Ρίον νήσου Πέλοπος – Αντίρριον Στερεάς σημείον

Written by

Περνάς τα χωριά και τις πηγές των ποταμών, βλέπεις σε μια αναλαμπή φωτός τη λίμνη πίσω από τα βουνά, μπαίνεις στην ομίχλη που αραχνοΰφαντη σε τυλίγει σε δίχτυ πυκνό  και αλλάζουν οι ήχοι και οι φωνές του κόσμου.Ύστερα από ώρα πολλή φτάνεις στη θάλασσα και οι ευκάλυπτοι  αντιφεγγίζουν τη δροσιά του νερού στα τρυφερά φύλλα. Ελιές ασημίζουν κάτω από τα παλιά κάστρα. Τα σπίτια μικρά,  βαμμένα  με άσπρα και γαλαζωπά νερά, με παράθυρα ανοιχτά, αυλές με λουλούδια και μπαλκονάκια που κοιτάζουν στην ομίχλη του πρωϊνού τις βάρκες. Παλιές φωτογραφίες στα καφενεία με τα μεταλλικά τραπεζάκια και τους  ξεφτισμένους  καθρέφτες  που κοιτάζουν το τυχερό φύλλο της φθαρμένης τράπουλας, σε χέρια ροζιασμένα από γεωργικές δουλειές και το άχθος των χρόνων. Χρόνοι στους λεκέδες των γυμνών γλόμπων, στις παλιές λάμπες, στις εφημερίδες, στα τζάμια.

Ένας δρόμος φιδογυριστός με τον αντίλαλο άνεμο των βουνών και την άγρια μέντα στα μονοπάτια, πατημασιές ζώων,  χώματακαι πέτρες ως το χάνι.Ύστερα φτάνεις στο λιμάνι. Το κάστρο, με τις αλυσίδες και τις σιδεριές στα παράθυρα,  κλείνει το στόμιο,  κόβοντας στη μέση τη θάλασσα. Αέρας σηκώνεται και μια μυρωδιά βροχής ακουμπάει για λίγο  στη μυρωδιά της αλμύρας, σε μετατοπισμό απροσδιοριστίας που σε κάνει ξένο. Ξένος για λίγο στα μάτια που σε κόβουν  και σε ζυγίζουν με το παλιό ζύγι. Ξένος στον μέσα σου εαυτό που σε ψηλαφεί. Ύστερα το κρύο περονιάζει το φως και το σκοτάδι πέφτει και το δέρμα το ρυτιδώνει ο κρύος αέρας . Χειμωνιάζει. Το παλιό σου παλτό δεν φτάνει να ζεστάνει εκείνο το σημάδι στο γόνατο της παιδικής σου ηλικίας.

Παίρνεις το πλοίο. Περνάς απέναντι κάτω από τη γέφυρα με τους πυλώνες και οι δυο στεριές ακουμπούν σχεδόν στα ηλεκτρικά φώτα της νύχτας πάνω στα νερά. Πολύχρωμα φωτάκια, αστέρια μακρυνά σε σκοτεινό ουρανό κάτω από βουνά με μυθικά ονόματα. Μουσικές κυλούν στο ρεύμα των αυτοκινήτων  προς τη μεγάλη πόλη σκοτεινή και κλειστή στις  δικές της γωνίες. Τσιγγάνικες φωτιές  καίνε στο ξερό  ρέμα του ποταμούκαι στις μεγάλες πέτρες,  άσπρες σαν εκείνα τα νησιά της κιμωλίας που εκσφενδονίζει το λιγνό χέρι,σαν ήλιος στη θάλασσα. Οι τσίγκινες σκεπές λάμπουν λίγο στο φως κι ύστερα τις καταπίνει η σκουριά της νύχτας. Ακούγεται το κλάμα  και ένα τραγούδι πίσω από μια ετοιμόρροπη πόρτα.Περνάει το μπλε μιας περιπόλου κι ύστερα η ησυχία της νύχτας και το αλώνι του φεγγαριού σε μια περιπλάνηση στον αέρα της  γης που διαβάζεις σαν παραμύθι μιας χώρας. Χωριά, πόλεις, ποτάμια, λίμνες, θάλασσα, βουνά.Κάστρα, φυλακές, πλατείες,καράβια. Αναχωρήσεις, μετατοπισμοί, εκτοπισμοί και μετέωρη σκέψη. Δρόμοι και νύχτα. Χαρτιά, κέρματα, τσιγάρα. Ο ύπνος της νύχτας μιας χώρας που την κατοικούν Τσιγγάνοι. Νομάδες. Εξόριστοι στον αιώνα τον άπαντα, τυλιγμένοι στο μανδύα ενός άγνωστου αλφαβήτου που το έκαψε η λάβα των  αρχαίων ηφαιστείων

γράφει η Άγγελα Μάντζιου