Πέτρος Μαλαμίδης, Στοχασμοί σ’ ιερό θαλασσόκηπο (2015) *κριτική

Written by

Η ποιητική σύνθεση Στοχασμοί σ’ ιερό θαλασσόκηπο του Θεσσαλονικιού ποιητή Πέτρου Μαλαμίδη είναι ένα έργο που κυκλοφόρησε το 2015 σε δίγλωσση έκδοση, στα ελληνικά και στα ισπανικά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι έγινε παρουσίασή του στην Έκθεση Βιβλίου της Μαδρίτης, όπου έλαβε το βραβείο “Escriduende” στην κατηγορία Καλύτερου μεταφρασμένου έργου. Είναι ένα έργο πρωτότυπο τόσο για την πυκνότητα των στίχων του όσο και για την εναλλαγή τους με πεζό λόγο. Οι στοχασμοί δεν είναι παρά οι σκέψεις του ποιητή-θαλασσοπόρου «Πλώρη βάζω για ταξίδι μακρινό» που έχουν ένα στόχo: να αγγίξουν την ιερότητα  ενός θαλασσόκηπου ή να αγγίξουν τον θαλασσόκηπο για να φθάσουν στο ιερό. Η θάλασσα, το υγρό στοιχείο, είναι το σημείο αναφοράς του ποιητή που μεταμορφώνεται, αποκτά υπόσταση μέσα από τους στίχους του.

petros malamidis madriti

Ο Πέτρος Μαλαμίδης παρουσιάζει το έργο του

Πέτρος Μαλαμίδης – «Στοχασμοί σ’ ιερό θαλασσόκηπο»
Δίγλωσση έκδοση ελληνικά-ισπανικά
Μετάφραση: Βασιλική Ρούσκα & Emmanuel Vinader
Εκδόσεις Sial Pigmalión – Μαδρίτη, 2015

Το βιβλίο ξεκινά με μια διαπίστωση ή και παραίνεση προς τον αναγνώστη, πως  «θέλει άλλα μάτια για να δεις τ’ αόρατο», εννοώντας μάλλον τα μάτια των αισθήσεων, τα μάτια της ψυχής στα οποία δεν υπάρχουν σταθερές και σύνορα. Το αόρατο μπορεί να είναι και το θείο απέναντι στο οποίο ο ποιητής νιώθει τυφλός «Πετάχτηκα απ’ των λυγμών τις ρίζες τυφλός». Η θέαση του θείου προϋποθέτει την πίστη αφού «Και χωρίς μάτια και χωρίς αυτιά Θεός υπάρχει».

Το στοιχείο του έρωτα εμφανίζεται σαν ευλογία από τη στιγμή  της Δημιουργίας «Ξεκίνησα απ’ της ζωής το δέντρο στωικά/ και βρέθηκα στου έρωτα τον τρυφερό βλαστό./ Κι εκεί έμεινα. Ζωντάνια γιομάτος.». Από τη στιγμή αυτής της δωρεάς φωτίζεται ο κόσμος του ποιητή «κάτι μέσα μου σβήνει για πάντα./ Όχι το φως, το σκοτάδι». Ο έρωτας με το ποιητικό εσύ είναι αιώνιος και άχρονος «εσύ κι εγώ κι ένα χάδι μονάχα/ στο τώρα στο πάντα στο χθες», «Εσύ στο τώρα, στο πάντα εσύ,/ με λιτό χαμόγελο ν’ απλώνεις μανδύα- τον έρωτα». Ο έρωτας είναι ένα ποιητικό θαλασσινό εσύ «στης ψυχής μου το βαθύμετρο Συ εισ’ ο πυθμένας», «Βούτηξα στου κορμιού σου την λυγερή αντίσταση/ κι αναδύθηκα νικητής/ με το ροδόνερο της νιότης στις αγκάλες.», «καθώς θάλασσα θε να ’ναι η ψυχή σου», «Έτσι σ’ έπλασ’ ο Θεός- θαλασσινή», «Να βουτήξω/ Να χιμήξω/ Ν’ αγγίξω τον πυθμένα των χειλιών σου». Η γυναικεία παρουσία είναι πρόσωπο θαλασσινό, ποιητικό, εξιδανικευμένο για τον ποιητή, γίνεται ρευστή και διάφανη στις αισθήσεις του καλώντας τον να την ανακαλύψει. Εκτός όμως από τη θαλασσινή η γυναίκα έχει κι άλλη ιδιότητα που είναι αυτή του άνθους και της καρποφορίας «Και ν’ άνθιζες ολάκερη λεμόνι/ Πάνω σε κύμα που τραβά μ’ ορμή το χώμα/ Σε βάρκα εγώ/ Που θα κατηύθυνα της θλίψης το τρελό τιμόνι/ Στην άνοιξη που έσπειρα/ Στ’ ολάνθιστό σου σώμα.», είναι ένας κήπος έτοιμος ν’ ανθίσει, είναι ένας «θαλασσόκηπος».

Σκιά στη ζωή του ποιητή αποτελεί η ανάγκη του για αυτοπροσδιορισμό «Και να τι βλέπω: εμένα. Και να ποιός είμαι, είμαι εγώ:/ Δίπλα στου τόπου ετούτου το Μέγα Δένδρο/ ένα λουλούδι τοσοδούλικο που δεν υπάρχει». Είναι η γυμνότητα του ανθρώπου, η αδυναμία να διαχειριστεί την ελευθερία του «Και να ’ξερα από πού άρχισ’ ο δρόμος ο αγύριστος που τράβηξα! Με της γύμνιας μου την αδυναμία θάρρεψα να ζήσω λεύτερος κι ευθύς ένας λαβύρινθος με κάλεσε». Υγρή είναι η περιπλάνηση του ποιητή «Τι πνιγηρό, για άλλους να ’μαι ωκεανός κι αυτοί για με το κύμα! Μα πού στεριά για να πατήσω;». Αυτή η υγρή περιπλάνηση δημιουργεί στον άνθρωπο αβεβαιότητα στην καθημερινότητά του «Στα ίδια λάθη, στην ίδια γνώση, σε άλλο χρόνο, τον ίδιο, διαρκώς να φεύγει, μαζί κι εγώ, αέναα περιπλανώμενοι σ’ ένα ταξίδι, για πού δεν ξέρω, κανείς δεν ξέρει» οδηγώντας τον στη μελαγχολία «Τι πορεία παίρνει ξαφνικά του ανθρώπου η ‘ευθυτενής ξερογνωσία’ και τα όνειρα, τα μελένια, μεμιάς αναπροσαρμόζονται στις απαιτήσεις μιας γενικευμένης μελαγχολίας!». Σαν επακόλουθο αυτής της περιπλάνησης που μπορεί να αποβεί μάταιη έρχεται ο πόνος της μοναξιάς «μ’ αγγίζει η μοναξιά όπως η σφήγκα/ κεντρίζει τον εχθρό της», «Άλλο δε νογώ./ Τα μάτια ανοίγω./ Τα μάτια κλείνω./ Κι είμαι μόνος.», «Τον κόσμο ψάχνω, και δεν είμαι μόνος, τον κόσμο που δεν θα ’μαι ξένος στον χάρτη του εφικτού».


Ελπίδα και διέξοδο για τον ποιητή-θαλασσοπόρο αποτελεί ένα φως, το φως του έρωτα «Αχ, και να ’βλεπα στα μάτια σου το φως!/ Σε τούτο το γυμνό ταξίδι/ ευθύς θα βουτούσα στο λιγοστό κορμί σου/ ν’ αρπάξω τις απέραντες του έρωτα ακτίνες.». Η αναμονή του έρωτα είναι φανερή «Περίμενα απ’ την πέρα όχθη να φανείς./ Πού να ’σαι;». Ο έρωτας είναι ιερός αφού στη συνάντηση των δύο προσώπων γίνεται προσευχή «Μονάχος εγώ να κολυμπώ- Μια φλόγα στο νερό εσύ/ Κι οι δυο μαζί αγάπης προσευχή». Ο ποιητής αναθαρρεί κι ελπίζει «Και μια χούφτα θωρώ τον κόσμο, όπως είναι,/ με τα χέρια σφιχτά δεμένα σ’ όνειρο/ όπως θέλω να ’ναι τον κοιτώ/ κι έτσι είναι/ και δε γελιέμαι.».

malamidis petros

Ο συγγραφέας με τους μεταφραστές του έργου

Η γενική αποτίμηση στην οποία καταλήγει ο ποιητής είναι η ιερότητα του έρωτα: «Είν’ η ζωή ολάκερη, θαρρείς πως τίποτε άλλο δε πρέπει να μετρά, είν’ η ζωή ολάκερη, έτσι απλά, μαγεία, Θεός, μαγεία κι ο έρωτας, ο ιερός, και τίποτ’ απ’ αυτά, και όλα αυτά μαζί στη νιοστή, τη μόνη πράξη που νογά η ψυχή μου, μονάχα αυτή.». Σε όποια μελαγχολία, σε όποια μοναξιά ή θλίψη βρεθεί ο άνθρωπος ο θαλασσοπόρος προτείνει ό,τι και η Α’ Προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου από την Καινή Διαθήκη ή αλλιώς το 13ο κεφάλαιο γνωστό και ως ο ύμνος της αγάπης, πίστη ελπίδα και αγάπη «Με πίστη άγγιξα, μ’ ελπίδα πότισα/ το ’να στη μέση της ζωής δένδρο/ κι αχνά ξεπρόβαλε απ’ τα κλαδιά/ Αγάπη/ ν’ αγναντεύει ξάστερη/ το θολό της ψυχής μας πέλαγο.». Ακόμη και μπροστά στον θάνατο πιο ισχυρή είναι η αγάπη, η μόνη σταθερά στο χρόνο και τη φθορά «Τότε ήταν που παραμύθι γίνηκ’ η ζωή/ κι έρωτας ξύπνησα λουσμένος ευτυχία/ κι απ’ την λήθη του κόσμου, την απάνθρωπη,/ Μνήμη Αγάπης.».

cityculture.gr / γράφει η Βασιλική Ρούσκα