Santiago Gamboa – Νυχτερινές Ικεσίες (κριτική βιβλίου)

Written by

Οι Νυχτερινές Ικεσίες (Plegarias nocturnas) είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Κολομβιανού συγγραφέα Santiago Gamboa

«Εκείνη η φωνή ήταν μόλις ένα μουρμουρητό, μια μικρή ανάσα που ήθελε να διασχίσει τους ουρανούς της Ινδίας και να φτάσει στ’ αυτιά του Μανουέλ, που εκείνη την ώρα θα το ήξερε πια και θα περίμενε με τεντωμένα αυτιά ν’ ακούσει τα λόγια της. Ένας νεαρός σ’ ένα βρώμικο και υγρό κελί, στην Μπανγκόκ· μια γυναίκα στην Τεχεράνη, ξαπλωμένη πλάι σε έναν άντρα που δεν αγαπά, παριστάνοντας ότι κοιμάται.

Λόγια, λόγια, λόγια.

Νυχτερινές ικεσίες.

Εκείνες οι λέξεις που δεν ξεστόμισαν και τώρα τις σκέφτονται και ακούγονται μες στον νου τους σαν σπαραχτικά ουρλιαχτά, κραυγές αγωνίας και αγάπης. Δυο σιωπηλές λιτανείες κι εγώ στη μέση αυτής της παράξενης καταιγίδας, κοντά σ’ έναν πλανήτη που έφτιαξαν οι δυο τους και που δεν τον κατοίκησαν ποτέ. Δυο ευάλωτα πλάσματα που λαχταρούν να βρεθούν μαζί και να ξεχαστούν απ’ όλους, αλλά η ζωή ορθώνεται ανάμεσά τους σαν τοίχος». Σελ. 214-215

«Σας αποχαιρετώ με το ποίημα-σπίτι μου, με το ποίημα-κόσμο μου:

Αργά μέσα στη νύχτα

Μην προφέρεις το όνομά μου όταν μάθεις πως πέθανα,

κι απ’ τη μαύρη γη ακόμα θα ερχόμουν στο άκουσμά σου.

Μην πεις το όνομά μου, μην πεις το όνομά μου.

Όταν μάθεις πως πέθανα, μην πεις το όνομά μου». Σελ. 372 (ΡΟΚΕ ΝΤΑΛΤΟΝ)

Το μυθιστόρημα  «Νυχτερινές Ικεσίες»,  είναι μια τοιχογραφία της ζωής στην Κολομβία την εποχή της διακυβέρνησης του Ουρίμπε. Εκτείνεται  πέρα από την Μπογκοτά και σε άλλες πόλεις, Δελχί, Μπανγκόκ, Τόκιο, Τεχεράνη. Έχει  μια αύρα αστυνομικής πλοκής καθώς αφηγείται, τμηματικά και πολυφωνικά, την σχέση ανάμεσα σε δύο αδέρφια, τον Μανουέλ και την Χουάνα  που τους ενώνει μια ιστορία φυγής και αναζήτησης, μια σύλληψη και η επικείμενη ποινή θανάτου, καθώς και η αγάπη για τη λογοτεχνία, αυτές οι κοινές αναγνώσεις που αποτελούν, από την εποχή της παιδικής τους ηλικίας,  ικεσίες προσδοκίας και απόδρασης στην ελπίδα και στο όνειρο ενός μυστικού κόσμου.

Οι δύο μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, ο φοιτητής φιλοσοφίας Μανουέλ και η Χουάνα που σπούδασε κοινωνιολογία, καθώς αφηγούνται τη ζωή τους, σε ξένο έδαφος και σε διαφορετικό χρόνο  στον πρόξενο της χώρας τους, εξομολογούνται τις σκέψεις τους για την κοινωνία στην οποία ζουν, στο πολιτικό σκηνικό της βίας όπως αυτό επηρεάζει τον αγώνα της ζωής τους στη διαδικασία της ενηλικίωσης.

Η αφηγηματική γραμμή εμπλουτίζεται σταδιακά, διακόπτεται και συμπλέκεται πολυεστιακά, αφού και ο πρόξενος-συγγραφέας γίνεται αφηγητής,  από το παρελθόν στο παρόν στο νήμα μιας  ιστορίας αγάπης και απώλειας,  μέσα στις διαψεύσεις της ζωής και της σκληρής πραγματικότητας που εκμηδενίζει τους ανθρώπους συντρίβοντας τα όνειρά τους.

Η αφήγηση εστιάζει σε πτυχές της καθημερινής ζωής στην  πρωτεύουσα της χώρας  στο οικογενειακό-κοινωνικό-μορφωτικό περιβάλλον την εποχή της νεότητάς τους. Παράλληλα αναδύεται και το πολιτικό σκηνικό της εξουσίας,  της διαφθοράς και  της βίας  που ασκείται επάνω στους πολίτες. Περιγράφεται μια κοινωνία ταξική, διεφθαρμένη και σκληρή που χρησιμοποιεί  ως όπλα επιβολής το χρήμα, τα ναρκωτικά, το σεξ, το αλκοόλ, διαβρώνοντας τους ανθρώπους, εξοντώνοντας   ακόμα και αυτούς που πολεμούν το καθεστώς και αντιστέκονται στη βία του. Ο τρόπος ζωής, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι σπουδές, τα διαβάσματα, η διασκέδαση, η ελαφρότητα και ο κυνισμός,  οι διάφορες αντιλήψεις, οι συζητήσεις, οι αντιδράσεις, οι αντιθέσεις, οι πολιτισμικές συγκρίσεις και οι παρατηρήσεις, προκύπτουν με  βιωματική αμεσότητα στο πρίσμα της οπτικής των χαρακτήρων-αφηγητών και των κινήτρων τους.

Ο συγγραφέας με κριτική ματιά, στη σκιά της ισχυρής λογοτεχνικής παράδοσης της χώρας του, σχολιάζει με καλυμμένη ειρωνεία την πραγματικότητα της ζωής, προβάλλοντας το όραμα  για τον παρηγορητικό τρόπο της λογοτεχνίας και την απήχηση  στις ζωές των ανθρώπων. Η γραφή του είναι πειστική, δημιουργεί αίσθηση αναμονής και αν και επαναλαμβάνει κάποια μοτίβα σκηνών (ναρκωτικά, σεξ) στη ροή της αφήγησης, κατορθώνει να μιλήσει για τη ζωή, για πόλεις, για την τέχνη και την πολιτική. Με αναφορές στην ποίηση και στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στη μουσική και στον κινηματογράφο, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα εκλεκτικών συγγενειών και διαχρονίας, για να μιλήσει μέσα από στίχους, έργα και πρόσωπα,  για τη ζωή, την εξέγερση, την οδύνη, την μοναξιά, την ενοχή, τον φόβο και τον θάνατο. Για το όραμα της αναζήτησης και την ευτυχία. Για την ελευθερία και την αγάπη.

«Εγώ την αγκάλιαζα και της έλεγα, είμαι έτοιμος, όποτε μου πεις σε ακολουθώ στα τυφλά, πιασμένος απ’ το χέρι σου. Έξαφνα  συνειδητοποιούσα ότι κοιμόταν, ότι είχε κάμποση ώρα που της ψιθύριζα στο αυτί λόγια που δεν άκουγε, και αναρωτιόμουν από τι σύμπαντα επέστρεφε, τόσο εύθραυστη και τόσο γενναία συγχρόνως, τόσο γεμάτη από πράγματα που προτιμούσε να αποσιωπά κι εγώ να μην τα ξέρω.

Μετά από λίγο με έπαιρνε κι εμένα ο ύπνος, καθώς άκουγα την καρδιά της». Σελ. 60

«Εκείνες οι νύχτες στο νοσοκομείο, που παρατηρούσα τα φώτα της πόλης καθώς έσβηναν, ξαπλωμένος στο νοσοκομειακό μου κρεβάτι, μάλλον υπήρξαν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της παιδικής μου ηλικίας, αν και συγχρόνως η πιο θλιμμένη». Σελ. 21

«Μου αρέσουν οι καλλιτέχνες», είπε  εκείνη. «Υποφέρουν και προτιμούν να μη βλέπουν τον κόσμο ή να μην τους βλέπει ο κόσμος». Σελ. 230

«Το θάρρος γεννιέται κάποιες φορές όταν ενώνονται δύο δειλίες. Αυτή ήταν η δική μας περίπτωση». Σελ. 250

«Εμένα μου φαινόταν απίστευτο που όλοι νόμιζαν ότι το Εθνικό Πανεπιστήμιο υποστήριζε τους αντάρτες, αφού στην πραγματικότητα η αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική. Οι περισσότεροι από τους φοιτητές προέρχονταν από τα μεσαία ή τα κατώτερα στρώματα κι αυτό ήταν που φαινόταν παράξενο σε όλους. Το γεγονός ότι οι φτωχοί είχαν ένα μέρος όπου μπορούσαν να σπουδάζουν, ότι το καλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας ήταν για κείνους. Γι’ αυτό ήθελαν να το δουν να κλείνει και τις εκτάσεις του να αξιοποιούνται για κάποιον σκοπό που θα απέφερε κέρδη, ένα εμπορικό κέντρο για παράδειγμα, με λούνα παρκ και ξενοδοχείο, τέτοια θέλουν κάποιοι, γι’ αυτό ονειρεύονται να το δουν κλειστό και τους φοιτητές του σε ομαδικούς τάφους». Σελ. 321-322

«…ήρωες όχι πλήρως προσαρμοσμένοι, με μια τάση φυγής και μεγάλη ευαισθησία, με την ανασφάλεια του ανθρώπου που έχει τραυματιστεί πολύ νωρίς στο ρινγκ,…». Σελ. 87

«Αυτό που συνέβαινε σ’ εμένα και στην αδερφή μου ήταν ασήμαντο σε σχέση με τα μεγάλα δεινά της ανθρωπότητας, αλλά ο καθένας ζει τις καταστάσεις ατομικά. Γι’ αυτό και όλη εκείνη η έλλειψη ενθουσιασμού, εκείνη η βίαιη σύγκρουση με τη ζωή, την απλή και καθαρή  ζωή. Τι να σκεφτώ; Μου άρεσε να είμαι μόνος, να πηγαίνω στα χωράφια, να κάθομαι στις αυλακιές και να περιμένω να σημάνει η καμπάνα». Σελ. 125

«Θυμηθείτε, θυμηθείτε πώς ήταν τότε τα πράγματα κύριε πρόξενε». Σελ. 256

«Εκείνη τη στιγμή, νιώθοντας πως ανοιγόταν μια χαραμάδα στην πραγματικότητα αφήνοντας χώρο να τρυπώσει η καταιγίδα, το παράλογο, κατάλαβα σε πόσο μεγάλο βαθμό εκείνη η ιστορία είχε γίνει και δική μου ιστορία». Σελ. 352

«Η μόνη απάντηση είναι να συνεχίσω να ψάχνω τη Χουάνα, να την αποπλανήσω από μακριά, ίσως σε κάποιο άλλο βιβλίο ή σε μιαν άλλη πόλη. Το είπε κι ο Ρεμπώ, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μέλλον: Et à  l’ aurore, armés  d’ une  ardente patience, nous entrerons aux splendides villes. Οι μεγαλόπρεπες πολιτείες. Εκεί συμβαίνουν οι ιστορίες, ίσως την αυγή ή μπορεί και αργά το απόγευμα, όπως και να ‘χει, μακριά  απ’ τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Θα φτάσουμε ποτέ ως αυτές;» Σελ. 374

Ξενόγλωσσος τίτλος PLEGARIAS NOCTURNAS
ISBN13 9789604355457
Εκδότης ΠΟΛΙΣ
Χρονολογία Έκδοσης Φεβρουάριος 2017
Αριθμός σελίδων 400
Διαστάσεις 21×14
Μετάφραση ΚΝΗΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Συγγραφέας/Δημιουργός (Ελληνικά) ΓΚΑΜΠΟΑ ΣΑΝΤΙΑΓΟ

cityculture.gr/ γράφει η  Άγγελα Μάντζιου