Ραφαέλ Τσίρμπες – Στην άκρη του γκρεμού *κριτική

Written by

Ραφαέλ Τσίρμπες – Στην άκρη του γκρεμού:  μεταφορά της κρίσης στη σύνδεση του νήματος  με το ταξίδι στην άκρη της νύχτας.

«Οι χρυσές εποχές κόντευαν να φτάσουν, τις αγγίζαμε με τις άκρες των δαχτύλων μας, τόσο δα έλειπε, πηδήσαμε να το φτάσουμε και πέσαμε με τον κώλο: τώρα όλα έχουν καταρρεύσει, έτσι ήταν τα πράγματα,…».

«Δε φανταζόμασταν  πως τα πράγματα θα γίνονταν τόσο σκατά όσο είναι τώρα, είναι βαρύ αυτό το φορτίο, όλη τη μέρα να μηχανεύεσαι διάφορα,…κι όλα ετούτα να είναι ο καθημερινός σου εφιάλτης,…».

«Ποτέ δε σκέφτηκα πως θα ζούσα κάτι τέτοιο, κανένας δε μας εξοικείωσε, κανένας δε μας προετοίμασε γι’  αυτή την  κατάσταση».

Ο Εστέμπαν  ο ξυλουργός, είναι ο κύριος  αφηγητής αυτής της ιστορίας.  Καθημερινά  φροντίζει,  με τη βοήθεια μιας Κολομβιανής και στη συνέχεια μόνος,  τον άρρωστο και υπέργηρο πατέρα του, συναντά τους φίλους του  στο μπαρ Καστανιέρκαι αναμοχλεύουν  σε συζητήσεις -άμεσα και έμμεσα- το παρελθόν,  το παρελθόν  που επιστρέφει στις προσωπικές  αναμνήσεις, στο στάσιμο παρόν,  στο κατώφλι των γηρατειών και της κρίσης  και στο θολό τοπίο του βάλτου της Όλμπα, που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή, στη σκιά του πατέρα και των γεγονότων,  χωρίς προσωπικές  φιλοδοξίες και όνειρα.

«Ήμασταν μια οικογένεια πουλιών, του αέρα, μεταναστευτικά παιδιά του βάλτου».

«Πόσος καιρός έχει περάσει απ’ όλα αυτά κι εγώ είμαι ακόμα εδώ, βλέποντας στο σκοτάδι τις εικόνες…»

«…Στα εβδομήντα σου χρόνια, αργά μέσα στη νύχτα, σε ξυπνούν οι νεκροί…»

«…δεν μπορώ να φτάσω αυτό που βρίσκεται στην άλλη μεριά.Εκεί έξω δεν είμαι εγώ. Είναι ξένος τόπος, σκηνικό της ζωής των άλλων που ήρθαν καθυστερημένοι για να πάρουν μέρος στην παράσταση στην οποία πρωταγωνιστώ ή – για να το πούμε καλύτερα- σ’ αυτή στην οποία  συμμετείχα μόνο ως κομπάρσος. Ο συγγραφέας δε μου έδωσε ούτε μια ατάκα στο έργο του».

«…και παίζοντας χαρτιά και ντομινό τα απογεύματα με τους ίδιους κερατάδες που μας την έχουν φέρει ήδη καμιά εκατοστή φορές τα τελευταία πενήντα χρόνια, γιατί η Όλμπα είναι μικρό χωριό κι αυτό σημαίνει πως, όσον αφορά το θέατρο της κοινωνικής ζωής, υπάρχει μια μικρή κομπανία για όλο το ρεπερτόριο και οι ίδιοι ηθοποιοί παίζουν σε διάφορα έργα. Σήμερα Οθέλος, αύριο Ληρ, μεθαύριο Ρωμαίος, κι αν χρειαστεί, μπορεί να βάλεις  και μια περούκα και να κάνεις τη λαίδη Μάκμπεθ, γιατί η πρωταγωνίστρια έπαθε έξαφνα αμυγδαλίτιδα».

Στη λογοτεχνική χρήση μιας μεταφοράς:Στην άκρη του γκρεμού,  σε μια επαρχιακή πόλη, στο βάλτο, στην Ισπανία.Μυθιστόρημα σε τρεις φάσεις : 1. Το  Εύρημα,  26 Δεκεμβρίου 2010 , 2.Εντοπισμός Εξωτερικών Χώρων, 14 Δεκεμβρίου 2010, 3. Έξοδος. Ο Αχμέντ Μαροκινός εργάτης στο ξυλουργείο του Εστέμπαν που  έχει κλείσει και τώρα άνεργος, ψαρεύει  στο βάλτο και παρατηρεί  έντρομος στην πάλη δύο σκυλιών, ότι η λεία είναι  ένα ανθρώπινο χέρι. Ανακαλύπτει  πλησιάζοντας,ανθρώπινα μέλη σε βυθισμένα σακιά στη λάσπη του βάλτου,  βλέπει στην πανικόβλητη  φυγή του  το καμμένο όχημα στο λόφο. Γεμάτος φόβο και  ενοχές απομακρύνεται από το σημείο, ξαναγυρίζει να πάρει τα σύνεργα του ψαρέματος, αποφασίζει να βγει στο δρόμο και να ψάξει τον φίλο του Ρασίντ,  που  συνήθως έρχεται να τον πάρει,  με το σχόλασμα από το εστιατόριο όπου δουλεύει,  με το αυτοκίνητό του,  ρίχνοντας αηδιασμένος  στο  χαντάκι του δρόμου  τα δύο ψάρια που κατάφερε να πιάσει.

Στη συνέχεια η αφήγηση περνάει στον Εστέμπαν  σε έναν εξομολογητικό απολογισμό της ζωής του, της ζωής του πατέρα του,  της οικογενειακής περιπέτειας, στο φόντο των Ιστορικών γεγονότων, ενός νεανικού έρωτα που έζησε με τη Λεονόρ,  η οποία τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον φίλο του Φρανθίσκο .Η εξιστόρηση σπειροειδής, διακοπτόμενη από παρεμβολές λεπτομερειών  και παρεκβάσεις άλλων ιστοριών, περιελίσσεται από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα,  αναπτύσσεται θραυσματικά ως μαρτυρία, στο βάθος δεκαετιών ζωής,  μιας  κοινωνίας  ασήμαντων προσώπων της επαρχίας του βάλτου. Τα νεανικά χρόνια του ήρωα, αναμνήσεις προσώπων, καταστάσεων,  αντικειμένων, η οικογενειακή επιχείρηση του ξυλουργείου, οι επιλογές, οι αντιφάσεις  και κυρίως η ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι  στο σκοτεινό πλέγμα των πολιτικών γεγονότων   σημαδεύουν τη μοίρα του παππού του και ακυρώνουν μετά τη φυλακή, τη ζωή του πατέρα του , καταδικασμένου σε μια στάση πεισματικής αποστροφής  και περιθωριοποίησης.

Γεγονότα που  αποτελούν,  για τον Εστέμπαν,  υλικό αμφισβήτησης, αδιάφορης  απόρριψης, ανάλυσης, προσωπικής  αναμέτρησης  και αποδοχής εντέλει, χωρίς ωραιοποίηση, έστω και λίγο πριν την εξαφάνιση στο γνώριμο τοπίο του βάλτου όπου άλλοτε κατέφευγαν  κυνηγημένοι οι κομμουνιστές  και  τώρα ο Εστέμπαν με τον άρρωστο, αμετανόητο πατέρα του.Στον αφηγηματικό μίτο του μυθιστορήματος ακούμε τις συζητήσεις και  τις συμπληρωματικές  αφηγήσεις  και άλλων προσώπων που σχετίζονται  με τα πολιτικά γεγονότα συμβάλλοντας  στην εξέλιξη  των ιστοριών που σημαδεύουν χωρίς επιστροφή, τις ζωές τους.

Ιστορίες  που δένονται με τα νήματα της απόρριψης, της  συνενοχής, της εμπλοκής, των θεωριών, των διακρίσεων, των υποχωρήσεων,  του παιχνιδιού ναρκισσισμού, επίδειξης και επιβίωσης, απόσυρσης, περιθωριοποίησης  και υποταγής, της τέχνης της  εξαπάτησης   στο κυνήγι του κέρδους με κάθε μέσο και  με οποιοδήποτε τίμημα. Μία ευρεία γκάμα προσώπων και χαρακτήρων,   στο μετατοπιζόμενο συνεχώς  σχήμα θύτης-θύμα, σε μια εξιστόρηση μεγάλων φράσεων,  μονολόγων, φλύαρων  συζητήσεων πολύπλευρης οπτικής και θεματολογίας.Οι διάλογοι,  έμμεσοι και αληθοφανείς,  με μια ωμή ρεαλιστική αποτύπωση, καταλυτικό χιούμορ, στη μπερδεμένη χρονικά και θεματικά αφήγηση, καταγράφουν τη ζωή  που φέρνει κοντά και  σε απόλυτη αντιπαράθεση,  ετερόκλητα – ιδεολογικά-  πρόσωπα, στο όνομα της φιλίας και του κοινού ιστορικού  παρελθόντος. Ροή προφορικότητας, αναφορές σε πίνακες, τραγούδια , ποιητές, φιλοσόφους, συγγραφείς  και μυθιστορήματα ,λογοτεχνική ατμόσφαιρα και ρεαλιστική αποτίμηση  με ζωηρή  παρατηρητικότητα, δουλεμένη φαντασία, πολλαπλή εστίαση, λεπτές  συγκρίσεις, εύστροφο  χιούμορ, κριτική και κυρίως πολιτική σκέψη,  χαρακτηρίζουν το βιβλίο αυτό που μιλάει,  με κάποια εμμονική  φλυαρία σε σημεία, για το όλον της κρίσης. Κρίση πολιτική και οικονομική,  ιδεολογική και πολιτισμική, κοινωνική και ατομική.

«Στα μικρά χωριά ο κόσμος καταφέρνει να ζει χάρη στο γεγονός ότι από καιρού εις καιρόν πέφτουν πέπλα λήθης πάνω σε όσα έχουν συμβεί…όπως κάθε γέρος της ηλικίας μου, είμαι γι’ αυτούς μια παγωμένη φωτογραφία, οι γέροι φτάνουμε σε μια κατάσταση εκτός χρόνου,…Γερνάς και μετά πεθαίνεις. Αν τύχει να δουν καμιά φωτογραφία σου από την εποχή που είχες τα δικά τους χρόνια…, παραξενεύονται που τους μοιάζεις τόσο.Ποπό, είχες μακριά μαλλιά και το μακό σου είναι πολύ μοντέρνο. Τα μαλλιά και τα ρούχα σου είναι σαν των Beatles, με μπλουζάκι κλειστό στο λαιμό. Κι αυτά τα σακάκια έχουν γίνει της μόδας.Τότε τα λέγαμε Μάο, από κείνον που έκανε την επανάσταση στην Κίνα και φορούσε στολή με τέτοιο γιακά. Αλήθεια δεν ξέρεις ποιος είναι; Δεν τον έχεις δει ποτέ σε κανένα ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση; Γαμώτο, εσύ έμοιαζες με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο, αλήθεια λες τώρα, αυτός είσαι εσύ;»

Πολιτική, Ιστορία, αλήθεια και ψέμα, φιλοσοφία, θρησκεία,  ελευθερία, παγκοσμιοποίηση, συνάντηση πολιτισμών και επικοινωνία, εμπόριο και χρήμα, ναρκωτικά,  εκμετάλλευση, μετανάστες, ευτυχία, πληρωμένοι έρωτες, φιλίες, γάμος,  μοναξιά, γηρατειά και νεότητα, ίντερνετ και τεχνολογία, ιατρική, ηθική και αισθητική, φαγητά  ποτά και  παιχνίδια,φόβοι, ακύρωση και θάνατος,  στην ιστορία μιας οικογένειας και  ενός γιου  που έζησε στη σκιά ενός πεισματάρη πατέρα.

«Αυτός είναι ο άρρωστος που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί – στη θέση του αυταρχισμού μπαίνει πλέον η απαίτηση για ευσπλαχνία-  κι εγώ ο υπηρέτης του, επειδή τον λυπάμαι. Από τότε που έχω επίγνωση του εαυτού μου τον θυμάμαι να μας έχει όλους υποταγμένους στα καπρίτσια της κυκλοθυμίας του. Η ζωή του όμως  δεν ανήκε ποτέ σε κανέναν παρά μονάχα στον ίδιο. Φερόταν ανέκαθεν  με τον τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, φέρεται ο βασιλιάς, χωρίς καμία ευθύνη, ή όπως φέρονται μερικοί καλλιτέχνες- σήμερα διαμαρτύρομαι, αύριο δε μιλάω, μεθαύριο απαιτώ την προσοχή, παραμεθαύριο δεν αντέχω να με κοιτάζει άνθρωπος».

«Του άρεσε να διαβάζει μυθιστορήματα αλλά και βιβλία Ιστορίας…Νέος ήθελε να γίνει γλύπτης,…αλλά η αναμπουμπούλα του πολέμου τον ανάγκασε να παραιτηθεί απ’ τις φιλοδοξίες του. Όσο για τις δικές μου, μπόρεσα μια χαρά να τις πνίξω μόνος μου».

«Λέω ότι κλείστηκε στον εαυτό του, αλλά δεν είναι αλήθεια, οι κεραίες του ήταν πάντα συνδεδεμένες με τον έξω κόσμο, τον πάντα κάπως μακρινό: δε ζούσε έξω από τον κόσμο, αλλά κόντρα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της γυναίκας και των παιδιών του, και υποθέτω πως μας έκανε δυστυχείς, αν βέβαια δεχτούμε ότι μπορεί κανείς να χαρίσει ευτυχία ή δυστυχία στους άλλους».

Μελαγχολικό βλέμμα αποδοχής της ήττας  στην επιλογή του επικείμενου τέλους. Ο πόλεμος,  το παρελθόν ατομικό και συλλογικό,ο  εύκολος πλουτισμός και  η ειρωνεία των καιρών, στο τοπίο ενός βάλτου,   μιας κοινωνίας  στην άκρη του γκρεμού.

«Είμαι  κι εγώ ένα πλάσμα ξεριζωμένο απ’ το φυσικό του περιβάλλον όταν βγαίνω έξω απ’ αυτόν τον λαβύρινθο».

«…και μέσα σ’ αυτό το χάος ο βάλτος μου φαντάζει σαν πυρήνας επιβίωσης ενός κόσμου έξω από το χρόνο…»

«Τέλος πάντων, μικροπρέπειες παλιών οικογενειών που ψυχορραγούν δεκαετίες τώρα…».

«Το δικό του στοίχημα σήμανε τη δική μου αποτυχία».

«…δε θα έρθει ένας τύπος από τη Μαδρίτη να μας πει πώς λειτουργούν τα πράγματα στη δική μας περιοχή…μυαλωμένα μιλάει ο δουλέμπορος, ο λαθρέμπορος εργατικών χεριών ή εκτιμητής εργατικού δυναμικού στα νιάτα του».

«Όλοι ξέρουν τα νέα, η βόμβα για τον Πεδρός έσκασε δεκαπέντε μέρες πριν και βάλε, αν και  η είδηση για την εξαφάνισή του έφτασε στο τραπέζι του μπαρ σήμερα, και πάνε πια πάνω από δύο μήνες  που έχω κρεμάσει εκείνη την ταμπέλα στην πόρτα του ξυλουργείου. Τις ταινίες τις έβαλαν πριν από δέκα μέρες».

«Τι απέγιναν εκείνα τα ωραία μωβ χαρτονομίσματα; Έπεσαν γρήγορα σαν νεκρά φθινοπωρινά φύλλα μια μέρα με αέρα και σάπισαν στη λάσπη…αλλά πόσο μας λείπουν όλα αυτά που δε θα ξανάρθουν πια.Τα χιόνια αλλοτινών εποχών, τα τριαντάφυλλα που άνοιξαν σήμερα το πρωΐ και θα μαραθούν το απόγευμα, κι όταν τα χτυπήσει πάλι ο ήλιος θα μείνουν χωρίς πέταλα, άσχημες ξερές μπαλίτσες, μικροί σκελετοί που τρίζουν ανάμεσα στα δάχτυλά σου όταν τους ζουπάς, οι πρίγκηπες της Όλμπα, οι κυρίες της Ουκρανίας. Πού πήγε όλος αυτός ο κόσμος που περνούσε βιαστικός μπροστά απ’ τα μάτια μας, πού πήγαιναν,  πού χάθηκαν;…Έτσι πέρασε ο καιρός σου σε τούτη τη γη, φίλε μου εργολάβε. Έτσι πέρασε κι ο δικός μου καιρός. Τώρα δεν μας απομένει  παρά να ζήσουμε τη ζωή που έρχεται μετά τη ζωή».

 

ΡΑΦΑΕΛ ΤΣΙΡΜΠΕΣ

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ

Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου

ΚΕΔΡΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ 2014

Άγγελα  Μάντζιου