Συνέντευξη με την σκηνοθέτιδα Βαρβάρα Δουμανίδου

Written by

«Κάτω Κόσμος»  από την θεατρική ομάδα, θέατρο του Άλλοτε σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου: Μία παράσταση,  που παρουσιάζεται  στο Black Box στη Θεσσαλονίκη, βασισμένη σε  τρία δημοτικά τραγούδια και σε κείμενα της Μαρίας Ράπτη. Η σκηνοθέτις, της παράστασης «Κάτω Κόσμος», κ. Βαρβάρα Δουμανίδου, συνομίλησε μαζί μας.

κα Δουμανίδου μιλήστε μας για την παράσταση «Κάτω Κόσμος». Με ποιον τρόπο προσεγγίσατε σκηνοθετικά το κείμενο που ενσωματώνει και  τα δημοτικά τραγούδια γύρω από το γεγονός του θανάτου;

Ο Κάτω Κόσμος,  είναι μια απόπειρα να προσεγγίσουμε την έννοια της ζωής και του θανάτου όπως ακριβώς είναι. Απολύτως ρεαλιστικά δηλαδή. Μακριά από φόρμες, τεχνικές, στερεότυπες θεατρικές διαδικασίες. Οι ηθοποιοί κλήθηκαν να αφήσουν στην άκρη κάθε μοντέρνα, σύγχρονη συμπεριφορά και να αφεθούν στην μακρινή εποχή των προγόνων μας, ντυμένοι τα ήθη και τα έθιμα, την καθημερινότητα, το ύφος και την όψη των ανθρώπων εκείνων. Μια δύσκολη διεργασία και σωματικά αλλά και ψυχικά που όμως είχε ως αποτέλεσμα το σκάψιμο σε εσώτερα στρώματα της ελληνικής λαογραφίας.

Τα τρία δημοτικά ποιήματα  ήταν η αφορμή, για μια μακρά σπουδή μηνών πάνω στις λεγόμενες παραλογές και στον τρόπο που οι πρόγονοί μας αφουγκράζονταν τη ζωή αλλά και αντιμετώπιζαν την αγάπη,  τον έρωτα και τον θάνατο ως μια καθημερινότητα.  Η πρόκλησή μας, μαζί με τη Μαρία Ράπτη, ήταν να συνδέσουμε αυτά τα τρία ποιήματα σε μια ιστορία. Φτιάξαμε λοιπόν ένα χωριό και μέσα από τους χαρακτήρες του, ενσωματώσαμε τους ήρωες όπως η Λυγερή, ο Κωνσταντής, οι Αντρειωμένοι, σε μια κοινή ιστορία. Σε μια κοινή μοίρα. Η Μαρία Ράπτη έγραψε ένα αριστουργηματικό κείμενο, βασισμένο στις ιδέες των παραλογών αυτών, φτιάχνοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο συγγραφικό έργο.

Πώς «διαβάζει» ένας σκηνοθέτης ένα θεατρικό έργο; Εσείς τι επιδιώκετε να τονίσετε κάθε φορά που σκηνοθετείτε ένα έργο,  ποιες ελευθερίες δοκιμάζετε  ή  ποιες ενδεχομένως δεσμεύσεις  παραπλέετε,  μέχρι την παρουσίασή του στη σκηνή;

Κάθε έργο με το οποίο συνδιαλέγεται ο κάθε σκηνοθέτης πρέπει πρωτίστως να έχει να του πει κάτι στην ψυχή. Να του γρατζουνάει κάτι. Να τον παιδεύει, να του ξυπνά κοιμισμένες αισθήσεις. Να τον ξεσηκώνει. Η ανάγνωση είναι το μεγαλύτερο κομμάτι σε μια παράσταση. Αν αυτή δεν γίνει σωστά, από τον σκηνοθέτη αλλά και από τους ηθοποιούς, το κείμενο δεν περνά ποτέ στο κοινό. Έχω παρακολουθήσει στη ζωή  μου, ως θεατής, αμέτρητες άρτιες παραστάσεις που δεν είχαν να μου πουν τίποτα. Είναι απογοητευτικό.  Οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στο κείμενο και να το ακούμε με σεβασμό. Να ανακαλύπτουμε όλα τα επίπεδά του και να το φέρνουμε στα μέτρα μας. Μόνο έτσι κερδίζεται η πραγματική ‘’ανάγνωση’’ ενός κειμένου. Κάθε φορά που ανεβάζουμε μια παράσταση, πειραματιζόμαστε στις αισθήσεις που μας προκαλεί το κείμενο και ο σκοπός του. Όμως ως ομάδα, έχουμε και μια σημαντική εργασία.

Το σχόλιο πάνω στο έργο. Το σχόλιό μας είναι ξεκάθαρο. Ο ωμός ρεαλισμός και η προσέγγισή του, μέσα από ερμηνείες που κύριο στόχο έχουν να εντάξουν τον θεατή μέσα στη δράση, καταργώντας τις ασφαλείς αποστάσεις. Κινούμαστε – ακροβατούμε σε δυσδιάκριτα όρια, μεταξύ του ρεαλισμού και του φανταστικού, με έναν τρόπο όμως (θέλω να πιστεύω) έντιμο και ηθικό. Η τεχνική μας σαν ομάδα δοκιμάζει είδη από διαφορετικά ρεύματα, όπως είναι το budoh , το συναισθηματικό θέατρο, το θέατρο της σκληρότητας αλλά και πειραματισμούς, που γεννιούνται στις πρόβες. Καταργούμε και δημιουργούμε φόρμες, τραβάμε και σβήνουμε γραμμές, καταργούμε όρια. Τίποτα δεν είναι ανέφικτο και όλα μπορούν ν να πραγματοποιηθούν.

Πώς επιλέγετε ένα έργο και τους συντελεστές μιας παράστασης;

Κάθε φορά που καταπιάνομαι με ένα έργο ανοίγεται μπροστά μου ένα τεράστιο φάσμα δυνατοτήτων. Ίσως για αυτόν τον λόγο έγινα σκηνοθέτις. Η ανάγκη μου – αγάπη μου να δημιουργώ καινούργιους φανταστικούς κόσμους, είναι οξυγόνο για την επιβίωσή μου. Ευτυχώς συναντήθηκα στη ζωή μου με ανθρώπους, που έχουν την ίδια ανάγκη και που στην πορεία έγιναν πολύτιμοι συνεργάτες, όπως είναι η Μαρία Ράπτη, η Ευρώπη Αργυροπούλου και ο Δημήτρης Βασιλειάδης.

Επιδιώκω να εμπλέκομαι στην επιλογή των έργων και να γεννάω ιδέες προς υλοποίηση όσο δύσκολες κι αν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Όλα τα έργα που ανεβάσαμε με το Θέατρο του ‘Αλλοτε– πλην της Μπερνάρντα ΄Αλμπα- ήταν ιδέες που γεννήθηκαν στο μυαλό μου, γιατί έβλεπα κάτι διαφορετικό σκηνικά. Ωστόσο σαν ομάδα θέλουμε να σχολιάζουμε κάθε φορά και μια διαφορετική πραγματικότητα, είτε αυτό είναι ο Φόβος, είτε ο ‘Ερωτας είτε το Σκοτάδι, είτε τώρα με τον Κάτω Κόσμο, ο Θάνατος. Θέλουμε τα έργα μας να έχουν κάτι να πουν στους θεατές και να τολμήσουν να δουν κάτι παραπέρα από μια απλή θεατρική παράσταση. Να νιώσουν. Να αισθανθούν.  Η επιλογή των συνεργατών είναι μια παράξενη διαδικασία για μένα. Δεν επιλέγω πάντα με βάση το ταλέντο, πιστεύω πολύ στην πειθαρχία, στη συνέπεια, στη σκληρή δουλειά και στην αφοσίωση. Είμαστε δύσκολη και απαιτητική ομάδα και αυτό το γνωρίζουν οι ηθοποιοί που συνεργάζονται μαζί μας.

Η διαδικασία των προβών πόσο σας βοηθάει να αλλάξετε τη σκηνοθετική  σας κατεύθυνση; Στη συγκεκριμένη παράσταση «Κάτω Κόσμος», στο Black Box,  ποια στοιχεία από την αρχική παρουσίαση  κρατήσατε, ποια εξελίξατε και γιατί;

Κάθε φορά που ανεβαίνει ένα έργο εξελίσσεται. Από πρόβα σε πρόβα, από παράσταση σε παράσταση. Πόσο μάλλον όταν αλλάζουν και οι ηθοποιοί. Είναι αρκετά δύσκολο να σκηνοθετείς 14 άτομα επί σκηνής και ομολογώ, πως δεν ήταν πάντα και πολύ ευχάριστο. Πάντα όμως ο κάθε ηθοποιός έχει να σου δώσει κάτι. Αν εγώ έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου για μια σκηνή, δύσκολα θα την αλλάξει η ερμηνεία ενός ηθοποιού, όμως το θέατρο είναι ένα ζωντανό πράγμα. Οφείλεις να ακούς τους ηθοποιούς, να αντιλαμβάνεσαι τις δυνατότητές τους και να εμπνέεσαι.

Σαφώς,  παρακολουθώντας μια πρόβα,  απέρριψα πολλές φορές σκηνές που είχα στο μυαλό μου, γιατί αυτό που μου έδινε εκείνη τη στιγμή ο ηθοποιός ήταν απείρως καλύτερο από αυτό που είχα οραματιστεί εγώ. Ναι, είναι μια συναλλαγή η πρόβα. Δυνατοτήτων,  ιδεών, εμπειριών και τεχνικής. Το black box είναι ένας χώρος,  όπου οι δυνατότητες είναι άπειρες. Κάθε μαύρο κουτί είναι, για εμάς,  χώρος που μπορούμε να απλωθούμε για τις καταδύσεις μας. Φυσικά και άλλαξαν αρκετά πράγματα σε σκηνές που δεν είχαμε τη δυνατότητα, λόγω χώρου, να εντάξουμε στη προηγούμενή  μας παράσταση, οπότε το να κάνουμε πρόβες σε ένα τέτοιο θέατρο, ήταν εξαιρετικά πιο δημιουργικό.

Εσείς προσωπικά κα Δουμανίδου πότε θεωρείτε ότι ένα θεατρικό έργο είναι έτοιμο να συναντήσει τους θεατές; Πώς θέλετε να φεύγει ο θεατής μετά από μια παράστασή σας;

Ένα έργο για να συναντήσει τους θεατές, πρέπει να είναι άρτιο από όλες τις απόψεις. Πρέπει να είναι καλοδουλεμένο, με ρυθμό, με ηθοποιούς που έχουν χτίσει γερά τους  ρόλους και τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, με το κείμενο να έχει αναγνωσθεί σωστά, με την ορθοφωνία που οφείλει να έχει ο κάθε ηθοποιός, με σωστή κίνηση και φυσικά να συναισθάνεται την πραγματικότητα του έργου. Αλλιώς η παράσταση είναι ένα ψέμα που το προσφέρουμε στους θεατές και μας το επιστρέφουν αναπόφευκτα.

Οι θεατές μας, συνήθως φεύγουν με όλες τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση. Και αυτός είναι ο σκοπός μας. Το ξύπνημα των ενστίκτων και των αισθήσεων που έχουμε βάλει για ύπνο χρόνια τώρα. Θέλουμε – επιδιώκουμε τα δάκρυά τους, τον έντονο χτύπο της καρδιάς τους, το σφίξιμο στο στομάχι τους, την ενόχλησή τους. Για μας είναι παράσημα, που μας κάνουν περήφανους,  που καταφέραμε να αγγίξουμε, έστω και λίγο,  ένα κομμάτι της ψυχής τους.

Μιλήστε μας για τα μελλοντικά σας σχέδια.

Τα μελλοντικά μας σχέδια δεν είναι πολύ μελλοντικά, μιας και σε 20 μέρες από τώρα ανεβαίνει στην Αθήνα στο θέατρο Αλκμήνη,  η παράστασή μας Τυφλόμυγα, μια παράσταση βασισμένη στο απόλυτο σκοτάδι και ήδη έχουμε ξεκινήσει εντατικές πρόβες. Είναι ένα εγχείρημα, που πραγματεύεται την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, από τη στιγμή που κατέβηκε από τα δέντρα μέχρι σήμερα, αλλά σε μια παράλληλη πραγματικότητα.  Αν υποθέσουμε πως ο κόσμος,  όπως τον γνωρίζουμε, καταστράφηκε και μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία, τι θα κάναμε με αυτήν; Ένα αρκετά φιλοσοφικό κείμενο της Μαρίας Ράπτη, που μας κατευθύνει σε πολύ σημαντικά ερωτήματα. Εμείς, ως πρωταγωνιστές, δίνουμε τις απαντήσεις…

Τι είναι για σας το θέατρο κυρία Δουμανίδου;

Το θέατρο είναι μια κατάσταση ονείρου.  Βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο και συγχρόνως σε άλλους τόσους.  Δημιουργούμε, φτιάχνουμε, χτίζουμε, ανακαλύπτουμε, γκρεμίζουμε, επινοούμε πραγματικότητες μέσα σε λίγους μήνες. Παίρνουμε σελίδες χαρτιού και τις ζωντανεύουμε. Ζούμε έρωτες, θανάτους, φόβους, γέλια, δάκρυα και φτιάχνουμε ήρωες που ζουν για λίγο και μετά διαλύονται, χάνονται και σβήνουν με έναν μαγικό τρόπο. Πόσο τυχεροί είμαστε λοιπόν να υπάρχουμε, έστω και λίγο, μέσα στο όνειρο;

Μιλήστε μας για μια δυνατή εμπειρία –θετική ή αρνητική- που δοκιμάσατε ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτις στο θέατρο .

Ως σκηνοθέτις αντιπαθώ τους ηθοποιούς που επιδιώκουν την πλήρη ταύτισή  τους με το ρόλο. θεωρώ την συναισθηματική αποφόρτιση του ηθοποιού μετά από κάθε παράσταση περιττή, μιας και ο ηθοποιός οφείλει να έχει τεχνική για να μπορεί να αποδώσει στον ρόλο συγχρόνως συναισθηματικά αλλά και ρεαλιστικά.

Ωστόσο στα 21 χρόνια που ασχολούμαι επαγγελματικά με το θέατρο,  ο ρόλος που κάνω, ως τρελή του χωριού, τώρα στον Κάτω Κόσμο (που οφείλω να σας πω πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο) μου δημιουργεί μια αδιόρατη συμπάθεια, ως προς τον χαρακτήρα που υποδύομαι,  που ήταν αρκετές οι φορές που συγκινήθηκα βιώνοντας την απόρριψη από τους  υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου. Ένιωσα, πώς είναι, να είσαι ένα αδύναμο πλάσμα, διαφορετικό από τους υπόλοιπους, σε μια σκληρή κοινωνία που αποφεύγει να συγχρωτίζεται μαζί του. Ήταν δύσκολο.

Αν το θέατρο ήταν  μια μουσική, πώς θα την  ακούγατε;

Για μένα το θέατρο είναι μουσική. Με ακολουθεί παντού όπως και η μουσική. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω την καθημερινότητά μου, θα έλεγα πως είναι ένα ατελείωτο σκηνικό, όπου η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι πρωταγωνιστεί σε όλες μου τις σκηνές.

-Σας ευχαριστούμε πολύ κα Δουμανιδου.

-Σας ευχαριστώ για τις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας.