“Ποντικοπαγίδα” στο Ράδιο Σίτυ

Written by

Την μεταφορά μιάς από τις πιο επιτυχημένες και γνωστές αστυνομικές νουβέλες της Αγκάθα Κρίστι παρακολουθήσαμε στο κινηματοθέατρο Ράδιο Σίτυ. Ο χώρος του Ράδιο Σίτυ γνώρισε μεγάλες δόξες, μια και η ουρά στα εισιτήρια ήταν πάρα πολύ μεγάλη και το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο (μιλάμε δηλαδή για περίπου 600-700 θέσεις). Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, αλλά σε κάνει να αναρωτιέσαι η τόσο μαζική προσέλευση θεατών σε παραστάσεις με εισιτήριο 20 και 15 ευρώ: μήπως είναι  απλη δικαιολογία το ότι το να πηγαίνεις θέατρο είναι μια πολυτέλεια λόγω των τιμών του εισιτηρίου; Οι περισσότερες παραστάσεις της πόλης μας έχουν πολύ πιο προσιτό εισιτήριο, επομένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα του φιλοθεάμονος κοινού. Οι ντόπιοι θίασοι δεν υπολείπονται σε καλά έργα αλλά σε σταρ. Δεν έχουν γνωστούς ηθοποιούς. Κακά τα ψέματα, χρειάζεσαι μια σειρά στην τηλεόραση για να δουλέψεις (και να πηγαίνεις καλά από εμπορικής άποψης) στο θέατρο.

Όσον αφορά την συγκεκριμένη παράσταση τώρα, έκπληξη μας προκάλεσε πριν ακόμη δούμε την παράσταση, η υπογραφή του Μανούσου Μανουσάκη στη σκηνοθεσία. Έκπληξη και συνάμα περιέργεια. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που υποπτευόμασταν εξ αρχής: διεκπεραιωτική σκηνοθεσία θέσεων ή, με άλλα λόγια, “μουσικές καρέκλες” . Θα μπορούσε έστω να χρησιμοποιήσει πιο πολύ το παιδικό τραγούδι, και ν’ αποφύγει παλιομοδίτικες τακτικές με τους ηθοποιούς να μονολογούν μετωπικά στο κοινό.

Τα σκηνικά της Δέσποινας Βολίδη, απολύτως ρεαλιστικά και λειτουργικά, ενώ η ίδια επιμελήθηκε και τα κοστούμια της παράστασης που όλα ήταν μέσα στο πνεύμα της παράστασης με μόνη εξαίρεση το φόρεμα της δεσποινίδος Κέισγουελ, το οποίο είναι εκτός εποχής. Βρήκα εξαιρετικούς τους φωτισμούς του Νίκου Καβουκίδη – χωρίς υπερβολή, από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης. Την μουσική επιμέλεια έκανε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Ο θίασος αποτελείται από εφτά λίγο πολύ γνωστούς ηθοποιούς. Κατά την προσωπική μου άποψη, ο καλύτερος απ’όλους,  με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επί σκηνής ήταν ο Θοδωρής Αντωνιάδης. Χάρμα ειδέσθαι ακόμη και με την ελλιπέσταση αυτή σκηνοθετική καθοδήγηση. Έκπληξη αποτέλεσε -για μένα- τουλάχιστον ο Πέτρος Ξεκούκης, στον καλύτερο ίσως ρόλο του έργου. Ήταν επίσης απολαυστικός και κεφάτος. Από την άλλη, η Κάτια Νικολαϊδου και ο Γιάννης Αϊβάζης πολλές φορές απλώς περιφέρονταν στη σκηνή, χωρίς σκηνική οντότητα, αλλά με εμφανή αμηχανία. Η παρουσία τους δεν ήταν πυκνή, τα σώματά τους έμοιαζαν κενά, έρμαια.

Η γενική εικόνα της παράστασης δεν είναι και ιδιαίτερα ικανοποιητική από καλλιτεχνικής άποψης, αλλά πρόκειται ωστόσο για μια πολύ γεμάτη παράσταση δύο ωρών που και μόνο το γεγονός ότι ψάχνεις να βρεις τον δολοφόνο δεν σε αφήνει να βαρεθείς και σε κρατάει σε εγρήγορση. Ναι, θα περάσεις καλά δεν αντιλέγω, αλλά σε προειδοποιώ: αν και θα είναι σαν να βλέπεις τηλεόραση, να θυμάσαι ότι δεν είσαι μόνος στο σαλόνι σου.