Σπασμένες λέξεις σαν καθρέφτες

Written by

Ένας άνδρας.

Ταξίδεψα σε πολλές χώρες. Πέρασα από αυτές  χωρίς να κοιτάζω. Γρήγορα και χωρίς να ακούω τις λέξεις. Δεν τις ήξερα. Από πλατείες πέρασα, από φωτιές, από όσους με έσπρωξαν μέσα στη νύχτα. Χειμώνας. Τον χειμώνα στις πόλεις κάνει πολύ κρύο. Ο δρόμος γίνεται ατέλειωτος. Γυρίζεις μαζί του σε κυκλικές τροχιές ώσπου να ζαλιστείς. Ώσπου να σε λυπηθεί ο δρόμος. Όλοι οι δρόμοι. Αλλά δεν σε λυπάται κανείς. Ούτε οι δρόμοι, ούτε οι πόλεις. Ούτε το κρύο, ούτε η νύχτα.

Γιατί έφυγες σε ρωτάνε οι φωνές. Από πού έρχεσαι. Πού πηγαίνεις;

Γιατί περιφέρεσαι; Τι έχεις στις τσέπες σου; Γιατί μιλάς με τόσο λίγες λέξεις; Τι σκέφτεσαι, σε ρωτάνε οι φωνές του εαυτού σου, τι θα κάνεις; Τι να κάνεις με λίγα χρήματα, που δεν τα μετράς για να μην ξέρεις. Πόσες μέρες. Δεν θέλεις να ξέρεις πόσες μέρες. Για πόσες μέρες μπορεί να μπορέσεις να αντέξεις. Να τα καταφέρεις. Αν τα καταφέρεις. Να επιβιώσεις μόνος. Χωρίς τις λέξεις που γεννήθηκαν μαζί σου. Χωρίς τα πρόσωπα. Την εικόνα των βουνών με εκείνο το μαβί χρώμα στη δύση.

Από πού να ξεκινήσεις;  Να  διηγηθείς τη ζωή, να τα διηγηθείς όλα. Αυτό που άφησες πίσω ήταν το λιγνό κορμί του εαυτού σου. Όταν ήσουν νέος. Του παιδικού σου εαυτού το λιγνό σώμα.

Είδες τα σώματα των νεκρών στους δρόμους. Πριν φύγεις. Στον κρύο δρόμο, με τα ρούχα τα καθημερινά, στη σκόνη. Πολλή σκόνη στην άσφαλτο. Και αίμα. Εσύ και οι άλλοι, όσοι μπόρεσαν πήραν το δρόμο της φυγής.

Γυρίζοντας τις πλάτες δεν φεύγεις από το αίμα. Δεν μπορείς να φύγεις. Αλλά σε σπρώχνουν αέρηδες και σε μετατοπίζουν μακρυά, να μην βλέπεις. Δεν είσαι έτοιμος να φύγεις ακόμα. Μια στιγμή,  θέλεις να πεις. Πρέπει να τελειώσω. Έχω να ταξιδέψω εκεί που ήμουν κάποτε παιδί. Για τις διατυπώσεις της ταφής, για τα ποτάμια. Στο σπίτι που το κατάπιαν τα βουνά. Αυτά που κλείνουν τις πόλεις. Αρχαίες πόλεις. Ταξίδι από εκεί στο τώρα. Στο εδώ που ήμουν. Στο μάτι της πόλης. Αλλά στο μάτι αυτό το σκοτεινό, το γεμάτο αίματα. Ξεραμένα αίματα,  κηλίδες στα μαλλιά, στα ρούχα. Κόκκινες κηλίδες, χάλκινες. Σαν σχέδια σκουριάς.

Θυμάσαι τα στιλπνά μαλλιά της Νουρ, το λευκό δέρμα, τα δόντια της. Τις λέξεις. Τις σπασμένες λέξεις που λέγατε μαζί δυνατά, πετώντας πέτρες στα γαλάζια νερά των ποταμών. Γδούπος από πέτρες και λέξεις και γέλια. Ανέμελα γέλια της νιότης. Όταν οι λέξεις δεν είχαν βάρος. Βότσαλα ήταν. Έμοιαζαν  με το τέλος των παραμυθιών. Ανάλαφρο και ευτυχισμένο. Για τους καλούς, για τους νέους, για τους γενναίους. Στο τέλος. Το τέλος της ιστορίας. Πόσες ιστορίες άκουγες μικρός. Ύστερα έρχονταν οι σκιές της νύχτας και το φως που έμπαινε από το παράθυρο,  των αστεριών και του φεγγαριού το φως, σε σκέπαζε με τις λέξεις που είχες ακούσει όλες τις μέρες.

Ύστερα γύρισε της κλεψύδρας το αλάτι ανάποδα κι ο χρόνος άρχισε να τρέχει τρελλά. Αέρηδες φύσηξαν και σε πέταξαν με άλλους πολλούς νομάδες σε ξένα μέρη. Σε άλλη γη.

Τι είναι τα διαστημικά ταξίδια νομίζεις; Νύχτα σε επιτάχυνση. Σε αφήνει σε ξένη γη και μοιάζεις πρωτόγονος, άγριος. Από το δρόμο των νομάδων. Από τη φωτιά του χάρτη του νέου κόσμου. Χαρτοπόλεμος. Συρφετός. Πολτός. Αίμα. Αλλά θυμάσαι μια φορά το αίμα που έτρεχε ασταμάτητα και ούρλιαζες.

 Ύστερα κοιμήθηκες βαθειά. Σε ξεχασμένο χρόνο. Βροχή μύρισε  όταν ξύπνησες και το τζάμι θόλωσε. Όπως τώρα. Κουρνιάζεις λίγο στις πλατείες κάτω από τις στοές και σε κοιτάζουν τα αγάλματα. Ποιος είσαι εσύ, λες στον εαυτό σου. Ποια γλώσσα μιλούσες,  όταν ήσουν. Τότε που ήσουν.  Όταν  ήσουν μικρός.

Όταν ήμουν μικρός,  θα έλεγες,  μιλούσα μια αρχαία γλώσσα. Αλλά δεν το λες. Δεν θα σε πιστέψουν. Γιατί δείχνεις αυτό που είσαι. Ένα τίποτα. Το τίποτα που δεν έχεις,  φαίνεται. Στα ρούχα, στο δέρμα. Στα μάτια φαίνεται. Στο σώμα σου.

Θα σε εξετάσουν οι θεωρίες και θα σε ζυγίσουν στη ζυγαριά των λέξεων. Άμα βγεις ζωντανός.

Κάμερες θα σε δείξουν σαν περίεργο ον.  Σαν μια εικόνα. Στον κόσμο θα σε δείξουν. Αλλά όχι αυτόν που εσύ ξέρεις. Περίεργα μάτια θα σε σταθμίσουν και  θα γελάσουν φτύνοντας άλλες λέξεις. Φώτα θα πέσουν απάνω σου. Περιπολικά. Ασθενοφόρα. Τα ξέρω αυτά θα λες. Αλλά μέσα σου. Δεν σε ακούει κανείς στον κόσμο αυτό. Κόπηκε το νήμα που έφτανε στην άλλη πλευρά,  αυτό που ήξερες να πεις με τις λέξεις που καταλάβαιναν εσένα.

 Αλλά ό,τι  απόμεινε από τις σπασμένες σου λέξεις, έρχεται μια στιγμή που βρίσκει δρόμο να ενωθεί με το ποτάμι της ζωής και τις άλλες σπασμένες λέξεις των νομάδων. Όπως στο θέατρο. Το είδες. Τις άκουσες τις λέξεις στο θέατρο. Όταν ακούγοντάς τες γελάνε κάποιοι γιατί είναι αρχαίες. Παλιές λέξεις. Χωριάτικες. Από άλλους καιρούς. Από παλιές ιστορίες. Αν αντέξεις,  θα μπορέσεις να αφηγηθείς την ιστορία σου. Στο δρόμο, στη νύχτα, στον ευάλωτο εαυτό σου. Που έχει όνειρα. Και είναι ξένος. Στον ξένο και αλλοτινό  εαυτό σου. Σε σένα.

Αλλά άμα το όνειρο που σε κρατάει εδώ,  ξυπνήσει στη μέρα που έρχεται, τότε θα ρωτήσεις τι μέρα είναι σήμερα. Τον εαυτό σου θα ρωτήσεις και ο χρόνος θα σου μιλήσει. Όπως στα παραμύθια. Θα γυρίσεις στο σπίτι. Ο δρόμος θα γίνει μια γραμμή και οι περιπέτειες  θα τελειώσουν. Σαν παραμύθι.

Τότε θα σε γνωρίσουν αυτοί που σε είδαν στο μάτι της κάμερας και σε χλεύασαν. Κανένας είπες. Ήσουν ο  κανένας. Μιας παλιάς ιστορίας πρόσωπο. Περιπλανώμενος στο σύνορο του κόσμου. Σαν μέτοικος. Μέτοικος πόλεων. Ικέτης. Των ποταμών, του αίματος, των  σημαδιών που άφησες πίσω σου. Ψωμί και πέτρες. Λέξεις και γέλια. Πρόσωπα. Δάκρυα. Αίμα. Προσευχές από λέξεις δικές σου που τρέφουν το όνειρο σαν  τα κέρματα στην τσέπη σου. Σαν το φαγητό της ελεημοσύνης. Σαν το φαγητό που μοιάζει κλεμμένο και λίγο. Σαν το χαρτί που έχεις για να κοιμάσαι. Φτιαγμένο από βουβές εικόνες λέξεων, που αλλάζουν σχήμα. Από τη βροχή, το σώμα σου, τον δυνατό ήλιο και τη νύχτα.  Από τους περαστικούς που το πατάνε. Αυτούς που πατάνε πάνω στο όνομά σου από φθαρμένο χαρτί με μελάνι μαύρο. Από τους αέρηδες που σε φύσηξαν εδώ, σ’ αυτό το σημείο μιας αρχαίας πόλης.