σου ‘ρχεται να τρέξεις πανικόβλητος και να πεις παντού «δες εδώ λέμε ιστορίες και βλέπουμε φεγγάρι και θάλασσα και τα ‘χουμε όλα και..» αλλά αδύνατον. Είσαι καθηλωμένος και το μυαλό σου σκόρπιο και μπορεί να μην το ζεις εκείνη τη στιγμή στο 100% αλλά η ανάμνηση είναι στο χίλια.

Και τα αστέρια. Κάθε βράδυ εκείνα τα αστέρια του Αιγαίου, που δεν έχεις δει άλλα παρόμοια. Πού πάνε όλα αυτά τα αστέρια; Πού χάνονται κάθε φορά που τα έχεις ανάγκη; Κάθε φορά που θες να κοιτάξεις πάνω και να ηρεμήσεις τον πανικό σου; Έρχονται μια στο τόσο, σου υπενθυμίζουν την απλότητα της ομορφιάς, τα πάντα που είχες και δεν το ήξερες και ξαφνικά χάνονται, χάνονται και τα πάντα κι αναρωτιέσαι φέτος το καλοκαίρι ποιος θα κάτσει σ’ εκείνο το μπαλκονάκι τώρα που η φίλη έφυγε; Ποιος θα μας πει ιστορίες και ποια βιβλία θα μοιραστούμε; Κι έτσι νυχτώνει εκεί στο φάρο και αποφασίζω να πάρω το ποδήλατο και να γυρίσω πίσω.
Ήρθε το καλοκαίρι λένε.
γράφει η Τατιάνα Χριστιανούδη