Ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις

Written by

Ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις

Μεσάνυχτα.

Όλοι κοιμούνται.

Εγώ πάλι είμαι έτοιμη να με πάρει ο ύπνος. Μη με κοροϊδεύεις. Και εγώ υπήρξα φοιτήτρια, και νιάτο, βγήκα, πήγα σε μπαράκια, κάναμε μαζώξεις.  Αλλά πλέον λίγος ύπνος παραπάνω δεν μου κάνει κακό. Το νιώθω. Άσχετα, αν όταν ήμουν μικρή και με κυνηγούσαν να κοιμηθώ τα μεσημέρια και δεν ήθελα. Φαύλος κύκλος. Το βλέπω και το νιώθω.

Που είμασταν; Α, ναι. Έτοιμη να με πάρει ο ύπνος. Και εκεί που κλείνει το μάτι και ήδη ακούς το ροχαλητούλι να έρχεται, το μάτι γαρίδα! Τρόμος! Μια φωνή από το υπερ(τα)πέραν. Το φαγητό το μάζεψες; Αυτή η γιαγιά, έχει στοιχειώσει το είναι μου. Η γιαγιά ένα μεγάλο κεφάλαιο, θα το εξιστορήσω άλλη φορά. Σηκώνομαι, με λεπτές, χειρουργικές κινήσεις. Συγκοίμηση γαρ. Δε θέλεις να τα ξυπνήσεις, πίστεψε με. Θα έχω να αντιμετωπίσω δύο απελευθερωμένα κράκεν.

Κατευθύνομαι στην κουζίνα…

Και πριν καν ανοίξω το ντουλάπι, κρύος ιδρώτας με λούζει. Έχω ταπεράκι με ταιριαστό καπάκι; Το soundtrack του Ψυχώ ηχεί στα αυτιά μου, και με τρεμάμενα χέρια ανοίγω το ντουλάπι. Αυτό ντε, το διπλό, κάτω από τον πάγκο. Που άνετα ξαπλώνεις μέσα. Αυτό που ακόμα και σε εμένα, που από 10 ετών έβλεπα Παρασκευή και 13, να τη κ η ηλικία μας, φανερώθηκε, μου προκαλεί τρόμο. Γιατί δεν είναι ένα απλό ντουλάπι. Είναι ΤΟ ΝΤΟΥΛΑΠΙ. Ξέρεις, εκείνο της οικογενείας των ντουλαπιών, που καταπίνουν καπάκια. Τα έχουν κάνει πλακάκια με τα πλυντήρια και τις κάλτσες… Άλλη ιστορία αυτή.

Και ανοίγω το ντουλάπι. Περιττό να σου πω ότι όλα τα φώτα τα έχω ανάψει, έχω αφήσει κ σημείωμα στον καλό μου, “αν δεν με βρεις, να ξέρεις, είχα έρθει στην κουζίνα να μαζέψω το φαγητό”.  Και ανοίγω. Πύργοι και πυργάκια από ταπερ. Και το χέρι, να κουνιέται με 9 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, πλησιάζει με ρυθμούς χελώνας τα καπάκια. Κάπου εκεί αρχίζεις, και καλά έλεγα να τα οργανώσω, όλο το αναβάλλω, και τώρα καλά να πάθεις, και τι τα θες, και πάει λέγοντας. Και βγάζεις τις στοίβες με τα καπάκια, και με μια γρήγορη, εκπαιδευμένη ματιά, και έντρομη ταυτόχρονα, το βλέπεις. Ότι δεν ταιριάζουν. Όχι σου λέω. Το ξέρω. Τα μισά μακρόστενα και τετράγωνα, και τα ταπεράκια ή στρογγυλά ή μακρόστενα αλλού μεγέθους.

Πανικοβάλομαι…

Γιατί από τη μια το φαγητό δε χωράει με το σκεύος παρασκευής στο ψυγείο, και από την άλλη δεν θέλεις να το αφήσεις έξω να χαλάσει. Είναι που μαγειρεύω και για 2 ημέρες, για να έχω χρόνο και για άλλο homework η μάνα. Τι τα θες. Βαθιές εισπνοές. Εκπνοές. Το παίρνεις απόφαση. Κατερίνα δεν είναι τίποτα. Θα τα καταφέρεις. Θα βγεις νικήτρια. #not. #NOT.

Μπαίνω η μισή μέσα στο ντουλάπι. Σκέφτομαι ότι ο Ιωνάς έμεινε 3 ημέρες στην κοιλιά του κήτους. Ναι, αλλά εδώ παίζω στην έδρα μου. Όλο και κάποιος μέσα στο σπίτι θα αντιληφθεί την απουσία μου, στην περίπτωση που με καταπιεί το ντουλάπι. Υπολογίζω με το μάτι τη χωρητικότητα, και βγάζω 5 ταπεράκια, τετράγωνα και μακρόστενα. Ωραία ως εδώ. Και τώρα πάμε για το δύσκολο κομμάτι. Πιάνω τα καπάκια.

Σε βλέπω. Γελάς. Γιατί γελάς; Καλά, θα μου πεις μετά. Ναι. Αφού το ξέρεις πριν το γράψω. Όλα τα καπάκια είναι στρογγυλά. Πες το ξανά. Όλα τα καπάκια είναι στρογγυλά. Μα πως είναι δυνατόν. Τέτοιου μεγέθους, αυτού του σχήματος, δεν υπάρχουν στο ντουλάπι σου. Flashback στη σακούλα με τα άδεια ταπερ που έστειλες στη γιαγιά. Παίζει να είναι εκεί; Όχι, αφού μου πήρε 3 ημέρες να της ταιριάξω και να της βρω ολοκληρωμένο το σετ. Γιατί αν κάνεις το λάθος να μην, τότε, σου τα στέλνει πίσω. Ψάξε και βρες τα καπάκια. Η ακόμα χειρότερα. Αυτά τα ταπερ δεν είναι δικά μου. Με απλά ελληνικά, στείλε μου αυτά που πήρες όταν ήρθες…

Το παίρνω λοιπόν απόφαση

Σήμερα το βράδυ θα λύσω το μυστήριο. Χα! Το πίστεψες, ε; Μμμμ, δε νομίζω. Ωστόσο, καταπνίγω το φόβο μου, ψάχνω και βρίσκω το φακό. Όχι του κινητού. Εκείνο το μεγάλο, του camping. Που τυφλώνει αν κοιτάξει κατά πάνω του. Και βλέπεις αστεράκια, γαλαξίες, γενικά το εξώτερο διάστημα… Βάζω και για κράνος το σουρωτήρι. Παίρνω βαθιά αναπνοή και βουτάω.

Και μπροστά μου ανοίγεται ένας νέος κόσμος.

Με ρούφηξε το ντουλάπι που λες. Σα να κάνεις βουτιά σε ζελέ. Ζελέ φράουλα συγκεκριμένα. Νιώθεις σα να πετάς, σα να αιωρείσαι, αλλά μένεις ταυτόχρονα σταθερός. Μια αξιο-περίεργη κατάσταση. Μέρος μια φρουί ζελέ κατάστασης. Με άρωμα φράουλα. Και κομματάκια φρούτων. Και ανάμεσα τους, τα καπάκια από τα τάπερ!

Άνοιξαν τα μάτια μου, σα πιατάκια καφέ. Διάπλατα. Καπάκια μακρόστενα, καπάκια στρογγυλά. Καπάκια οβάλ, καπάκια φλατ, καπάκια μικρά και μεγάλα. Η χαρά των γιαγιάδων και των νοικοκυρών. Και κάνω μια, με φόρα, να πάω να το πιάσω, και δεν κουνιέται ούτε δαχτυλάκι. Το ζελέ που λέγαμε; Με πιάνει ένα άγχος, άλλο πράγμα … Και τώρα τι; Ούτε μπροστά, ούτε πίσω, ούτε κάτω, ούτε πάνω. Και πως θα φύγω; Πως θα βγω; Και το κυριότερο, μη ξεχνιόμαστε. Πως θα ανακτήσω όλα τα καπάκια;

Σκέψου, σκέψου. Σκέψου πριν το ζελέ εισβάλει στο μυαλό ! Καρδιοχτύπι. Και κρύος ιδρώτας με λούζει. Και εκεί που σχεδόν το έχω πάρει απόφαση, και λέω δε μπορεί, θα το δει ο καλός μου το σημείωμα, θα ανοίξει το ντουλάπι, θα φανεί κάτι, με πιάνει μια λιγούρα. Ακούγεται συγχορδία και από το στομάχι. Δυσκολεύτηκα λίγο. Θα το ομολογήσω. Και αν δεν ξυπνήσει ο σωτήρας μέχρι το πρωί; Τι θα κάνω. Ούτε νερό, ούτε τίποτα. Χίλια δυο σενάρια περνούν από το μυαλό μου.

Και εκεί που πάω να σκάσω, μου έρχεται μια κλωτσιά, μέσα στο μάτι.

Κλωτσιά στο μάτι.

Κλωτσιά.

Στο μάτι.

Ναι, καλά το κατάλαβες. Τελικά με είχε πάρει ο ύπνος. Τελικά όλοι κοιμόμασταν τα μεσάνυχτα. Μη σου πω ότι κοιμόμασταν και από τις 11. Και ευτυχώς δηλαδή που το είδα το όνειρο, και δεν έμεινε το φαγητό έξω. Γιατί όντως ήταν το φαγητό έξω. Και όντως δεν βρήκα ταιριαστό καπάκι για το τάπερ. Και όντως ισχύουν όλα τα παραπάνω. Και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ισχύει και το ζελοσύμπαν.

Δεν είμαι σίγουρη για το άρωμα του βέβαια. Μπορεί να είναι και ανανάς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έψαξα. Δεν μπήκα στον κόπο. Χρησιμοποίησα με τεράστια επιτυχία τη διαφανή μεμβράνη.  Και δεν έπαθε τίποτα το φαγητό. Και δεν έπαθα τίποτα και εγώ. Γιατί είμαι σίγουρη ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα.

Απλά να θυμηθώ όταν θα πάω στη γιαγιά μου αύριο, να τη ρωτήσω. Αν τελικά της υποτάσσονται ΚΑΙ τα καπάκια εκτός από εμάς. Δεν γίνεται. Πρέπει να βρω τον τρόπο. Πρέπει να βρω τη λύση. Μεταξύ μας, η γιαγιά είναι η λύση σε πολλά. Απλά δε της το λέω, γιατί θα μου απαντήσει «στα έλεγα εγώ» . Και θα ξέρω ότι έχει δίκιο.

Και θα σας κρατήσω ενήμερους. Θα βγει το επίσημο ανακοινωθέν.

cityculture.gr/ γράφει η Κατερίνα Μπιτλόγλου