Πλατεία Διαμαντιού της Μερσέ Ροδορέδα, βιβλιοκριτική

Written by

ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΟΥ: πρόλογος-εισαγωγή με τα λόγια της Μερσέ Ροδορέδα (1982). Επίμετρο με το άρθρο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην El Pais (1983). «…αλλά για μένα ήταν η πρώτη φορά που  μίλησα με μία λογοτεχνική δημιουργό που αποτελούσε ζωντανό αντίγραφο των χαρακτήρων της». Σελ. 236

Μελαγχολικά τρυφερό μυθιστόρημα, εστιάζει στον αθώο πυρήνα  των νεανικών  ονείρων, των παρορμητικών διαθέσεων,  των προσπαθειών επιβίωσης σ’  έναν  κόσμο αντιθέσεων  σε μια γειτονιά της Βαρκελώνης την δεκαετία του ‘30.  Μυθιστόρημα εσωτερικών κραδασμών και ευαίσθητης υπερδιέγερσης, καταγράφει  με καταιγιστικό ρυθμό τις διαστάσεις   μιας εποχής με  το σπέρμα της επανάστασης.

Γύρω  από έναν μικρό πυρήνα ανθρώπων εστιάζει η συγγραφέας, αποτυπώνοντας κυρίως τις εσωτερικές σκέψεις και παρατηρήσεις της κεντρικής ηρωίδας. Στην  οπτική αυτής της  ματιάς φιλτράρεται η καθημερινότητα της ζωής  στην πόλη.  

Δύο νέοι γνωρίζονται σ’ ένα χορό στην πλατεία Διαμαντιού. Η  Νατάλια και ο  νεαρός Κιμέτ  θα γίνουν ζευγάρι. Εκείνος θα της δώσει το όνομα Κολομέτα. Η ζωή τους θα αλλάξει από διάφορα γεγονότα και συμβάντα. Το σπιτικό τους, θα γίνει το αλλόκοτο σκηνικό ανοίγματος προς τον κόσμο κυρίως για την νεαρή γυναίκα και μητέρα δύο παιδιών, την εξιστόρηση της οποίας  καταγράφει με τρόπο ιδιαίτερο η συγγραφέας του βιβλίου.

Η Νατάλια εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο. Πηγαίνει να διασκεδάσει στην γιορτή της Γκράσια και εκεί συναντά το πεπρωμένο της στο  πρόσωπο του ανήσυχου, παρορμητικού  και γκρινιάρη  Κιμέτ, ο οποίος την παντρεύεται και εκείνη τον ακολουθεί υποτακτικά. Ο άντρας της εκτρέφει περιστέρια στην ταράτσα του σπιτιού τους, δυσκολεύοντας τη ζωή της οικογένειάς του. Οι πολιτικές εξελίξεις θα επηρεάσουν τη ζωή του ζευγαριού και ο Κιμέτ θα φύγει στον πόλεμο. Η Νατάλια θα αναζητήσει δουλειά ως υπηρέτρια σε σπίτια.  Ο  καθημερινός της αγώνας και οι εσωτερικές της αγωνίες περιγράφονται  με την ειλικρίνεια ενός παιδιού. Θα  πληροφορηθεί τον θάνατο του Κιμέτ. Της  επιστρέφεται ως αποδεικτικό το ρολόι του, το οποίο εκείνη σκέφτεται να  φυλάξει για τον γιο τους ως μια ανάμνηση από τον πατέρα του. Η ζωή της ως εργαζόμενη και  μητέρα δύο παιδιών σε μια εποχή ταραγμένη πολιτικά, δυσκολεύει  και αναγκάζεται να πουλήσει σχεδόν όλα τα υπάρχοντα χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα του νοικοκυριού της. Όταν η απελπισία της κορυφωθεί και η ματιά της θολώνει, σκέπτεται ως μόνη διέξοδο την αυτοκτονία για τα παιδιά και εκείνη.  Ένα  τυχαίο γεγονός ακριβώς την στιγμή που αγοράζει το δηλητήριο, αλλάζει την ζωή της  δίνοντας μια ευκαιρία στα παιδιά της να μεγαλώσουν και να ζήσουν μια κανονική ζωή, στο πλάι του  μεγάλου σε ηλικία  μαγαζάτορα τον οποίο παντρεύεται ύστερα από την πρόταση γάμου που της απευθύνει. Η ζωή της αλλάζει. Σταδιακά καταβάλλεται από βασανιστικές σκέψεις και μια εσωτερική ανησυχία την κρατάει στο περιθώριο κατατρώγοντας την ενεργητικότητά της και ενεργοποιώντας την απομόνωση και την απαισιόδοξη οπτική ζωής υπό το βάρος των αλλαγών, του χρόνου που περνάει  και των αναμνήσεων που κρατάει μέσα της.

Γραφή πυκνή και ιδιαίτερη, με εστίαση στην κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, η οποία με καταιγιστικές σκέψεις αναλύει όλα όσα συμβαίνουν γύρω της  με τρόπο σπαρακτικό και λεπταίσθητο. Οι πλάγιοι διάλογοι αναπαράγονται με φυσικότητα  από την Νατάλια, δίνοντας στη ροή της αφήγησης την εντύπωση της πολυεστιακής εκδοχής.

Πίσω από την εξιστόρηση των δεινών της καθημερινότητας και του αγώνα της ζωής μιας γυναίκας άσημης,  σε  μια φτωχογειτονιά της πόλης, την ώρα που σαρωτικές αλλαγές ανατρέπουν το πολιτικό σκηνικό, καταγράφεται ως χρονικό και μαρτυρία ανάμνησης η ζωή μιας περασμένης εποχής. Σχολιάζεται  η  κοινωνική θέση της γυναίκας ιδωμένη στην διάσταση ταξικών φυλετικών ανισοτήτων, ιδεολογιών και νοοτροπιών, περιορισμών και κανόνων. Ο αντίκτυπος των γεγονότων δίνεται με έναν τρόπο ψυχογραφικής ενάργειας, μέσα από το βίωμα της ζωής και την  ματιά μιας γυναίκας στο όριο της τρέλλας.

Με τρόπο βιωματικό και εξομολογητικό περιγράφεται η καθημερινότητα της ζωής και ο μοναχικός αγώνας της ευαίσθητης ηρωίδας όπως στοχάζεται το πέρασμα του χρόνου στις ζωές των  ανθρώπων και τη δική της εποχή της νιότης. Η  υποταγμένη Νατάλια μιλάει φυσικά και με προσωπικό ρυθμό, παρασύροντας τον αναγνώστη στην εμπειρία της απόλαυσης των κρυμμένων συστατικών της ιστορίας όπως την  αφηγείται με λεπτές αποχρώσεις η -αδιόρατη πίσω από τις γραμμές- συγγραφέας στον φορτισμένο τόνο της ανάμνησης του παρελθόντος.

Βιβλίο γραμμένο από απόσταση χρόνου και τόπου, με το ζέον υλικό της αλήθειας ενός κόσμου κι ενός καιρού και με τον συγκινητικά άμεσο  τρόπο να ειπωθεί η ιστορία του απλά και καθαρά, ανασυνθέτοντας μια εποχή στις ψυχογραφικές εκτιμήσεις του ασήμαντου προσώπου.

Απαισιόδοξο και  δραματικό στις  σκοτεινές του αναλαμπές,  πληθωρικό από έναν κατακλυσμό σκέψεων και διεισδυτικό στο δυνατό του όραμα,  του αγώνα  επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς  ακόμα κι  όταν χάνεται η ελπίδα και δεν απομένει τίποτα, το βιβλίο καταγράφει καταλυτικά την καθημερινότητα μέσα από στοχασμούς για την ζωή, τον θάνατο, τις επιθυμίες, τα όνειρα.

Η ζωή στην πόλη,  οι δρόμοι, τα καταστήματα, τα σπίτια, οι άνθρωποι, τα επαγγέλματα, οι μυρωδιές και οι ήχοι, συσσωρεύουν εικόνες στο μυαλό της  Κολομέτα κι εκρήγνυνται μέσα της με τρόπο συναισθηματικό  αθροίζοντας  στο σκοτεινό τους βάρος μια αισιόδοξη πινελιά, ιδίως στην τελευταία σκηνή-εικόνα που κλείνει τον κύκλο του βιβλίου.

Αποσπάσματα:

« Μπήκα στην πλατεία Διαμαντιού: ένα άδειο κουτί φτιαγμένο από παλιά σπίτια με τον ουρανό για καπάκι. Εκεί στη μέση είδα να πετούν μικρές σκιές κι όλα τα σπίτια άρχισαν να κουνιούνται σαν να τα είχαν βάλει μέσα σε νερό και κάποιος κουνούσε αργά το νερό κι οι τοίχοι των σπιτιών άρχισαν να τεντώνονται προς τα πάνω και να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο κι η τρύπα του καπακιού μίκραινε κι άρχισε να σχηματίζεται ένα χωνί. (…)…κι ένιωσα έναν άνεμο καταιγίδας να στροβιλίζεται  μέσα στο χωνί, που ήταν πια σχεδόν κλειστό, και με τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο για να σωθώ από κι εγώ δεν ξέρω τι έβγαλα μια κραυγή απ’ την κόλαση. Μια κραυγή που πρέπει να είχα μέσα μου εδώ και πολλά χρόνια,…». Σελ. 226-227 

«Με κοίταξε όπως κοιτάζει κάποιος που χάνεται ανάμεσα στον κόσμο, ανάμεσα στα λουλούδια, ανάμεσα σε τόσα καταστήματα». Σελ. 64

«Έτσι περνούσε ο καιρός, με λίγες σκοτούρες, μέχρι που ήρθε η δημοκρατία κι ο Κιμέτ ενθουσιάστηκε κι έβγαινε στους δρόμους και φώναζε και κρατούσε μια σημαία που ποτέ δεν είχα καταλάβει πού την είχε βρει. Ακόμα θυμάμαι εκείνον τον φρέσκο αέρα, έναν αέρα που δεν μπόρεσα να αισθανθώ ποτέ ξανά. Ποτέ ξανά. Ανακατεμένο με φρέσκα φύλλα και τη μυρωδιά από μπουμπούκια, έναν αέρα που έφυγε και όσοι ήρθαν μετά ποτέ δεν ήταν όπως ο  αέρας εκείνης της μέρας που έκανε μια τομή στη ζωή μου, γιατί ήταν Απρίλιος και κλειστά τα λουλούδια όταν οι μικροί μου πονοκέφαλοι άρχισαν να γίνονται μεγάλοι». Σελ. 82

« Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο σαν το πάρκο Γουέλ, τη Σαγράδα  Φαμίλια και την Πεδρέρα. Εγώ του είπα ότι όλα έχουν υπερβολικές καμπύλες και υπερβολικές κορυφές.  Μου  έδωσε ένα χτύπημα στο γόνατο με την παλάμη του γυρισμένη που έκανε το πόδι μου να πεταχτεί πάνω ξαφνικά και μου είπε ότι αν ήθελα να είμαι η γυναίκα του θα έπρεπε ν’ αρχίσουν να μου αρέσουν όσα άρεσαν και σ’ εκείνον. Μου έκανε ένα κήρυγμα για τον άντρα και τη γυναίκα και τα δικαιώματα του ενός και τα δικαιώματα του άλλου, κι όταν κατάφερα να τον διακόψω τον ρώτησα:

 «Κι αν υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου;»

«Πρέπει να σου αρέσει, γιατί εσύ δεν ξέρεις απ’ αυτά».

Και ξανά κήρυγμα, πολύ μεγάλο». Σελ. 26

« Η μυρωδιά από θειάφι από τα πυροτεχνήματα και τις κροτίδες εκείνη τη φορά στην πλατεία Διαμαντιού…». Σελ. 223

«Η τόσο δυνατή μυρωδιά της θάλασσας». Σελ. 224

«Μου φαινόταν ότι όλα όσα έκανα τα είχα ήδη κάνει χωρίς να ξέρω ούτε πού ούτε πότε,  σαν να ήταν όλα σπαρμένα με ρίζες σ’ ένα χρόνο δίχως μνήμη…». Σελ. 225

 «…ήταν η νιότη μου που έφευγε μακριά με μια κραυγή που δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν…». Σελ. 227

«Κάποιες φορές τους έβρισκα όλους να τρώνε κολατσιό και να συζητούν ούτε κι εκείνοι δεν ήξεραν για ποιο θέμα. Όταν έφτανα πήγαινα να βγάλω κατευθείαν τα παπούτσια μου και καθόμουν στον καναπέ, κι ενώ μιλούσαν ακόμα έβλεπα τα φύλλα, τα ζωντανά και τα νεκρά,  εκείνα που έβγαιναν απ’ το κλαδί σαν ένας αναστεναγμός κι  εκείνα που έπεφταν χωρίς να πουν τίποτα, στριφογυρίζοντας όπως ένα πολύ λεπτό φτερό περιστεριού όταν πέφτει από πολύ ψηλά». Σελ. 217

ΜΕΡΣΕ ΡΟΔΟΡΕΔΑ -ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΑ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ ΣΟΦΟΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ