Σκιαγραφώντας τη ρωσική λογοτεχνία

Written by

Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Η πρώτη έκθεση βιβλίων πραγματοποιήθηκε στην Φραγκφούρτη της Γερμανίας, πριν από 500 χρόνια. Μέχρι το τέλος του 17ου αι., ήταν η σημαντικότερη έκθεση βιβλίων στην Ευρώπη. Μετά από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η πρώτη έκθεση βιβλίων πραγματοποιήθηκε και πάλι στην ίδια πόλη το 1949, στην εκκλησία του Αγ. Παύλου στο κέντρο της Φραγκφούρτης και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί τον κεντρικό πόλο έλξης για όλο το πνευματικό κόσμο του βιβλίου.

 

Ο κατάλογος της έκθεσης του 1573

Ο κατάλογος της έκθεσης του 1573

 

 

Η παραγωγή του βιβλίου στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά εκ του μηδενός μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε το ελληνικό βιβλίο παραγόταν στα τυπογραφεία της δυτικής Ευρώπης. Από εκεί μεταφερόταν στην Ελλάδα και απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο μορφωμένο κοινό. Η δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους άλλαξε το κοινωνικό περιβάλλον του βιβλίου. Ο παράγοντας που επέδρασε ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στη χώρα, ήταν η επανάσταση στην «ανάγνωση». Η κλίση της κοινωνίας προς την εκπαίδευση, η θεμελίωση του σχολικού συστήματος, η ίδρυση του Πανεπιστημίου (στην οποία συνεισέφεραν όλα τα κοινωνικά στρώματα) διαμόρφωσαν ένα μόνιμο πλαίσιο κι ένα δυνάμει καταναλωτικό κοινό για την παραγωγή και την κυκλοφορία του βιβλίου.
Η γένεση της σύγχρονης εκδοτικής επιχείρησης συντελέστηκε στις αρχές του 20ου αι. μέσα από μια δέσμη από καινοτομίες που εφάρμοσαν ορισμένοι πρωτοπόροι εκδότες. Είναι ενδιαφέρον ότι οι καινοτομίες αυτές βρήκαν την πιο ολοκληρωμένη τους έκφραση σε εκδοτικές επιχειρήσεις που προέρχονταν από βιβλιοπωλεία και γενικότερα το κύκλωμα της διακίνησης. Οι παραδοσιακοί τυπογράφοι δυστυχώς δεν μπόρεσαν να ανέβουν το σκαλί της σύγχρονης εκδοτικής επιχείρησης.
Γενικότερα το βιβλίο μετατράπηκε σε υψηλή πολιτιστική κατηγορία με ένα ολόκληρο κόσμο γύρω του. Η κοινωνική καταξίωση του έθεσε σε νέες βάσεις το ζήτημα του αναγνωστικού κοινού και ο αυξανόμενος πληθωρισμός των εκδόσεων, την ανάγκη για διεύρυνσή του.
Το 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης διοργανώθηκε με αποκλειστική ευθύνη και επιμέλεια της Ένωσης Εκδοτών Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1982, με την αμέριστη στήριξη της Υπουργού Πολιτισμού, αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. Από το 2003 το Φεστιβάλ ακολούθησε τον διεθνή δρόμο, όπως και όλα τα φεστιβάλ Βιβλίου στον Κόσμο. Κάθε χρόνο τιμάται και μια χώρα για τη λογοτεχνική συμβολή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Φέτος τιμώμενη χώρα είναι η Ρωσία.
ppr

Το Ευαγγέλιο του Όστρομιρ, 1056

Το Ευαγγέλιο του Όστρομιρ, 1056

Η ρωσική λογοτεχνία, θα τολμούσαμε να υποθέσουμε ότι ξεκίνησε το 10ο αι., όταν οι Ρώσοι είχαν ήδη δεχθεί την κυριλλική γραφή και τον γραπτό λόγο.
Έδρα του ρωσικού κράτους μέχρι και τον 13ο αι., όταν η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας κατακτήθηκε από τους Τατάρους, ήταν το Κίεβο, γι αυτό και η πρώιμη αυτή περίοδος, στην ιστορία, τις τέχνες και τα γράμματα, ονομάζεται περίοδος του Κιέβου. Μια σημαντική λογοτεχνική δραστηριότητα αποτελούσαν οι μεταφράσεις κυρίως της χριστιανικής εκκλησιαστικής γραμματείας, αλλά και κάποιων βιβλίων της θύραθεν ιστορίας.
Το Ευαγγέλιο του Όστρομιρ, αποτελεί το παλαιότερο δείγμα γραφής που διαθέτουμε μέχρι σήμερα. Ακολουθούν εκδόσεις των τεσσάρων Ευαγγελίων, το Βιβλίο της Αποκάλυψης, οδηγοί των μοναστικών κανόνων, ομιλίες και κυρίως βιογραφίες αγίων, με έντονα, όπως συνηθίζεται, τα μυθοπλαστικά στοιχεία.

«Ομιλίες για το Δίκαιο και τη Χάρη του Θεού», 1050

«Ομιλίες για το Δίκαιο και τη Χάρη του Θεού», 1050

Στον μοναχό Νέστωρα (1056-1113), στον οποίο αποδίδεται η συγγραφή των βίων των πρώτων Ρώσων αγίων Μπόρις και Γκλέμπ αποδίδεται επίσης ένας τόμος με ιστορίες που συνέλεξε από τη ζωή των μοναχών, καθώς και διάφορα άλλα θρησκευτικά κείμενα. Το «Παραμύθι των περασμένων ετών: το Πρώτο Χρονικό του Κιέβου», μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του ρωσικού λαού γράφτηκε στο τέλος της ζωής του και αποτέλεσε οδηγός για της ιστοριογραφίας.
Από την ίδια περίοδο σώζονται δυο εξαιρετικά έργα τα οποία με τη σειρά τους έπαιξαν το πρωταγωνιστικό ρόλο. Πρόκειται για το «Ομιλίες για το Δίκαιο και τη Χάρη του Θεού», γραμμένο από τον μοναχό Ιλαρίωνα το 1050, μια ολοκληρωμένη θεολογική μελέτη για τις διαφορές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και «Το τραγούδι της εκστρατείας του Ιγκόρ», ένα είδος επικού ποιήματος που ασχολούνταν με τα στρατιωτικά κατορθώματα του Πρίγκιπα Ιγκόρ.

 

Η επόμενη περίοδος χαρακτηρίζεται από δυο γεγονότα. Την κατάκτηση του Κιέβου και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Μόσχα, και την ίδρυση της ονομαζόμενης Σχολής του Κουλίκοβο, η οποία ανέλαβε συστηματικά την καταγραφή της ιστορίας του ρωσικού λαού και κυρίως των μεγάλων Αρχόντων των πολυάριθμων ηγεμονιών που δημιουργήθηκαν.
Μέχρι και τον 16ο αι. η ιστοριογραφία και η εκκλησιαστική γραμματεία, η οποία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα του Ησυχασμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Γρηγόριο τον Παλαμά το 14ο αι., θα συνεχίσουν να απασχολούν τον πνευματικό κόσμο των Ρώσων. «Ο Βίος του αγίου Σεργίου του Ράντονεζ», γραμμένο το 1418, θεωρείται το πιο αξιοσημείωτο δείγμα αυτής της εποχής, ενώ το πιο εντυπωσιακό είναι η μετάφραση της «Χρονικής Σύνοψις» του Κωνσταντίνου Μανασσή, ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο όπου ο συγγραφέας του αφηγείται την ιστορία από κτίσεως κόσμου μέχρι και το θάνατό του που συνέπιπτε με την άνοδο στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης της Δυναστείας των Κομνηνών.
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, πρόσφερε το κατάλληλο έδαφος στους Μοσχοβίτες να ονομάσουν την πόλη τους τρίτη και τελευταία «Νέα Ρώμη» και να θεωρήσουν εαυτόν ως το νόμιμο κληρονόμο της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μια σειρά εγκυκλοπαιδικών έργων και νομικών κωδίκων βοήθησαν στην οικειοποίηση αυτή. Αυτό βέβαια είχε και ως συνέπεια (θετική ή αρνητική δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ούτε να υποθέτουμε) την απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση και την Αναγέννηση. Εκείνο που ξεχωρίζει δικαίως αυτή την εποχή και που θα επηρεάσει και τους επόμενους αιώνες, είναι η εμφάνιση λαϊκών αναγνωσμάτων και παιδικών παραμυθιών. Ταξιδιωτικές ιστορίες, άλλοτε φανταστικές και άλλοτε πραγματικές, «ταξιδεύουν» τη σκέψη του λαού σε χώρες και πολιτισμούς μακρινούς, ψυχαγωγώντας, μορφώνοντας και προβληματίζοντας τους ταυτόχρονα.
Ο 17ος αιώνας ξεκίνησε με μια περίοδο πολιτικού χάους. Η Ρωσία συγκλονίστηκε από τους αγώνες για την εξουσία, τις εξεγέρσεις του αγροτικού πληθυσμού και τις επιθέσεις εξωτερικών εχθρών, μέχρι την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Ρομανώφ. Η περίοδος αυτή «γέννησε» μια νέα μορφή λογοτεχνίας με καταγραφές των αναμνήσεων προηγούμενων ετών. Το βιβλίο που ξεχωρίζει είναι το: «Η ιστορία που πρέπει να θυμούνται οι μελλοντικές γενιές» (1620). Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, η ρωσική λογοτεχνία δέχθηκε μεγάλες αλλαγές. Καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή αυτών των αλλαγών έπαιξε ο μοναχός Συμεών Πολότσκι, ο οποίος εισήγαγε τη συλλαβική ποίηση (στίχος που μετριέται από τον αριθμό των συλλαβών σε κάθε γραμμή), με βάση τα δυτικά πρότυπα, καθώς και το δραματικό θέατρο.
Η ηγεμονία της Ακαδημίας του Κιέβου στα ρωσικά γράμματα συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου. Οι Στέφανος Γιαβόρσκι, Θεοφάνης Προκόποβιτς και ο άγιος Δημήτριος του Ροστόφ, θεωρούνται ως οι τρεις πιο σημαντικοί συγγραφείς αυτής της περιόδου, και ταυτόχρονα οι τελευταίοι εκπρόσωποι της Ακαδημίας του Κιέβου που πρωταγωνίστησε για επτά αιώνες.
Η δυτικοποίηση της Ρωσίας από τον Μεγάλο Πέτρο είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της καθημερινής ζωής, κυρίως των εκπροσώπων των ανωτέρων τάξεων. Με μια νέα πρωτεύουσα την Αγία Πετρούπολη, χτισμένη στα πρότυπα της Βενετίας, ο ρωσικός κόσμος δείχνει να εγκαταλείπει την παράδοσή του και να στρέφεται με φανατισμό σε κάθε τι ευρωπαϊκό. Οι γόνοι των μεγάλων οικογενειών στέλνονται για σπουδές στην Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και όταν επιστρέφουν ένα νέος άνεμος πνέει πάνω από όλη τη ρωσική επικράτεια. Ο τρόπος ενδυμασίας, το απογευματινό τσάι, το κυνήγι, οι συγκεντρώσεις τα Σαββατοκύριακα για πικ-νικ, οι αναγνώσεις κειμένων στο πρωτότυπο (άσχετα αν δεν γίνονται κατανοητές) υπό τους ήχους του πιάνου, κάνουν κάθε τι ρωσικό να φαντάζει επαρχιακό. Το ίδιο και η λογοτεχνία. Ο πνευματικό κόσμος αναγκάζεται να προβεί σε μεταφράσεις ευρωπαίων λογοτεχνών και να σταματήσει, έστω και παροδικά, τη παραγωγή νέων λογοτεχνικών έργων.
Η βασιλεία της Αικατερίνης Β΄ της «Μεγάλης», χαρακτηρίζει ολόκληρο σχεδόν τον 18ο αι. Παντρεμένη με τον Τσάρο Πέτρο Ρομανώφ, η Αικατερίνη αναγκάστηκε να μάθει πολύ γρήγορα την ρωσική γλώσσα καθώς και τα ήθη και έθιμα του ρωσικού λαού. Ο ανεπιτυχής όμως γάμος της με τον Πέτρο την υποχρέωσε να παραμένει κλεισμένη στα ανάκτορα, όπου προκειμένου να βρει μια συντροφιά, κατέφυγε στην ανάγνωση και συγγραφή βιβλίων. Η λογοτεχνία έγινε ο δεύτερος και ουσιαστικός σύντροφός της. Το κίνημα του Διαφωτισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη την επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, κυρίως τα έργα του Βολτέρου. Η Αικατερίνη, όταν ανέλαβε ως Τσαρίνα την αρχηγία του κράτους, έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών.

3Η μεγαλύτερη μορφή των επιστημών και των γραμμάτων της εποχής αυτής είναι αδιαμφισβήτητα ο Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Λομονόσοφ (1711-1765). Ο πατέρας του, ένας ψαράς, πήρε το αγόρι όταν ήταν δέκα ετών για να τον βοηθήσει στην εργασία του, αλλά η επιθυμία του για γνώση ήταν απεριόριστη. Τα λίγα βιβλία που είχε στη διάθεσή του τα έμαθε σχεδόν απέξω, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα εκπαίδευσης στο σπίτι, αποφάσισε να πάει με τα πόδια στη Μόσχα. Στα δεκαεπτά του, με την επέμβαση φίλων, έγινε δεκτός στη Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία. Εκεί η πρόοδός του ήταν πολύ γρήγορη, και το 1734 στάλθηκε από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη. Και πάλι η ικανότητά του, ειδικά στις φυσικές επιστήμες, ήταν χαρακτηριστική και ήταν ένας από τους νέους Ρώσους που επιλέχτηκαν για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους στο εξωτερικό. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στην Έσση της Γερμανίας, ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια του Διαφωτισμού, σε μία εποχή που τα πανεπιστήμια σπάνιζαν. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Μάρμπουργκ, άρχισε επίσης να ασχολείται με την ποίηση, με φανερές επιδράσεις από τους Γερμανούς συγγραφείς. Η «Ωδή στη λήψη του Κοτίν από τους Τούρκους» συντέθηκε το 1739, και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στην Αγία Πετρούπολη.
Όταν ο Λομονόσοφ επέστρεψε στηΡωσία, έγινε καθηγητής χημείας στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, όπου διετέλεσε και διευθυντής. Πρόθυμος να βελτιώσει τη ρωσική εκπαίδευση, έπεισε τον προστάτη του Ivan Shuvalov για την ίδρυση του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας (που ονομάζεται σήμερα Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ) το 1755. Το 1764 διορίστηκε στη θέση γραμματέα του κράτους. Το 1755, συνδυάζοντας την παλαιά εκκλησιαστική σλαβική με την δημοτική ρωσική γλώσσα, συνέθεσε μια μεταρρυθμιστική γραμματική, η οποία είχε επίδραση και στη λογοτεχνία. Για να προάγει τις λογοτεχνικές θεωρίες του, έγραψε περισσότερες από είκοσι σοβαρές εθιμοτυπικές ωδές, ειδικότερα την «Περισυλλογή βραδιού στο Μεγαλείο του Θεού». Το 1760 δημοσίευσε επίσης την «Ιστορία της Ρωσίας».

ppr4Ο Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν (1766-1826) έμεινε στην ιστορία των ρωσικών γραμμάτων για τον κυρίαρχο ρόλο του στο μετασχηματισμό και την εξέλιξη της ρωσικής λογοτεχνίας και τη συγγραφή του μνημειώδους έργου «Ιστορία του Ρωσικού Κράτους» σε έντεκα τόμους, ενώ ο δωδέκατος έμεινε ανολοκλήρωτος λόγω του θανάτου του. Γιος ευγενούς γαιοκτήμονα και λοχαγού του τσαρικού στρατού, έτυχε λαμπρής μόρφωσης από οικοδιδάσκαλους στο κτήμα του πατέρα του στο χωριό Μιχαήλοφκα, μετέπειτα στην πόλη του Σιμπίρσκ και αργότερα στη Μόσχα. Στη συνέχεια πήγε στην Αγία Πετρούπολη όπου γνώρισε τον αξιόλογο ποιητή Ιβάν Ιβάνοβιτς Ντμίτριγιεφ με τη βοήθεια του οποίου βρήκε εργασία ως μεταφραστής έργων ξένων συγγραφέων στη ρωσική γλώσσα. Το 1789 ταξίδεψε για δεκαέξι περίπου μήνες στην Ευρώπη επισκεπτόμενος τη Γερμανία, την επαναστατημένη τότε Γαλλία, την Ελβετία και τη Μεγάλη Βρετανία. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα ήθη και έθιμα αυτών των χωρών και εντυπωσιάστηκε από την Ελβετική Δημοκρατία, χωρίς να αποβάλει όμως τις μοναρχικές του πεποιθήσεις. Το ταξίδι αυτό έδωσε στον Καραμζίν την αφορμή και το πλούσιο υλικό για την πρώτη μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία του. Ο νεαρός Ρώσος αντίκρισε μια Ευρώπη που θέλησε να αποκαλύψει στους συμπατριώτες του και καταπιάστηκε με το εξάτομο έργο «Επιστολές ενός Ρώσου ταξιδιώτη» (1797-1801), το οποίο όπως παρατηρεί ο Χέλμουτ Γκράσχοφ, συνδυάζει τα προσωπικά αισθήματα του ταξιδιώτη με την ακριβή περιγραφή των πόλεων που επισκέφθηκε, προσφέροντας στο ρωσικό κοινό μια ποικιλόχρωμη και συναρπαστικά γραμμένη Εγκυκλοπαίδεια της Δυτικής Ευρώπης. Ανάμεσα στα διηγήματα του Καραμζίν ξεχωρίζει «Η φτωχή Λίζα» (1792), ένα διήγημα το οποίο άσκησε άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονούς του.
Με το έργο του Καραμζίν εγκαινιάσθηκε στη Ρωσία η υψηλή σε λογοτεχνικό ύφος, αλλά και συστηματικά θεμελιωμένη σε όλες τις προσιτές ως την ώρα εκείνη πηγές, ιστοριογραφία. Έξοχος διηγηματογράφος, καθιέρωσε στον πεζό λόγο τη ζωντανή ρωσική γλώσσα, και επιδόθηκε σε επίμονη και συστηματική μελέτη των Χρονικών, τα οποία φυλάγονταν σε μοναστήρια, όπως και των δημόσιων εγγράφων, που ήταν καταχωνιασμένα σε αρχεία. Αφιέρωσε πολλά χρόνια στην ανακάλυψη των ιστορικών αυτών πηγών και στη μελέτη τους, χωρίς διόλου να απωλέσει τη φρεσκάδα του πνεύματός του, όπως σε πολλούς ερευνητές συμβαίνει σε τόσο απαιτητικές εργασίες.
Η ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα θεωρείται ως μια από τις πιο γόνιμες περιόδους της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

ppr5Ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (1799–1837), θεωρείται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας και δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας. Με τους γονείς του μιλούσε γαλλικά, συνήθεια των ευγενών της εποχής. Τα ρωσικά τα έμαθε από τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του και τους δουλοπάροικους που υπηρετούσαν στο σπίτι του. Το 1811, σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη και μπήκε υπότροφος στο Λύκειο του Τσάρσκογιε Σελό, που μόλις είχε εγκαινιάσει τη λειτουργία του, ιδρυμένο από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄. Το Λύκειο αποτέλεσε λίκνο ελεύθερων πνευμάτων και επαναστατών, με πολλούς νέους, τέκνα ευγενών, να ενστερνίζονται φιλελεύθερες ιδέες. Η ποίηση αποτελούσε μάθημα με μεγάλη σπουδαιότητα, με τους μισούς μαθητές να γράφουν ποιήματα. Το 1815 ο Πούσκιν έγραψε το ποίημα «Ο ίσκιος του Φονβίζιν», όπου σατίριζε δριμύτατα τους αρχαΐζοντες (τους ομιλητές της σλαβονικής γλώσσας), παίρνοντας σαφή θέση στο γλωσσικό πρόβλημα που γνώριζε όξυνση τότε. Ο Πούσκιν όταν αποφοίτησε διορίστηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Άρχισε να συχνάζει σε λογοτεχνικούς κύκλους και να ζει έντονα. Ο πρίγκιπας Πιοτρ Αντρέγεβιτς Βιάζεμσκι έγραφε τότε στον θείο τού ποιητή, Βασίλι Πούσκιν: «Πρέπει να τον κλείσουμε σε κανένα φρενοκομείο. Τι διαβόλους έχει μέσα του! Όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου δίνω, για να μπορώ να γράψω τέτοιους στίχους. Αυτό το λυσσασμένο ξεπεταρόνι θα μας καταφέρει όλους εμάς-εμάς και τους προγόνους μας». Πολλά ποιήματα που έγραψε ο Πούσκιν στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα και άλλα ισχυρά πάθη, όπως το ποίημα «Ο θρίαμβος του Βάκχου». Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο, ένα κωμικοηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων, το «Ρουσλάν και Λιουντμίλλα», ένα μεγάλο παραμύθι με θρυλικές περιπέτειες του ήρωα, που αναζητά την αγαπημένη του κι αγωνίζεται να τη σώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις. Παράλληλα όμως συνέχισε την καυστική μέσω των γραπτών του κατά της κοινωνικής κατάστασης στην τσαρική Ρωσία και της έντονης δεσποτικής φύσης της, προκαλώντας τελικά την οργή του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στη Σιβηρία ή στον ακόμα πιο παγωμένο Βορρά, σε ένα μοναστήρι σε ένα νησί της Λευκής Θάλασσας. Έσπευσαν πάντως να τον βοηθήσουν τρεις κορυφαίοι τότε εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι και ο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, άντρας με εξαιρετική ευρυμάθεια. Ενεργοποίησαν υψηλές γνωριμίες τους και με τη συνδρομή και της τσαρίνας κινητοποιήθηκαν για να τον σώσουν από την οργή του τσάρου. Την πλάστιγγα όμως οριστικά υπέρ του έκρινε ο Ιωάννης Καποδίστριας, άμεσος προϊστάμενος του Πούσκιν στο Υπουργείο Εξωτερικών, αφού πρώτα του υποσχέθηκε ο Πούσκιν να μείνει μακριά από την πολιτική για ένα χρόνο. Μετά την υπόσχεση αυτή ο Καποδίστριας απέσπασε την έγκριση του τσάρου για μετάθεση του αντιδραστικού Πούσκιν στη Νότια Ρωσία. Την ίδια εποχή, έγραψε μια από τις καλύτερες μπαλάντες του, «Το τραγούδι του σοφού Ολέγκ», βασισμένο σε ένα σκανδιναβικό και ρωσικό μύθο. Η μπαλάντα ακολουθούσε το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού και μιλούσε για την αξία της συντροφικότητας, τους φίλους που αφήσαμε πίσω, την αλαζονεία, την τιμή, τις αρχέγονες ιδέες της συλλογικότητας που προδώσαμε και τη νέμεση. Είναι ποίημα σαφώς επηρεασμένο από το έργο του λόρδου Μπάιρον. Η λογοκρισία των έργων του, την οποία σύμφωνα με την υπόσχεσή του ασκούσε προσωπικά ο τσάρος, ήταν πολύ πιεστική και η παρακολούθηση της αστυνομίας πολύ στενή. Επί πλέον οι κριτικοί αντιμετώπισαν τα έργα του αυτής της περιόδου δυσμενώς και, το χειρότερο, πολλοί ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ως αποστάτη . Παρά ταύτα εκείνη την εποχή έγραψε τις λεγόμενες «μικρές τραγωδίες»: «Μότσαρτ και Σαλιέρι», «Ο πέτρινος επισκέπτης», πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα.
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε για τον Πούσκιν: «Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός» και ο Μαξίμ Γκόρκι: «Για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής».
ppr6Φιόντορ Ιβάνοβιτς Τιούτσεφ (1803- 1873). Διακεκριμένος Ρώσος ποιητής και διπλωμάτης. Δεν συμμετείχε στην λογοτεχνική ζωή και ούτε θεωρούσε τον εαυτό του λογοτέχνη. Έχουν διατηρηθεί 400 περίπου ποιήματά του, αποσπάσματα των οποίων έγιναν τόσο δημοφιλή που πέρασαν στο στόμα του ρωσικού λαού ως παροιμίες. Τα πρώτα ποιήματά του υφίστανται την επίδραση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Αποτελούν φιλοσοφικά, στοχαστικά ποιήματα με βασικά θέματα την Κτίση, την φύση, την ανθρώπινη μοίρα. Τη δεκαετία του 1850 δημιουργεί μία σειρά ερωτικών ποιημάτων γεμάτη διαπεραστικό αίσθημα αγάπης και καημού. Τα ποιήματα αυτά αργότερα ενώθηκαν στο λεγόμενο «Ντενίσιεφσκι» κύκλο, αφιερωμένο στην ερωμένη του ποιητή την Ε. Α. Ντενίσιεβα. Τις επόμενες δεκαετίες του 1860 και 1870 στα έργα του κυριαρχούν πολιτικά θέματα. Το πιο γνωστό ποίημα του Τιούτσεφ «Σιωπή» είναι ένα πικρό προσκλητήριο στη σιωπή, ένα παράπονο για την ακατανοησία των ανθρώπων.

ppr7Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852). Τα έργα του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Το 1828 πήγε στην Αγία Πετρούπολη, όπου εξασφάλισε διορισμό στο δημόσιο κι έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Ταράς Μπούλμπα», όπου ο συγγραφέας εξέταζε τη ζωή των κοζάκων του 16ου αιώνα, αποκάλυψε τη μεγάλη δυνατότητα του για την ακριβή και συμπονετική απεικόνιση χαρακτήρων, καθώς και το σπινθηροβόλο χιούμορ του. Το 1836, έκανε την εμφάνισή του «Ο Επιθεωρητής», μια εύθυμη σάτιρα για τη φιλαργυρία και την ηλιθιότητα των γραφειοκρατών ανώτερων υπαλλήλων, μια φαρσοκωμωδία που θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας. Μεταξύ 1826-48 που εγκαταστάθηκε προσωρινά στη Ρώμη, κυκλοφόρησε το έργο του «Οι Νεκρές Ψυχές», ένα μυθιστόρημα που θεωρείται η μέγιστη δημιουργική προσπάθειά του κι ένα από τα πιο συναισθηματικά μυθιστορήματα στη παγκόσμια λογοτεχνία. Το έργο αυτό άσκησε τεράστια επιρροή στις μετέπειτα γενιές των ρώσων συγγραφέων. Πολλά από τα πνευματώδη ρητά που γράφονται στις σελίδες του έχουν γίνει ρωσικά αποφθέγματα.

ppr8Ο Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ (1818-1883), ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις και το χάσμα πλουσίων και φτωχών, φορτίστηκε με μεγάλη έμπνευση κατά της κοινωνικής αδικίας. Η λογοκρισία της εποχής, παρόλο που δεν επέτρεψε να ανεβούν όλα τα θεατρικά του έργα επί σκηνής, μερικά από αυτά σήμερα θεωρούνται ορόσημα στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου. Δεδομένου του γενικού αρνητικού κλίματος στη Ρωσία για τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες του, η αρνητική κριτική στο μυθιστόρημά του «Πατέρες και παιδιά» (1863) στάθηκε αφορμή να φύγει οριστικά με πρώτο σταθμό του το Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο και, τελικά, το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου. Εκεί είδε επιτέλους μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος τού απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εκείνα τα τελευταία του χρόνια ακόμη και η Ρωσία τού επεφύλασσε θερμές υποδοχές όποτε την επισκεπτόταν.

ppr9Ο συγγραφέας Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι (1821-1881), θεωρείται ως μια κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ντοστογιέφσκι ύστερα από μία αρχική κατ΄οίκον διδασκαλία πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό το επάγγελμα. Το 1843 έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας, η οποία ξεκινούσε από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του. Την άνοιξη του 1849 είχε προσχωρήσει σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη που έγινε γνωστή ως κίνηση Πετρασέφσκι ή οι Πετρασέφσκηδες. Ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη ως προδότης και συνωμότης και του επιβλήθηκε ποινή τεσσάρων ετών καταναγκαστικά έργα και στρατιωτική υπηρεσία ως απλός στρατιώτης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Το 1859 επιστρέφει στην Πετρούπολη, όπου εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε το σχεδόν νοσηρό του πάθος για τα τυχερά παιχνίδια, ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής δυσχέρειας, που τον έφερε στο χείλος της υλικής και της σωματικής καταστροφής. Σε αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: «Ο παίκτης», «Οι αδερφοί Καραμαζώφ», «Έγκλημα και Τιμωρία», «Ο Ηλίθιος», «Οι δαιμονισμένοι».
Τη ρωσική ποίηση του 20ου αιώνα δεν μπορείς να τη δεις ξέχωρα, ούτε από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της χώρας αλλά και τις τύχες των ποιητών της, ούτε από τις πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές που αυτά προκάλεσαν.

ppr10Ο Λέων Τολστόι (1828-1910), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Προσπάθησε να βρει το αληθινό νόημα του Χριστιανισμού, πιστεύοντας πως σκοπός της ζωής δεν είναι να εξυπηρετεί κανείς την κατώτερη ζωική φύση, αλλά τη φωτεινή δύναμη, που βρίσκεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και η οποία βοηθάει τον άνθρωπο να αναγνωρίζει το αγαθό. Εκτός όμως από αυτές τις αντιλήψεις, ο Τολστόι κατάφερε ν’ απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα. Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Ως καλλιτέχνης ο Τολστόι διακρίνεται για τη βαθιά γνώση των κρυφών πτυχών της ψυχής και την άμεση καθαρότητα του αισθήματος. Το έργο του είχε τεράστια σημασία και άσκησε γόνιμη επίδραση στη ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία. Στον πόλεμο της Κριμαίας πήρε μέρος ως αξιωματικός του πυροβολικού και του απονεμήθηκαν πολλές ανώτερες διακρίσεις. Ο αποτροπιασμός για τις φρικαλεότητες του πολέμου αυτού καθρεφτίστηκε στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης» (1855-1859). Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Στο άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα, την «Άννα Καρένινα» (1873), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας. Η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι εκδηλώθηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός του «Ανάσταση» (1889). Ο Τολστόι έγραψε και θεατρικά έργα όπως «Το κράτος του ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» (κωμωδία). Άλλα έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη». Με τα θρησκευτικά κείμενά του ήρθε όμως σε αντιδικία με την εκκλησία της Ρωσίας, η οποία τον απέβαλε από τις τάξεις της το 1901.

ppr11Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ (1860–1904) ήταν Ρώσος ιατρός, δραματουργός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωες του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην προπαρασκευαστική τάξη του ενοριακού ελληνικού σχολείου του Ταγκανρόγκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Το 1879 ο Τσέχωφ μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά με το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ». Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων, «Τα παραμύθια της Μελπομένης» και το 1885 οι «Φανταχτερές Ιστορίες». Παράλληλα με το επάγγελμα του ιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο «Κύκνειο άσμα». Το 1898-99 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του «Ο Γλάρος» και «Ο θείος Βάνιας». Η συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα «Οι τρεις αδελφές». Το 1904, λίγο πριν το θάνατό του, το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει το έργο του «Ο βυσσινόκηπος».

ppr12Ο Σολομών Άνσκυ (1863-1920), ψευδώνυμο του Σολομών Ραππαπόρτ, ήταν Ρωσο-εβραίος θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία 16 ετών, ο Άνσκυ έγινε μέλος στο Κίνημα της Χασκάλα (= Διαφωτισμός), που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του ΙΗ’ αιώνα υπό την επίδραση των θεωριών του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον, με σκοπό την πνευματική χειραφέτηση του εβραϊκού λαού και την πολιτιστική επιβίωσή του. ‘Ενα από τα αποτελέσματα του Κινήματος αυτού ήταν η ανανέωση του ενδιαφέροντος για συγγραφή έργων με γλωσσικό όργανο τα εβραϊκά. Μέχρι το 1904, ο Άνσκυ έγραφε κυρίως στα ρωσικά. Μετά όμως στράφηκε στη γερμανοεβραϊκή διάλεκτο γίντις (Yiddish), τη λαϊκή γλώσσα των απέραντων ιουδαϊκών κοινοτήτων της κεντροανατολικής Ευρώπης. Επιστρέφοντας στη Ρωσία το 1905, έγραψε λαϊκούς μύθους και ιστορίες από τη ζωή των Εβραίων της Διασποράς, πλουτίζοντας τη γιντιστική λογοτεχνία με τις αξίες της λαϊκής εβραϊκής παράδοσης. Η πλούσια γνώση της λαϊκής παράδοσης του λαού του ενέπνευσε στον Άνσκυ το αριστουργηματικό έργο του «Ντυμπούκ», βασισμένο σε μια πανάρχαιη λαϊκή πρόληψη, όπου ο κόσμος της πραγματικότητας συναπαντιέται με το υπερφυσικό στοιχείο. Είναι μια παράξενη ερωτική ιστορία, γεμάτη δύναμη και λυρισμό, που έχει, παρ’ όλα τα φυλετικά στοιχεία της, μια παγκόσμια γοητεία. Και αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο σπουδαία έργα στο ρεπερτόριο της εβραϊκής θεατρικής σκηνής.

ppr13Ο Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936) ήταν ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και ενεργό πολιτικό στέλεχος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ ή Πεσκόφ, ενώ το Γκόρκι το επέλεξε ως ψευδώνυμο επειδή σημαίνει πικρός. Αντιτάχτηκε πολλές φορές στο τσαρικό καθεστώς και πέρασε πολύ καιρό στις φυλακές ή στην εξορία. Από τη μεγάλη φτώχια που βίωνε η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και ν’ αναζητήσει την τύχη του. Δοκίμασε διάφορα επαγγέλματα όπως, βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος γύρισε όλη τη Ρωσία, γνωρίζοντας τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήταν εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και την πολιτική του πορεία. Από το 1892 κιόλας, άρχισε να εκδηλώνεται η αγάπη του για τη λογοτεχνία. Ξεκίνησε να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ’ επαρχιακές εφημερίδες. Τότε εργαζόταν στην εφημερίδα Tiflis του Καυκάσου χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Jehudiel Khlamida, προτού επιλέξει το Γκόρκι. Τρία χρόνια μετά, γνωρίζεται με το συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο, ο οποίος τον βοηθάει στη δημοσίευση του πρώτου διηγήματός του «Τσελκάς», που γνώρισε κάποιο ενδιαφέρον. Το 1899 οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του, γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ευρώπη. Το 1902 η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρες μετά ο Τσάρος Νικόλαος ο Β’ ακυρώνει την εκλογή του, επειδή τα βάζει με τη λογοκρισία του τύπου που εφαρμόζεται. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Λένιν και γίνονται φίλοι. Τρία χρόνια μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού «Νέα Ζωή» κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1905 κι εκεί μέσα γράφει ένα βιβλίο που φαινομενικά αναφέρεται στην επιδημία χολέρας του 1862, μα ουσιαστικά μιλά για το παρόν. Λογοτέχνες απ’ όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για τη σωτηρία του. Επιστρέφει στη Ρωσία κατά διαστήματα και δέχεται τιμές από τον Στάλιν.

ppr14Ο Γιεβγκένι Ιβάνοβιτς Ζαμιάτιν (1884–1937) ήταν Ρώσος συγγραφέας, περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημά του «Εμείς», μια ιστορία δυστοπίας του μέλλοντος που επηρέασε το 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Του άρεσε να γράφει λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας ως χόμπυ. Ο Ζαμιάτιν υποστήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά αντιτάχθηκε στο σύστημα της λογοκρισίας που εφάρμοσαν οι Μπολσεβίκοι. Τα έργα του υπήρξαν ολοένα και περισσότερο κριτικά για το καθεστώς. Με γενναιότητα δήλωσε: «Η αληθινή λογοτεχνία μπορεί μόνο να υπάρχει όταν δημιουργείται, όχι από επιμελείς και αξιόπιστους αξιωματούχους, αλλά από τρελούς, ερημίτες, αιρετικούς, ονειροπόλους, επαναστάτες και σκεπτικούς». Αυτή η στάση του δυσκόλεψε πολύ τη θέση του. Τελικά τα έργα του απαγορεύτηκαν.

ppr15Ο Iβάν Aλεξέγεβιτς Μπούνιν (1870-1953) ήταν ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1933. Η βασική δομή των ποιημάτων και των ιστοριών του είναι μία από τις πλουσιότερες στη γλώσσα του. Το τελευταίο βιβλίο του, «Οι Σκοτεινές Λεωφόροι» (1943) είναι η περισσότερο αναγνωσμένη συλλογή διηγημάτων του 20ού αιώνα στη Ρωσία. Στα 17 του εξέδωσε το πρώτο του ποίημα, σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό στην Αγία Πετρούπολη. Η πρώτη ποιητική του συλλογή «Νοέμβριος» (1901), έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Αν και τα ποιήματά του θεωρείται πως συνεχίζουν την παράδοση των Παρνασσιστών ποιητών του 19ου αιώνα, είναι εμποτισμένα από τον ανατολικό μυστικισμό και χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακά, προσεκτικά επιλεγμένα επίθετα. Με το πέρασμα του χρόνου, πέρασε από τη συγγραφή ποίησης στα διηγήματα. Ο Μπούνιν ήταν επίσης γνωστός μεταφραστής. Το 1909 εξελέγη μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας. Ο Μπούνιν δημοσίευσε το πρώτο μεγάλο του μυθιστόρημα, «Το Χωριό», όταν ήταν 40. Επρόκειτο για ένα απογυμνωμένο πορτραίτο της χωριάτικης ζωής, με την ηλιθιότητα, σκληρότητα και βία της. Ο σκληρός ρεαλισμός του τον έφερε σε επαφή με τον Μαξίμ Γκόρκι. Δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε τη «Στεγνή Κοιλάδα», ένα κεκαλυμμένο πορτρέτο της οικογένειάς του. Ο Μπούνιν έφυγε από τη Μόσχα μετά την επανάσταση του 1917 και πήγε στην Οδησσό και κατόπιν στο Γκρας της Γαλλίας. Εκεί δημοσίευσε το ημερολόγιό του «Οι Καταραμένες Μέρες», που αντηχούσε την αριστοκρατική αποστροφή προς το Μπολσεβίκικο καθεστώς. Ο Μπούνιν έτυχε εξαιρετικής φροντίδας στο εξωτερικό, όπου θεωρήθηκε ως ο γηραιότερος των ζώντων Ρώσων συγγραφέων στην παράδοση του Τολστόι και του Τσέχωφ.

ppr16Ο Λεονίντ Νικολάγιεβιτς Αντρέγιεφ (1871-1919) ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού στη ρωσική λογοτεχνία. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εισήλθε στη Νομική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης και αργότερα στην Νομική σχολή της Μόσχας. Το 1894, μετά έναν αποτυχημένο έρωτα, ο Αντρέγιεφ προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αυτοπυροβολήθηκε και η σφαίρα τον τραυμάτισε και του προξένησε ένα μόνιμο καρδιακό πρόβλημα το οποίο τελικά, χρόνια αργότερα, θα προκαλούσε και το θάνατό του. Την ίδια εποχή ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα ως δικαστικός ανταποκριτής στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος της Μόσχας». Τα άρθρα του τράβηξαν την προσοχή και το 1898, στην ίδια εφημερίδα, δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα. Σύμφωνα με τον ίδιο, επρόκειτο για μια απομίμηση του Ντίκενς, ωστόσο ήταν η αφορμή για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος τον σύστησε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας. Τα πρώτα έργα του, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλούν τις καταστροφικές συνθήκες υπό τις οποίες βρισκόταν τότε ο συγγραφέας. Ωστόσο, ακόμη και στις αρχές της πορείας του έδειξε τα κύρια κίνητρά του: τον σκεπτικισμό και τον πεσιμισμό του, την έλλειψη πίστης στον ανθρώπινο νου. Στα έργα του «Ο τοίχος», «Η ζωή του Βασίλι Φιβέισκι» και τον «Ιούδα τον Ισκαριώτη», η γλώσσα του είναι δυναμική και εκφραστική. Τα έργα του τα διακρίνει μια όξυνση αντιθέσεων, απροσδόκητες στροφές των γεγονότων σε συνδυασμό με μια σχηματική απλότητα του ύφους. Στα πρώτα του βήματα επηρεάστηκε από τον ύστερο ρομαντισμό και μέσα από τον ρεαλισμό έφτασε αργότερα στον εξπρεσιονισμό. Εκκεντρικός και μελαγχολικός στην καθημερινή του ζωή, ήταν λάτρης των έργων του Σοπενχάουερ. Ο Αντρέγιεφ γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της προεπαναστατικής Ρωσίας. Η φήμη του εξαπλώθηκε μετά την έκδοση το 1901 της συλλογής του «Μια φορά κι έναν καιρό». Την επόμενη χρονιά δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, δύο από τα γνωστότερα διηγήματά του, «Μέσα στην ομίχλη» και «Η άβυσσος». Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα όπως το «Ανθρώπινη ζωή», «Οι μαύρες μάσκες», «Ανάθεμα» κ.α.

ppr17Ο Μπορίς Λεονίντοβιτς Παστερνάκ (1890-1960) ήταν ο δεύτερος βραβευμένος Ρώσος συγγραφέας με Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει για πολιτικούς λόγους. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παραγωγή ως φουτουριστής ποιητής. Έκανε αρκετές μεταφράσεις ξένων ποιητών και περισσότερο του Σαίξπηρ, που εκτιμούσε ιδιαίτερα. Παρόλο που στην Ρωσία ήταν διάσημος ως ποιητής κυρίως, το έργο που τον έκανε γνωστό παγκοσμίως ήταν το μυθιστόρημά του «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Πατέρας του ήταν ο διάσημος καλλιτέχνης Λεονίντ Παστερνάκ, καθηγητής στη Σχολή Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής της Μόσχας και μητέρα του η Ρωσοεβραία Ρόζα Κάουφμαν, γνωστή πιανίστρια. Ο Παστερνάκ μεγάλωσε σε μια ιδιαιτέρως κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα ερχόμενος σε επαφή με μορφές της διανόησης του καιρού του. Ανάμεσα στους οικογενειακούς φίλους και γνωστούς που επισκέπτονταν το σπίτι του συγκαταλέγονταν ο πιανίστας και συνθέτης Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ο επίσης μεγάλος συνθέτης Αλεξάντρ Σκριάμπιν, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Λεφ Σεστόφ, ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο συγγραφέας Λέων Τολστόι και άλλες κορυφαίες μορφές των γραμμάτων και τεχνών. Το 1910 αποφάσισε να σπουδάσει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου στην Έσση της Γερμανίας. Εκεί σπούδασε υπό τους σπουδαίους νεο-καντιανούς φιλόσοφους Χέρμαν Κοέν και Νικολάι Χάρτμαν. Ο Παστερνάκ, αντίθετα προς τους συγγενείς και φίλους του, έμεινε στη Ρωσία μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, ενθουσιασμένος και ανυπόμονος για το χείμαρρο νέων ιδεών και δυνατοτήτων που έφερε μαζί της η κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή. Το καλοκαίρι του 1917 ο Παστερνάκ το πέρασε στην εξοχή της στέπας κοντά στην πόλη Σαράτοφ, όπου έγραψε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Αδελφή μου η ζωή», την οποία παρόλο που ολοκλήρωσε σε μόλις τρεις μήνες, καθυστέρησε πάνω από τέσσερα χρόνια να εκδώσει από φόβο και αμηχανία για το νεοτερικό στυλ της. Τελικώς όταν εκδόθηκε το 1921, το βιβλίο έφερε επανάσταση στη ρωσική ποίηση. Συγγραφείς διαφορετικών μεταξύ τους προσανατολισμών όπως ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Αντρέι Μπέλυ, η Άννα Αχμάτοβα και ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ εκθείασαν τα ποιήματά του ως έργα αγνής, παρθένας, αχαλίνωτης έμπνευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Παστερνάκ συναισθάνθηκε ότι το ποικίλο μοντερνιστικό στυλ του βρισκόταν σε ασυμφωνία με το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού που εισήγαγε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επιχείρησε να καταστήσει την ποίησή του πιο κατανοητή από τις μάζες επεξεργαζόμενος εκ νέου παλαιότερα έργα του και ξεκινώντας δύο μακροσκελή ποιήματα για την Επανάσταση, «Η Δεύτερη Γέννηση» και «Στα Πρωινά Τρένα». Κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών του σταλινικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του ’30 o ποιητής απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε τις αυταπάτες των κομμουνιστικών ιδανικών. Απρόθυμος να εκδώσει δική του ποίηση, άρχισε να μεταφράζει Σαίξπηρ (Άμλετ, Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ), Γκαίτε (Φάουστ), Ρίλκε (Ρέκβιεμ για μια φίλη), τον σπουδαίο Γάλλο ποιητή του Συμβολισμού Πωλ Βερλαίν και γεωργιανά ποιήματα.

ppr18Ο Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ (1880–1921), υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς λυρικούς ποιητές που ανέδειξε η ρωσική γη μετά τον Αλέξανδρο Πούσκιν. Ο Μπλοκ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, σε μια καλλιεργημένη οικογένεια διανοουμένων. Αρκετοί συγγενείς του ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, ο πατέρας του ήταν καθηγητής νομικής στη Βαρσοβία, ενώ ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του χρημάτισε πρύτανης του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης. Το 1903 ξεκινά την ποιητική του καριέρα αφιερώνοντας στη σύζυγό του Λιούμπα το έργο «Στίχοι για την Όμορφη Γυναίκα», που του έφερε φήμη. Στο έργο αυτό, τη θέση της ταπεινής γυναίκας του πήρε μια διαχρονική θεώρηση του γυναικείου ψυχισμού και της αιώνιας γυναικείας φύσης. Οι ιδεαλιστικές μυστικιστικές εικόνες στο πρώτο του βιβλίο βοήθησαν στην καθιέρωση του Μπλοκ ως ηγέτη του Ρωσικού Συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Μπλοκ είναι άψογα σε μουσικότητα και αρμονικότατα σε ηχητική αίσθηση, αργότερα όμως αναζήτησε να εισαγάγει τολμηρούς ρυθμικούς νεωτερισμούς και ακανόνιστα ρυθμικά μοτίβα στην ποίησή του. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι τα ποιήματά του είναι συχνά εστιασμένα στη σύγκρουση ανάμεσα στην πλατωνική θεώρηση της ιδανικής ομορφιάς και την απογοητευτική πραγματικότητα των βρώμικων και εξαθλιωμένων βιομηχανικών προαστίων των ρωσικών μεγαλουπόλεων, προεκτείνοντας τις αντιθέσεις αυτές στην ίδια τη ρωσική ψυχή. Κατά τη διάρκεια της ώριμης περιόδου της ζωής του, ο Μπλοκ επικεντρώθηκε πρωταρχικώς σε πολιτικά θέματα, αναλογιζόμενος αυτό που θεωρούσε ως μεσσιανικό πεπρωμένο της χώρας του. Προς κατάπληξη των θαυμαστών του, αποδέχτηκε την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ως το μεγάλο γεγονός που ένιωθε να πλησιάζει. Περί το 1921 ο Μπλοκ είχε πια βγει από τις πλάνες που είχε σχηματίσει για τη Ρωσική Επανάσταση. Δεν έγραψε ποίηση για τρία χρόνια. Ο Μπλοκ διαμαρτυρόταν στον Μαξίμ Γκόρκι γιατί είχε εγκαταλείψει την πίστη του στην ανθρώπινη σοφία. Γράφοντας χαρακτηριστικά σε έναν φίλο του ανέφερε το εξής: Όλοι οι ήχοι σταμάτησαν. Δεν ακούς ότι δεν υπάρχουν πια ήχοι; Ο Μπλοκ οραματίστηκε την ποιητική του παραγωγή ως αποτελούμενη από τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τα πρώιμα ποιήματά του για την Όμορφη Γυναίκα όπου το χρώμα που κυριαρχεί είναι το λευκό, ποιήματα της αθωότητας και της νεότητός του. Η δεύτερη ενότητα, η οποία κυριαρχείται από το μπλε χρώμα, επικεντρώνεται στο σχολιασμό της αδυναμίας εκπλήρωσης των ιδανικών που είχε τόσο πολύ επιθυμήσει και αποθεώσει. Η τρίτη ενότητα, με κύριο χαρακτηριστικό την ποίησή του της προ-επαναστατικής περιόδου είναι εμποτισμένη στο κόκκινο της φωτιάς και του αίματος. Στην ποίηση του Μπλοκ, τα χρώματα είναι βασικό συστατικό της, διότι μεταβιβάζουν απόκρυφες, μυστικιστικές νύξεις πάνω και πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία.

ppr19Η Άννα Αχμάτοβα, ψευδώνυμο της Άννας Αντρέγιεβνα Γκόρενκο (1889-1966), ήταν μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της «Αργυρής Εποχής» στην ποίηση της Ρωσίας. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Η Αχμάτοβα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και μια κουλτούρα αριστοκρατική. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Ενώ συνέχιζε ακόμη τις νομικές και φιλολογικές σπουδές της παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1910 τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ και έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης με το όνομα «Συντεχνία των Ποιητών», λίκνου του κινήματος του «ακμεϊσμού», του οποίου πρωτοστάτης και θεωρητικός ήταν ο Γκουμιλιόφ. Οι ποιητικές συλλογές της ήταν σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική της ζωή. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία. Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι» (1917), «Αγριοβότανο» (1921) και «Σωτήριον έτος» (1922). Η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο αποφάσισε να την αποβάλει από την Ένωση Συγγραφέων. Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις και οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της έκαναν την Αχμάτοβα να ολισθήσει σε μια αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή «Ρέκβιεμ» (1935 – 1940), η οποία όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύτηκε το τελευταίο της βιβλίο, «Το διάβα του χρόνου». Το 1965, ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, της απονεμήθηκε ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ η UNESCO κήρυξε το έτος 1989 «Έτος Αχμάτοβα». Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «Άννα Πασών των Ρωσιών».
ppr20Ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι (1893–1930), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, θεωρείται ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν, μετά το θάνατο του πατέρα του η οικογένειά του μετακόμισε στη Μόσχα, ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία και πήρε μέρος σε σειρά δραστηριοτήτων στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων, ενώ αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Το 1909, κατά τη διάρκεια κράτησής του λόγω πολιτικών πεποιθήσεων στη φυλακή της Μπουτίρκα, άρχισε να γράφει ποίηση. Με την αποφυλάκισή του, εξακολούθησε να εργάζεται για το σοσιαλιστικό κίνημα, και το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος. Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, «Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου» περιλάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του, «Νύχτα» και «Πρωί». Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε δραματικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η δουλειά, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Ρωσικής Επανάστασης, η οποία επρόκειτο να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή στη Ρωσία και στο εξωτερικό. «To Σύννεφο με παντελόνια» (1915), ήταν το πρώτο μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι και περιέγραφε τα καυτά θέματα του έρωτα, της επανάστασης, της θρησκείας και της τέχνης, γραμμένο υπό το πρίσμα του πληγωμένου εραστή. Η γλώσσα του έργου ήταν η γλώσσα των δρόμων, και ο Μαγιακόφσκι κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για να απομυθοποιήσει τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές έννοιες της ποίησης και των ποιητών. Το 1919 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συλλογή Έργων 1909-1919». Στο πολιτιστικό κλίμα της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης, η δημοτικότητά του αυξήθηκε πολύ γρήγορα. Στη διάρκεια των χρόνων 1922-1928, ο Μαγιακόφσκι ήταν εξέχον μέλος του Αριστερού Μετώπου για την Τέχνη και συνέχισε να προσδιορίζει το έργο του ως κομμουνιστικό φουτουρισμό. Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετική ποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, τα σατιρικά του έργα «Ο κοριός» (1929) και «Το μπάνιο» (1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.

ppr21Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (1899-1977). Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη. Το 1919 έφυγε από τη Ρωσία. Σπούδασε για τέσσερα χρόνια ρωσική και γαλλική λογοτεχνία στο Τρίνιτι Κόλετζ του Καίμπριτζ και έζησε στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Ελβετία και στις ΗΠΑ απομονωμένος, γράφοντας πρωτότυπα πεζογραφήματα και μεταφράζοντας έργα του Πούσκιν. Έγραψε μυθιστορήματα, όπως «Λολίτα», «Το δώρο», «Απελπισία», «Άντα», «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ». Αναζητούσε την αισθητική ευδαιμονία, έδειχνε τρυφερότητα για τα πράγματα που συνήθως οι άλλοι αδιαφορούσαν. Τα βιβλία του ήταν θρίλερ, αστυνομικά μυθιστορήματα, ρομαντικά μυθιστορήματα, κάτι ανάμεσα στην παρωδία και την κοινοτοπία.
ppr22Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σόλοχοφ (1905-1984) ήταν Σοβιετικός συγγραφέας, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1965. Ξεκίνησε να γράφει στην ηλικία των 17 ετών. Στα 19 ολοκλήρωσε την πρώτη δουλειά του, «Το Σημάδι της Γέννησης». Το 1922 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει δημοσιογράφος, έπρεπε όμως να εργάζεται σε χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρείται οικονομικά. Εργάστηκε ως εκφορτωτής, οικοδόμος και λογιστής, συμμετείχε όμως παράλληλα σε σεμινάρια συγγραφέων. Η πρώτη δημοσιευμένη δουλειά του ήταν το έργο «Η Δοκιμασία» (1923). Το 1924 επέστρεψε στη γενέθλια πόλη του Βετσένσκαγια και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Ο Μιχαήλ Σόλοχοφ έγινε γνωστός κυρίως από το πολυδιαβασμένο επικό μυθιστόρημα «Ο Ήρεμος Δον». Από τους περισσότερο τιμημένους συγγραφείς του σοβιετικού κράτους, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, συνενώνοντας την ποιητική κληρονομιά του λαού του με τις επιτεύξεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου και 20ου αιώνα.

ppr23Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (1918-2008) Ρώσος λογοτέχνης, γνωστός κυρίως για τα ημιαυτοβιογραφικά έργα του «Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» και «Αρχιπέλαγος γκούλαγκ», όπου περιέγραφε τη ζωή στα σταλινικά ειδικά στρατόπεδα εργασίας. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970. Το 1939 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δια αλληλογραφίας του μοσχοβίτικου Ινστιτούτου Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας. Με την αποσταλινοποίηση μπόρεσε επιτέλους να επιστρέψει στα ευρωπαϊκά εδάφη της χώρας, όπου εργάσθηκε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Παράλληλα επιδόθηκε στη συγγραφή, αλλά κρατούσε αυτή τη δραστηριότητα μυστική. Χρόνια αργότερα, όταν αποδεχόταν το βραβείο Νόμπελ, έγραψε για αυτήν την περίοδο πως όχι μόνο ήταν πεπεισμένος ότι δε θα έβλεπε ούτε μια γραμμή από τα κείμενά του τυπωμένη, αλλά δεν άφηνε ούτε τους πιο κοντινούς του ανθρώπους να τα διαβάσουν υπό το φόβο ότι θα ξαναέμπλεκε με το σοβιετικό καθεστώς. Τελικά το 1961 βρήκε το θάρρος να απευθυνθεί στον ποιητή Αλεξάντρ Τβαρντόβσκι, αρχισυντάκτη του περιοδικού Νόβι Μιρ (Νέος Κόσμος), δίνοντάς του το χειρόγραφο του «Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς», όπου περιέγραφε μια μέρα από τη ζωή στο γκούλαγκ. Ο Τβαρντόφσκι το δημοσίευσε στο περιοδικό τον επόμενο χρόνο, με ειδική μάλιστα άδεια από το Νικίτα Χρουστσόφ. Ακολούθως εκδόθηκε σε βιβλίο. Ο «Ιβάν Ντενίσοβιτς» προκάλεσε σοκ τόσο στη σοβιετική όσο και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Δεν ήταν μόνο το ζήτημα της φρίκης των γκούλαγκ που πραγματευόταν, αλλά και το γεγονός ότι ένα βιβλίο με τέτοιο περιεχόμενο κυκλοφορούσε ελεύθερα και αλογόκριτα στη Σοβιετική Ένωση, δείχνοντας σε ποιον βαθμό είχε φθάσει η αποσταλινοποίηση. Σύντομα εκδόθηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Το 1973 κυκλοφόρησε στη Δύση το σπουδαιότερο έργο του, το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ». Οι σοβιετικές αρχές εξοργίσθηκαν, αλλά λόγω της παγκόσμιας αναγνωρισιμότητάς του αδυνατούσαν να λάβουν ποινικά μέτρα εναντίον του. Τελικά το 1974 πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, αποστερούμενος τη σοβιετική ιθαγένεια. Πέρασε για λίγο από τη Δυτική Γερμανία και την Ελβετία, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ – αρχικά στην Καλιφόρνια, μετά από πρόσκληση του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, και από το 1976 στο Βερμόντ. Το 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσώφ του επαναχορήγησε τη σοβιετική ιθαγένεια, αλλά ο Σολζενίτσιν επέστρεψε μόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1994. Στα τελευταία του χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με δύο έργα, το «Σιτάρι ανάμεσα στις μυλόπετρες» (μυθιστορηματική βιογραφία για τη ζωή του στην Αμερική) και το «Διακόσια χρόνια μαζί» (η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στη Ρωσία), τα οποία κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο Σολζενίτσιν δεν ήταν πολιτικός ή φιλόσοφος, αλλά ένας λογοτέχνης, το έργο του οποίου διαποτίζονταν από πολιτική σκέψη. Αφορμή για την παραγωγή του έργου του είναι όχι η «δικτατορία του προλεταριάτου» αλλά η «δικτατορία επί του προλεταριάτου».
ppr24O Σεργκέι Βλαντίμιροβιτς Μιχαλκόφ (1913-2009) , ήταν Σοβιετικός Ρώσος σεναριογράφος και ποιητής. Είναι ο πατέρας των πολύ γνωστών σκηνοθετών του κινηματογράφου, Νικήτα Μιχαλκόφ και Αντρέι Κοντσαλόφσκι. Άρχισε να γράφει ποιήματα από τα εννιά του χρόνια και να τα δημοσιεύει στα δεκαπέντε του. Στρατευμένος ποιητής του σταλινισμού, ο μάλλον άγνωστος Μοσχοβίτης συγγραφέας έγινε «εμπροσθοφυλακή» της σοβιετικής λογοτεχνίας και πολύ γρήγορα ανέβηκε στη λογοτεχνική ιεραρχική κλίμακα. Τα ποιήματά του για τον ψηλό «Θείο Στιόπα», απεικόνιζαν έναν φιλικό αστυφύλακα πάντα πρόθυμο να σώζει γάτες εγκλωβισμένες σε δέντρα ή άλλες τέτοιες κοινωνικές δράσεις. Ο Μιχαλκόφ είχε ομολογήσει συχνά ότι «έζησε πολλά, όμως όχι ως μάρτυρας, αλλά ως ενεργός μέτοχος σε όλα τα γεγονότα». Η ιδιομορφία της ποιητικής φωνής του Μιχαλκόφ, όπως βεβαίωναν οι συνάδελφοί του, συνίστατο στην απλότητα και τη φυσικότητά της, στο ότι ο ποιητής αβίαστα και χωρίς οποιαδήποτε χυδαιότητα έδινε με έμμετρο λόγο τις βάσεις της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Σήμερα ο ολικός αριθμός των αντιτύπων των έργων του Σεργκέι Μιχαλκόφ ανέρχεται σε 400 εκατ. και τα έργα του που έγιναν πια κλασικά εξακολουθούν να επανεκδίδονται.

ppr25Ο Γεβγκένι Γεφτουσένκο (1932) είναι ο τελευταίος επιζών μιας μακράς σειράς μεγάλων λογοτεχνών. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης κινηματογραφικών έργων, σπούδασε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας Γκόρκυ της Μόσχας. Το 1952 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Ένα από τα πρώτα ποιήματά του, το «Κάτι μου συμβαίνει», έγινε δημοφιλές τραγούδι. Το 1955 έγραψε ένα ποίημα στο οποίο χαρακτηρίζει τα σοβιετικά σύνορα σαν εμπόδιο στη ζωή του. Ήταν μια από τις αφορμές για τις οποίες εκδιώχθηκε το 1957 από το Φιλολογικό Ινστιτούτο και του απαγορεύτηκαν τα ταξίδια. Το 1961 έγραψε το περιφημότερο ποίημά του, το «Μπάμπι Γιαρ», στο οποίο αναφέρεται στην σφαγή των Εβραίων του Κιέβου από τους Ναζί το Σεπτέμβριο του 1941, αλλά και του έντονου αντισημιτισμού της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια χρονιά έγραψε και τους «Κληρονόμους του Στάλιν», όπου αναφέρει ότι ο Σταλινισμός επιβίωσε του Στάλιν και κάνει έκκληση να μη ξαναφανεί. Τα τελευταία χρόνια ζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διδάσκει ποίηση και κινηματογράφο σε πανεπιστήμια.