Πόνος και δόξα του Π. Αλμοδόβαρ, κριτική κινηματογραφικής ταινίας

Written by

Xanax
Δεν διαχειρίζομαι τον χώρο.
Πώς να τα βγάλω πέρα με τους ανθρώπους;
–Δημήτρης Γλυφός [1]

Ο Αλμοδόβαρ δίνει στην τελευταία του ταινία τον τίτλο Πόνος και δόξα. Ο πόνος που επιφέρει  η  δόξα; Ο πόνος που επιφέρει  τ η ν  δόξα; Ή και τα δύο μαζί; Ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» ενώνει τις δύο λέξεις με ίσους όρους, φορτίζοντάς τες με δύναμη ισάξια, μετατρέποντάς τες, όχι απλά σε λέξεις ισοδύναμες, αλλά σε λέξεις—συνενόχους. Όπου ο ένας όρος χρωματίζει τον άλλον, είτε φωτίζοντας είτε συσκοτίζοντάς τον. Και ο πόνος φωτίζεται από τη δόξα, ενώ παράλληλα η δόξα συσκοτίζεται από τον πόνο. Ανάμεσά τους υπάρχει το ημίφως. Ούτε καθαρό φως, ούτε καθαρό σκοτάδι, αλλά ένα υβρίδιο, αυτήν την ενδιάμεση και κυρίως θολή ζώνη, μία ζώνη  ν ά ρ κ ω σ η ς. Αυτά τα τρία επίπεδα αποτελούν στην ουσία τον σκελετό, γύρω από τον οποίο πλέκονται οι συνδέσεις και οι ιστοί των ζωτικών οργάνων του σώματος της ταινίας. Τα έντονα χρώματα, τα οποία λειτουργούν ως μία σφραγίδα του αλμοδοβαρικού ύφους, πρωταγωνιστούν, δημιουργώντας αυτά τα τρία επίπεδα, γεννώντας αποχρώσεις. Αποχρώσεις οι οποίες με τη σειρά τους φορτίζουν τον χώρο, τον χώρο που λειτουργεί όχι μόνο ως πλαίσιο, αλλά ως ο χώρος—μήτρα και ταυτόχρονα ο χώρος—αποτέλεσμα της δυναμικής των ηρώων που τον κατοικούν, είτε ως καθρέφτισμα, είτε ως αντίθεση. Οι τρεις ζώνες—επίπεδα δημιουργούνται μέσα από έναν χορό—ανάμειξη των χώρων, με μέσο την ολίσθηση των χρονικών στιβάδων. Βασικός πρωταγωνιστής είναι λοιπόν η μνήμη.

Ξανά πνοή

Η μνήμη: το μοναδικό μέσο που διαθέτει ο άνθρωπος, το μόνο μέσο που έχει την ικανότητα να πραγματοποιήσει μία χρονική μεταφορά, ένα νοητό ταξίδι, όπου το παρελθόν μπορεί και ταξιδεύει στο παρόν, εμπαίζοντας και εισβάλλοντας στην διαδοχή των χρονικών στιβάδων. Η ενεργοποίηση της μνήμης σηματοδοτεί αυτόματα και την ενεργοποίηση μιας διαδικασίας επιλογής, όπου το υποκείμενο επιλέγει ποιες πτυχές του παρελθόντος θα ανασύρει από τη λήθη, δίνοντάς τους ξανά πνοή. Από την άποψη αυτή, η ανακατασκευή του παρελθόντος, «αυτή η ανάμνηση είναι μία δράση που φέρει το στίγμα του εαυτού. […] Μέσω της αναδημιουργίας του παρελθόντος πρωταγωνιστούν οι προτιμήσεις, η ελευθερία. Σύμφωνα με τον Faure-Fremiet αυτή η αναδημιουργία δε διαφέρει ουσιαστικά από την καλλιτεχνική δημιουργία». [2] Στο Πόνος και δόξα η αναστήλωση του παρελθόντος ως μια καλλιτεχνική διαδικασία αποκαλύπτεται μέσα από την σκηνοθετική κατεύθυνση του Αλμοδόβαρ, ο οποίος βρίσκεται πλέον στην σκηνοθετική του ωριμότητα και χειρίζεται τη σκηνοθεσία σαν ένα βέλος, το οποίο εκτοξεύει και χτυπά κατευθείαν στο κέντρο του στόχου. Ο θόρυβος δεν προκύπτει κατά τη διάρκεια της διαδρομής του τόξου, αλλά μετά από την πρόσκρουση. Χρησιμοποιώντας μία ακριβή δοσολογία δημιουργεί μία ταινία που κινείται σε χαμηλόφωνους και διακριτικούς τόνους, ενώ ο αντίκτυπος που έχει στον θεατή λαμβάνει τις διαστάσεις ενός κρότου, που ταράζει τον οργανισμό του θεατή.

Πληγές

Καθοριστική είναι η συμβολή του Antonio Banderas, η ερμηνεία του οποίου ακολουθεί και κυρίως αναδεικνύει την παραπάνω σκηνοθετική γραμμή: το πρόσωπο, η έκφραση, η κίνηση, ο τρόπος εκφοράς των λέξεων και κυρίως το βλέμμα, συνθέτουν το πρώτο επίπεδο, το επίπεδο του παρόντος: το παρόν ενός σκηνοθέτη, ένα παρόν βεβαρυμμένο, κουρασμένο και φθαρμένο, καθώς κουβαλά μέσα του ένα παρελθόν, το οποίο έχει πλέον διογκωθεί και διαθλαστεί, προκαλώντας σχισμές και ανοίγοντας έτσι πληγές στο σώμα του παρόντος. Το οποίο και αντανακλάται στο σώμα του σκηνοθέτη, του Σαλβαδόρ, του ήρωα δηλαδή που υποδύεται ο Banderas, ως μια μεταφορά του ίδιου του Aλμοδόβαρ. Το σπίτι του Σαλβαδόρ, δηλαδή ο χώρος—του—παρόντος, ο εξωτερικός—προσωπικός—χώρος του ήρωα δημιουργεί μια ισχυρή αντίθεση με την προσωπικότητα, δηλαδή με τον εσωτερικό—προσωπικό—χώρο του ήρωα: το σπίτι αποτελείται από έντονα, ζωντανά χρώματα, όπως επίσης και ο ενδυματολογικός του κώδικας -ο οποίος επίσης αποτελεί ένα περίβλημα-, ενώ η ιδιοσυγκρασία του ήρωα χαρακτηρίζεται από ώχρες και εξουδετερωμένα χρώματα, από την χρωματική παλέτα—μάρτυρα της φθοράς, του ξεθωριάσματος, της ενέργειας που κοπάζει, της εξάντλησης—κούρασης, της υπερίσχυσης των υπαρξιακών σκιών.

Το σώμα του πρωταγωνιστή λειτουργεί ως ο χώρος—αποτύπωμα, ο χώρος—σφράγισμα των υπαρξιακών αυτών αποχρώσεων του ήρωα. Πρόκειται για ένα σώμα που πάσχει, ένα σώμα καταπονημένο, για το σώμα—αποτύπωση—και—φιλοξενία—του—πόνου. Το σώμα—ερείπιο, το σώμα—φορέας—της—αρρώστιας, ένας οργανισμός που αδυνατεί να κοιμηθεί, ένας οργανισμός που δυσκολεύεται να δημιουργήσει, να απογειωθεί: το σώμα—του—φθινοπώρου. Ο απόηχος της κερδισμένης δόξας. Το ίχνος του μεγάλου έρωτα: ούτε εντελώς σβησμένα, ούτε εντελώς ορατά. Σαν ένα σώμα μαρκαρισμένο μόνιμα με μια γραμμή διαγραφής—τη γραμμή μιας απειλητικής σκιάς: το σώμα—της—ζωής.

Νάρκη

Το δεύτερο επίπεδο αποτελεί την ενδιάμεση ζώνη, την ζώνη—της—νάρκης. Τον συνδετικό ιστό μεταξύ της ζωής και της απουσίας της. Ο Σαλβαδόρ προκειμένου να απαλλαγεί -έστω και προσωρινά- από τον πόνο του σώματος, ως μια συμπυκνωμένη—συμπιεσμένη κραυγή της ύπαρξής του, καταφεύγει στην λήψη ναρκωτικών ουσιών. Η οποία γίνεται όλο και πιο συχνή, όλο και πιο αναγκαία, πιο επιτακτική, πραγματοποιώντας μια εισβολή—διείσδυση στην καθημερινότητα του Σαλβαδόρ, η οποία αδυνατεί πλέον να υπάρξει ανεξάρτητη από την νάρκη των ουσιών. Δημιουργείται ένα  δ ι ά λ λ ε ι μ α  στην καθημερινή ροή του χρόνου, στον χρόνο—του—ήρωα, το οποίο τυπώνεται, αντανακλάται και εκδηλώνεται ως ένα δ ι ά λ λ ε ι μ α  από το ίδιο το  σ ώ μ α. Ο πόνος της ύπαρξης, εκδηλώνεται ως ένας ισχυρός σωματικός πόνος, ένας πόνος που τον αποσπά από την ίδια την ζωή, το σώμα τίθεται στο επίκεντρο ως το βασικό εμπόδιο, που επιφέρει μια αναγκαστική—μη αναστρέψιμη—και επίπονη προσγείωση, η οποία μετατρέπεται όμως σε πρόσκρουση. Όχι σε μία, αλλά σε χιλιάδες, επαναλαμβανόμενες καθημερινές προσκρούσεις. Η νάρκη έγινε εθιστική, όντας μια ανακούφιση από το σώμα του χρόνου. Έγινε εθισμός επειδή είναι στην ουσία ένας παγωμένος θερισμός. Ο πόνος και η βία του θερισμού—απόσχιση παγώνει, ακινητοποιείται και αντί για απόσχιση, επέρχεται μία συμφιλίωση. Το ναρκωμένο σώμα, το σώμα—παύση λειτουργεί ως ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον τωρινό, φθαρμένο και κουρασμένο Σαλβαδόρ και το ταξίδι επιστροφής στην παιδική του ηλικία. Και «καθώς όλες του οι ηλικίες σέρνονται μεθυσμένες και τυφλές, η τελευταία του μεταμόρφωση είναι αυτή: παριστάνει την επιστροφή του χρόνου». [3]

το τρέϊλερ της ταινίας

Η ζωγραφιά

Αυτό είναι το τρίτο επίπεδο, το ταξίδι της μνήμης, ο Σαλβαδόρ παιδί, τα πρώτα του βήματα, το δέρμα του πριν προλάβει ακόμα να γεμίσει χαρακιές, στο κατώφλι της νιότης που εκτινάσσεται, το σπίτι σπηλιά με ένα εκτυφλωτικά λευκό χρώμα, η μητέρα που έγινε στοίχειωμα, ανάμεσα στα ζωντανά χρώματα, τα χρώματα γεμάτα ζωή, η πρώτη επιθυμία. Η πρώτη επιθυμία, η θέα του γυμνού αντρικού σώματος που επέφερε την λιποθυμία. Το λιπόθυμο παιδικό σώμα, ως αποτέλεσμα της υπερχείλισης ζωής και το ναρκωμένο μεσήλικο σώμα, ως αποτέλεσμα της ζωής που στερεύει. Και το σημείο αναφοράς μία ζωγραφιά. Η οποία φέρνει στον ίδιον χώρο, στον ίδιον χρόνο την πρώτη αυτή επιθυμία μαζί με τον απόηχό της. Και τον κάνει ξανά να δυναμώνει. Ίσως και για τελευταία φορά.  

Σπίτι σπηλιά/ και / χρώματα που γίναν ζωγραφιά / Οι κύκλοι πάντα ημιτελείς/ Σφραγίστηκαν κάτω από τα μάτια / και / έτσι το ίχνος έγινε στάμπα. /  Η / πιο προσωπική σου ζωγραφιά /Μνήμες—πινέλα το σώμα—πόνος / Κι ύστερα η νάρκη—ανακούφιση/ Ναι,/ ως ένα διάλλειμα από το ίδιο σου το σώμα./ Και το μόνο που απέμεινε αυτή η ζωγραφιά. / Η ζωγραφιά της μνήμης/

[1] Γλυφός Δημήτρης: Αντιχρονισμός, Σμίλη, Αθήνα [2017] 2019, σ. 14.
[2] Pucelle J.: Le temps, Presses Universitaires de France, Paris 1972, σ. 39.
[3] Παπαγιώργης Κωστής: Περί μέθης, Καστανιώτης, Αθήνα 1990, σ. 22.

cityculture.gr / γράφει η Ιφιγένεια Καφετζοπούλου