Στην αρχή των μυθιστορημάτων: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο Ι Από τη μεριά του Σουάν

Written by

Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα να αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος». Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε.ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως.δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως είμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησιά, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουΐντου. Αυτή η πεποίθηση βαστούσε λίγα δευτερόλεπτα ύστερα από τον ξύπνο μου.δεν μου φαινόταν παράλογη, αλλά βάραινε τα μάτια μου σαν αχλή και τα εμπόδιζε ν’ αντιληφθούνε πως το κερί δεν ήταν πια αναμμένο. Ύστερα η πεποίθηση αυτή άρχιζε να μου γίνεται ακατανόητη, όπως οι σκέψεις μιας προγενέστερης ζωής στη μετεμψύχωση. το θέμα του βιβλίου μου γινόταν ξένο, είμουν ελεύθερος να ταυτίζομαι μαζί του ή όχι. Την ίδια στιγμή ξανάβρισκα το φως μου κι απορούσα βλέποντας γύρω μου ένα σκοτάδι, απαλό και ξεκουραστικό για τα μάτια μου, κι ίσως πιότερο ακόμα για το μυαλό μου, που του φαινόταν σαν κάτι αδικαιολόγητο, ακατανόητο, σαν κάτι αληθινά σκοτεινό. Αναρωτιόμουν τι ώρα μπορούσε να ‘ναι. Άκουγα το σφύριγμα των τραίνων που, κοντινό ή απόμακρο, όπως κελάηδημα πουλιού στο δάσος φανερώνει τις αποστάσεις, μου περιχάραζε την έκταση του έρημου κάμπου, όπου ο ταξιδιώτης προχωρεί βιαστικά για να φτάσει στον επόμενο σταθμό.και το μονοπάτι που ακολουθεί θα χαραχτεί στη μνήμη του απ’ τον ερεθισμό που προκάλεσαν καινούργιοι τόποι, πράξεις ασυνήθιστες, η πρόσφατη συζήτηση κι ο αποχαιρετισμός κάτω απ’ την ξένη λάμπα που τον συντροφεύουν ακόμα μέσα στη σιωπή της νύχτας, η γλυκειά γαλήνη της επιστροφής σε λίγο.
Ακουμπούσα τρυφερά τα μάγουλά μου πάνω στα όμορφα και φουσκωτά μαξιλάρια που, γεμάτα και δροσερά, είναι σαν τα μάγουλα της παιδικής μας ηλικίας. Άναβα ένα σπίρτο για να κοιτάξω το ρολόι μου. Σχεδόν μεσάνυχτα. Είναι η στιγμή που ο άρρωστος, αναγκασμένος να φύγει ταξίδι και να κοιμηθεί σ’ ένα άγνωστο ξενοδοχείο, ξυπνά από μια ξαφνική κρίση, και χαίρεται βλέποντας κάτω απ’ την πόρτα μια γραμμή απ’ το φως της μέρας. Τι ευτυχία, είναι κιόλας πρωΐ! Σε λίγο θα σηκωθούν οι υπηρέτες , θα μπορεί να χτυπήσει το κουδούνι, θα ‘ρθουν να του προσφέρουν βοήθεια. Η ελπίδα πως θ’ ανακουφιστεί του δίνει τη δύναμη να υπομείνει. Να, του φάνηκε πως άκουσε βήματα.τα βήματα πλησιάζουν , ύστερα απομακρύνονται. Κι η φωτεινή γραμμή της μέρας , που βρισκόταν κάτω απ’ την πόρτα του, έχει εξαφανιστεί. Είναι μεσάνυχτα. μόλις έσβησαν το γκάζι.ο τελευταίος υπηρέτης έφυγε και θα πρέπει τώρα να μείνει όλη τη νύχτα υποφέροντας, χωρίς γιατρικό.
Μ’ έπαιρνε ξανά ο ύπνος και συχνά ξυπνούσα μόνο για λίγο, για μια στιγμή, όσο για ν’ ακούσω την ξυλεία να τρίζει από μόνη της στους σανιδωμένους τοίχους, ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να τα καρφώσω στο καλειδοσκόπιο του σκοταδιού, να γευτώ χάρη σ’ ένα στιγμιαίο αμυδρό φως της συνείδησης τον ύπνο που σκέπαζε τα έπιπλα, το δωμάτιο, το σύνολο αυτό που εγώ δεν είμουνα παρά ένα μικρό του κομμάτι και που γυρνούσα γρήγορα να ενωθώ με την ασύνειδή του ύπαρξη. Ή ακόμα, όταν μέσα στον ύπνο μου συναντούσα χωρίς προσπάθεια μιαν ηλικία απ’ την πρωτινή μου ζωή, που ‘χε διαβεί για πάντα, και ξανάβρισκα μιαν απ’ τις παιδικές μου φοβίες, μήπως λόγου χάρη ο μεγάλος μου θείος με τραβήξει απ’ τις μπούκλες των μαλλιών μου, φοβία που είχε διαλυθεί τη μέρα- απαρχή για μένα μιας καινούργιας εποχής- που μου τις έκοψαν. Είχα ξεχάσει όσο κοιμόμουν το επεισόδιο αυτό, ξανάβρισκα όμως την ανάμνησή του μόλις κατόρθωνα να ξυπνήσω για να γλυτώσω απ’ τα χέρια του μεγάλου θείου μου, αλλά και πάλι, για περισσότερη σιγουριά, σκέπαζα ολότελα το κεφάλι μου με το μαξιλάρι πριν ξαναγυρίσω στον κόσμο των ονείρων.
Μερικές φορές, όπως η Εύα γεννήθηκε από μια πλευρά του Αδάμ, μια γυναίκα γεννιόταν, όσο κοιμόμουν, από μιαν άβολη θέση του μηρού μου. Φτιαγμένη από την ηδονή που είμουν έτοιμος να γευτώ, φανταζόμουν πως εκείνη ήταν που μου την πρόσφερνε. Το κορμί μου, νιώθοντας μέσα στο δικό της τη δική μου ζεστασιά, γύρευε να σμίξει μαζί του, ξυπνούσα. Οι άλλοι θνητοί μου φαίνονταν πολύ μακρινοί σε σχέση μ’ αυτή τη γυναίκα που ‘χα εγκαταλείψει πριν από λίγες μόλις στιγμές.το μάγουλό μου ήταν ακόμα ζεστό απ’ το φιλί της, το σώμα μου όλο κομμάρα απ’ το βάρος του κορμιού της. Αν, όπως τύχαινε καμμιά φορά, είχε τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας που ‘χα γνωρίσει στη ζωή, ήθελα ν’ αφοσιωθώ ολότελα σ’ ένα σκοπό: να την ξαναβρώ, σαν αυτούς που φεύγουν ταξίδι για να δουν με τα μάτια τους μια πολυπόθητη πολιτεία και φαντάζονται πως μπορούν να γευτούν στην πραγματικότητα τη γοητεία του ονείρου. Σιγά σιγά, η ανάμνησή της έσβηνε, είχα ξεχάσει το κορίτσι που είδα στ’ όνειρό μου.
Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται όλα αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ’ ένα δευτερόλεπτο το σημείο της γης που κατέχει ο ίδιος, το χρόνο που κύλησε όσο κοιμόταν. όμως οι σειρές τους μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Ι
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΑΝ
Μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο
Π.Α. Ζ.
ΗΡΙΔΑΝΟΣ

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου