«Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» Ισίδωρος Ζουργός *κριτική

Written by

Το μυθιστόρημα «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» του κ. Ισίδωρου Ζουργού , είναι ένα χρονικό που εκτείνεται σε πολλούς τόπους, είναι ένα ταξίδι που μιλάει για πόλεις και ανθρώπους, για την επιστήμη και την τέχνη της Ιατρικής, για  τα ερωτηματικά και την ανησυχία  της ψυχής, στον εσωτερικό χάρτη ενός αιώνα, στις φλέβες της Ευρωπαϊκής επικράτειας .

Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός Μαρράνου Εβραίου,  ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία στη Βασιλεία ως γιος του Τομπίας Αλμοσίνο και της Έστερ και ανιψιός  του Ισαάκ ο οποίος ζει στο Άμστερνταμ  και έρχεται με το πλοίο να τους επισκεφθεί ντυμένος με ρούχα που προδίδουν την καταγωγή του και φαντάζουν στα μάτια του δεκάχρονου Ματίας ως βιβλικά των ιερών κειμένων που μελετά κρυφά η οικογένειά του για να μην εγείρει υποψίες. Η μητέρα του είναι έγκυος αλλά πεθαίνει  στη γέννα καθώς και το μωρό και  ο καπελάς-περουκοποιός Τομπίας Κράις,  ύστερα από πιέσεις του δίδυμου αδερφού του Ισαάκ, πείθεται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να κατευθυνθούν  στη Βενετία με συντροφιά κι άλλων Εβραίων εμπόρων.Ο Ισαάκ είναι λογιστής και γνωρίζει τους νόμους του εμπορίου και των συναλλαγών. Στο δύσκολο ταξίδι ο Ματίας θα βρεθεί ανάμεσα στους δύο άντρες που έχουν διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις θρήσκος και τυπολάτρης ο ένας, ανοιχτός και οξυδερκής ο άλλος , που θα αποδειχθεί ο πατέρας κι όχι θείος. Η περιπέτεια του ταξιδιού με μουλάρια και άμαξες θα φέρει τον Ματίας ως το όριο του θανάτου  και θα επιστρέψει πίσω αλλά η ευλογιά θα αφήσει το πρόσωπό του σημαδεμένο για την υπόλοιπη ζωή του.Στη συνέχεια η μοίρα τον οδηγεί στη Σαλονίκη όπου και αποχωρίζεται τον πατέρα που είναι θείος και ζει για λίγο με τον Ισαάκ στο σπίτι του εμπόρου Μελισσηνού. Σε μια επιδημία της  πανούκλας θα χάσει τον πατέρα του Ισαάκ  και ο Μελισσηνός-αντιλαμβανόμενος την ιδιαιτερότητά του –  αναλαμβάνει να τον σπουδάσει στη Βενετία όπου και βρίσκεται η οικογένειά του. Εδώ  ζει με τη Θεοφανώ που τον υπηρετεί με μελαγχολική τρυφερότητα και επιμένει στην υιοθεσία αυτή,  για να ξορκίσει ατυχή συμβάντα που θα αποκαλυφθούν στη ροή της ιστορίας, όταν ο Μελισσηνός ο ευεργέτης του,θα του ζητήσει να αφήσει για λίγο την ιατρική που σπούδασε στην Πάντοβα και να τον οδηγήσει στη Ζάκυνθο όπου και πεθαίνει χαρίζοντάς του το όνομα Ματέο Μελισσηνός. Στη συνέχεια της ιστορίας ο γιατρός ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη –ακολουθώντας τη συμβουλή του γέρου καθηγητή του στην ιατρική σχολή-συναντά παλιούς συμφοιτητές συναναστρέφεται  με ευγενείς, βρίσκει μια γυναίκα στο σκλαβοπάζαρο της Πόλης και  εγκαταλείποντας την Πόλη, κατευθύνεται προς το Λονδίνο όπου και συναντά αυθεντίες της επιστήμης.Την ευτυχία του θα ορίσει η άφιξη του Ισαάκ που θα πεθάνει και ύστερα από χρόνια θα γεννηθεί ένας άλλος γιος που θα πάρει κι αυτός,  το όνομα Ισαάκ.Θα γνωριστούν  μέσα από παλιές σημειώσεις και συζητήσεις και όταν για το χατήρι της Όλγας θα ταξιδέψει στους τόπους που μεγάλωσε , στην ανατολική επικράτεια ως τη Ρωσσία,  εκεί θα πεθάνει ύστερα από ένα ατύχημα εκείνη κι ο ίδιος θα βρεθεί μπροστά στον γιο της Θεοφανώς και του Παναγιώτη Μελισσηνού, υιοθετημένου από άλλους γονείς.Εκείνος έρχεται από τους Αγίους τόπους ως  ιερομόναχος Ιωαννίκιος  με αποστολή να συναντήσει τον Τσάρο. Η επιμονή του Ματίας να τον συναντήσει πριν φύγει κι ο ίδιος για το Λονδίνο θα αλλάξει τις κατευθύνσεις της ζωής τους και όταν στο ταξίδι προς τον Άθω ο Ιωαννίκιος πεθαίνει,  η μοίρα αποφασίζει και ο Ματίας θα παρουσιαστεί ως Ιωαννίκιος στην πύλη του μοναστηριού εκπληρώνοντας το βαθύ όραμα του αδελφού του.

zourosΗ αφήγηση ξεκινά στη Μονή Διονυσίου στα 1725, όταν ο εικοσιτετράχρονος Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι, διψασμένος για απαντήσεις και πληγωμένος στο πόδι,  θα συναντήσει σε μια σκήτη τον Ιωαννίκιο τον Λατινομαθή κι αυτή η συνάντηση θα ξεδιπλώσει την εξομολογητική αφήγηση μιας ζωής ως το ξημέρωμα.Ο επισκέπτης θα επιστρέψει το 1744 γυρεύοντας τον Ιωαννίκιο  ο οποίος έχει εν τω μεταξύ πεθάνει, αφήνοντας τα βιβλία του της Ιατρικής και της Βοτανικής στα διψασμένα μάτια του Μπάρσκι καθώς κι ένα τεκμήριο της πρώτης τους συνάντησης, μία επιστολή στον Πορτογάλο Λουντοβίκο- που πέθανε από λάθος αντί για αυτόν στην Πάντοβα εξ αιτίας μιας αρρωστημένης αγάπης-όπου του ζητά να τον περιμένει, εκφράζοντας ταυτόχρονα το θαυμασμό για τη δίψα της νιότης για γνώση που παραπέμπει σ’ εκείνη τη μακρινή  συνάντηση.

Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, ένα βιβλίο που μιλάει για επιστήμες, για πόλεις, για θρησκείες, για λαούς, για βιβλία, για την επινόηση της γραφής, για τον άνθρωπο και το ταξίδι της ζωής, για την ιστορία που συνεχίζεται. Ένα βιβλίο ενός ευφάνταστου συγγραφέα γραμμένο  με τεχνικές πολυεπίπεδης  ανάγνωσης , με ευδιάκριτο και λεπτό χιούμορ, προσεγμένες αναλογίες , καλλιεργημένη γλώσσα, έκδηλη ευρυμάθεια,  ανθρωπιά και πολύπλευρη θεματολογία.

Λογοτεχνική ατμόσφαιρα αναδιήγησης της ζωής του επινοημένου προσώπου στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, όταν η επιστήμη αποχωρίζεται τις θεολογικές ερμηνείες, στο φόντο ιστορικών εξελίξεων. Πόλεις, άνθρωποι, φυλές, θρησκείες, ιστορίες, ερωτήματα. Η πορεία ζωής ενός ανθρώπου που έπλασε η ζωηρή φαντασία του συγγραφέα με εστιασμό στη λεπτομέρεια και μεγάλη ευαισθησία.Ένα βιβλίο που αποκαλύπτει τη δύναμη της φαντασίας ως όχημα αναπαράστασης της ζωής στις διαστάσεις της σκέψης και της δράσης ανθρώπων που έζησαν πριν από μας και συνεχίζουν να ζουν στη θάλασσα των ιστοριών  της λογοτεχνίας, στην αιωνιότητα του σύμπαντος κόσμου.

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

«Τι λέτε  λοιπόν, γιατρέ Μελισσηνέ, τυχαία βρεθήκατε πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο, τυχαία επιζήσατε εσείς κι εγώ  απ’ τα μωρά αδέρφια μας που πέθαναν πρόωρα στην κούνια, τυχαία συζητούμε εδώ αυτή τη στιγμή;»

«Φοβάμαι πως ναι, εξοχότατε».

«Φοβάστε ή πιστεύετε;»

«Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι».

«Άρα δε σιγουρευτήκατε ακόμη».

«Ο Ματίας πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω του τα βιβλία σαν να τους ζητούσε βοήθεια.Ο μέγας δραγουμάνος τότε χαμογέλασε».

Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας με ιδιαίτερο στυλ γραφής που στα βιβλία του καθρεφτίζεται ένα ανήσυχο πνεύμα, αγάπη για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, φιλοσοφική ενατένιση , αίσθηση του όλου, πολυπρισματική οπτική, αφηγηματική ωριμότητα.

«Είχε ξεχαστεί για λίγη ώρα, γιατί μιλούσε με τον Τούρκο έμπορο στην κουβέρτα.Τον ρωτούσε αν ήξερεγια τα δρομολόγια των καραβανιών που περνούσαν απ’ την Αδριανούπολη και πήγαιναν στη Σαλονίκη.Ο Τούρκος είχε βγάλει έναν πρόχειρο χάρτη και μέσες άκρες του έδειχνε.Λίγο αργότερα επέστρεψε πίσω στον αδερφό του με μια κούπα χυμό.μεσημέριαζε.Ο  Ιωαννίκιος είχε στο μεταξύ γείρει το κεφάλι στο πλάι και είχε ξεψυχήσει.Φάνηκε πως είχε έγνοια πρώτα να κλείσει τα μάτια του κι ύστερα να πεθάνει, γιατί μάλλον δεν ήθελε να τρομάξει τα παιδιά. Ο Ματίας τον ξάπλωσε πάνω στα ξύλα και τον εξέτασε.Κανένας σφυγμός.ο λαιμός του είχε πάρει να δροσίζει.

Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του, στο πλοίο επικράτησε σιγή. Η γυναίκα του Ουκρανού μάζεψε γύρω τα παιδιά της σαν την κλώσσα κι άρχισε να τα συμβουλεύει χαμηλόφωνα. Οι Βούλγαροι έκαναν το σταυρό τους κι έβγαλαν τα καλογερίστικα σκουφιά τους. Ο Τούρκος έσβησε το τσιμπούκι του και πήγε να συλλυπηθεί τον Ματίας.Πέρα στο βάθος, σε μια μπλε αχλή του ορίζοντα, ξεχώρισαν ο φάρος και τα σπίτια του Μπουργκάς.

Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος, Οκτώβριος 1712

Πήρε την ανηφόρα στηριγμένος στο ραβδί του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε  το σχοινί κι έσερνε το γαϊδούρι, που γλιστρούσε στις πέτρες φορτωμένο μ’ ένα σεντούκι και μια γούνα τυλιγμένη με σχοινί. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο, που έδειχνε από μακρυά πως όταν είχε ραφτεί δεν είχε μετρηθεί επάνω του. Τα μακρυά μανίκια του έκρυβαν όλο το χέρι, ενώ λίγο έλειψε να σέρνεται κάτω στο χώμα. Κάποιος άντρας εύσωμος πρέπει παλιά να το φορούσε, κάποιος ψηλός καλόγερος, που θα το ‘χε χαρίσει σ’ αυτό το κοντόσωμο γεροντάκι».

…………………………………………………………………………………………………………………………….

«Μου ‘παν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκηπες…ένα σωρό μου είπαν…»

«Και συ τους πίστεψες;» του απάντησε πηγαίνοντας  και πάλι  στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφές του.

«Ταξιδεύω , γέροντα, για ν’ ακούω τους ανθρώπους».

«Είχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους Αγίους Τόπους.Τον θεό δεν ψάχνεις, ή κάνω λάθος;»

«Αν ήταν μόνο για τον Χριστό και την Παναγία, καθόμουν και στον τόπο μου».

«Τι είναι λοιπόν;» τον ρώτησε.

……………………………………………………………………………………………………………………………

«Κι εσύ θα ταξίδεψες, δεν μπορεί…»

«Γι’ αυτό ίσως σ’ έφερε εδώ η καταιγίδα, για να μ’ ακούσεις».

«Σου ορκίζομαι , γέροντα, πως διψάω…»

«Διψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος, έτσι φαίνεται ήταν γραφτό να γίνει».

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ