Στην αρχή των μυθιστορημάτων : Μίλαν Κούντερα, το Αστείο

Written by

ΒΡΕΘΗΚΑ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, στην πόλη που γεννήθηκα. Στάθηκα στην κεντρική πλατεία (που την είχα διασχίσει άπειρες φορές μικρό παιδί, έπειτα έφηβος, έπειτα νεαρός), χωρίς να νιώθω την παραμικρή συγκίνηση.αντίθετα, σκέφτηκα ότι αυτός ο επίπεδος χώρος, με τον πύργο του δημαρχείου (που φαντάζει σαν στρατιώτης άλλων εποχών με το κράνος του) πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών θυμίζει αχανές πεδίο ασκήσεων κι ότι το στρατιωτικό παρελθόν αυτής της μοραβικής πόλης, που υπήρξε άλλοτε οχυρό απέναντι στις επιδρομές των Ούγγρων και των Τούρκων είχε αποτυπώσει αμετάκλητα επάνω της μιαν αποκρουστική ασχήμια.

Όλο αυτό το διάστημα τίποτα δε με τραβούσε στη γενέτειρά μου.έλεγα πως με τον καιρό μου είχε γίνει αδιάφορη, και το ‘βρισκα φυσικό: δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ζω αλλού, εδώ έχω πια ελάχιστους γνωστούς και φίλους (που προτιμούσα εξάλλου να τους αποφύγω), κι η μητέρα μου είναι θαμμένη σε ξένο τάφο, που δεν τον περιποιήθηκα ποτέ. Αλλά κορόιδευα τον εαυτό μου: αυτό που ονόμαζα αδιαφορία ήταν ουσιαστικά μνησικακία.τους λόγους τους αγνοούσα, μια και σ’ αυτή την πόλη μου είχαν συμβεί και καλά και άσχημα, όπως σ’ όλες τις πόλεις, πάντως ήταν μνησικακία.την είχα συνειδητοποιήσει με τούτο το ταξίδι: το έργο που μ’ έφερνε εδώ θα μπορούσα τελικά να το πραγματοποιήσω και στην Πράγα, αλλά ξαφνικά βρήκα ακαταμάχητα ελκυστική την ευκαιρία να το εκπληρώσω στη γενέτειρά μου, ακριβώς  επειδή ήταν ένα έργο τόσο κυνικό και ευτελές, που διακωμωδούσε ακόμα και την υποψία ότι μπορεί να επιστρέφω  εδώ από μια επίπλαστη συγκίνηση για τον χαμένο χρόνο.

Έριξα μια τελευταία, σαρκαστική ματιά στην άχαρη πλατεία, της γύρισα την πλάτη και πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο όπου είχα κλείσει δωμάτιο. Ο θυρωρός μου έδωσε ένα κλειδί που κρεμόταν από ‘να ξύλινο αχλάδι και μου είπε: «Δεύτερος όροφος». Το δωμάτιο δεν ήταν και πολύ ελκυστικό: ένα κρεβάτι στον τοίχο, στη μέση ένα μικρό τραπέζι με μία μόνο καρέκλα, πλάι στο κρεβάτι ένα εξεζητημένο τραπεζάκι τουαλέτας από μαόνι με καθρέφτη, κοντά στην πόρτα ένας τελείως μικροσκοπικός ραγισμένος νιπτήρας. Άφησα το βαλιτσάκι μου πάνω στο τραπέζι κι άνοιξα το παράθυρο: έβλεπε σε μιαν αυλή και σε σπίτια που έδειχναν  στο ξενοδοχείο τη γυμνή και βρώμικη πλάτη τους. Έκλεισα το παράθυρο, τράβηξα τις κουρτίνες και πήγα στο νιπτήρα, που είχε δύο βρύσες, με κόκκινο σημάδι η μία, με μπλε η άλλη.τις δοκίμασα, το νερό έτρεχε κρύο κι απ’ τις δυο. Κοίταξα το τραπέζι: εντάξει, χωρούσε τουλάχιστον ένα μπουκάλι με δύο ποτήρια.το πρόβλημα ήταν πως μόνο ένας μπορούσε να καθίσει, αφού δεν υπήρχε δεύτερη καρέκλα στο δωμάτιο. Έσπρωξα το τραπέζι προς το κρεβάτι και δοκίμασα να κάτσω, αλλά το κρεβάτι ήταν πολύ χαμηλό και το τραπέζι πολύ ψηλό.έπειτα, βούλιαζε τόσο πολύ όταν καθόσουν, που κατάλαβα αμέσως πως όχι μόνο δεν έκανε για κάθισμα αλλά και σαν κρεβάτι ήταν πολύ αμφίβολο αν θα ανταποκρινόταν στον προορισμό του. Το ζούληξα δυνατά με τις γροθιές μου.ύστερα, ξάπλωσα σηκώνοντας προσεχτικά τα πόδια, για να μη λερώσω την κουβέρτα με τα παπούτσια μου.Το στρώμα βαθούλωνε απ’ το βάρος μου, σαν να ΄μουν σε αιώρα ή μέσα σε στενό τάφο: μου φαινόταν αδιανόητο πως θα μπορούσε να ξαπλώσει κι άλλος στο κρεβάτι αυτό.

Κάθισα στην καρέκλα με το βλέμμα καρφωμένο στις διάφανες κουρτίνες κι άρχισα να σκέφτομαι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στο διάδρομο.κουβέντιαζαν ένας άντρας και μια γυναίκα, και κάθε τους λέξη ακουγόταν πεντακάθαρα: μιλούσαν για κάποιο αγόρι που το λέγανε Πετρ και το είχε σκάσει από το σπίτι του, και για κάποια θεία Κλάρα που ήταν χαζή και κακομάθαινε το παιδί.έπειτα ακούστηκε ένα κλειδί που γύρισε στην κλειδαριά, μια πόρτα που άνοιξε και οι φωνές συνέχισαν στο διπλανό δωμάτιο.άκουσα τη γυναίκα που αναστέναζε ( ναι, ακούγονταν ακόμα κι οι αναστεναγμοί!) και την απόφαση του άντρα να τα πει επιτέλους ένα χεράκι στην Κλάρα.

Σηκώθηκα.είχα πάρει την απόφασή μου.έπλυνα τα χέρια μου στο νιπτήρα, τα σκούπισα με την πετσέτα και άφησα το ξενοδοχείο, χωρίς να ξέρω πού ακριβώς πηγαίνω. Ήξερα απλώς ότι, αν δεν ήθελα να διακινδυνεύσω την επιτυχία του ταξιδιού μου (ενός αρκετά μεγάλου και κοπιαστικού ταξιδιού) μόνο και μόνο για ένα ακατάλληλο δωμάτιο ξενοδοχείου, θα ‘πρεπε αναγκαστικά, κι ας μη μ’ άρεσε η ιδέα, να απευθυνθώ με τρόπο σε κάποιον απ’ τους φίλους μου εδώ.

Έφερα γρήγορα στο νου μου όλα τα πρόσωπα της εποχής των νεανικών μου χρόνων, αλλά τα απέρριπτα ένα ένα, γιατί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της εξυπηρέτησης που θα ζητούσα μου επέβαλλε να γεφυρώσω την απόσταση μιας πολυετούς απουσίας-και δεν είχα καμία τέτοια διάθεση, ούτε και χρόνο. Έπειτα θυμήθηκα κάποιον που του είχα βρει άλλοτε δουλειά εδώ, και θα ήταν πολύ ευτυχής, έτσι που τον ήξερα, αν του δινόταν η ευκαιρία να μου κάνει κι αυτός κάποια εξυπηρέτηση. Ήταν παράξενο πλάσμα, με μια αυστηρή ηθική, αλλά μαζί περίεργα ανήσυχος και άστατος, που, απ’ ό, τι είχα μάθει, τον είχε χωρίσει η γυναίκα του πολλά χρόνια πριν, επειδή έμενε οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ το σπίτι του, μαζί μ’ αυτήν και το γιο τους. Έτρεμα τώρα στη σκέψη ότι μπορεί  και να ‘χε ξαναπαντρευτεί, γεγονός που θα δυσκόλευε τα σχέδιά μου, και άρχισα να βαδίζω γρήγορα κατά το νοσοκομείο…

 

«Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού.Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι». Με αυτά τα λόγια θέλησε να πειράξει την ενθουσιώδη φίλη του ο Λούντβιχ, ο ήρωας του βιβλίου. Και γι’ αυτό το αστείο θα διαγραφεί από το κόμμα, θα αποβληθεί από το πανεπιστήμιο, θα καταταγεί στο στρατό σε τάγμα «τιμωρημένων» και θα υπηρετήσει τη θητεία του δουλεύοντας στα ορυχεία, στα οποία θα παραμείνει «εθελοντικά» άλλα τρία χρόνια.(οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Το  αστείο, το πρώτο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα,  γράφτηκε το 1965. Στην Τσεχία εκδόθηκε το 1967,τίτλος: Zert.  Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1971.

 Μίλαν Κούντερα (Μπρνο 1929-)
Το Αστείο
Μυθιστόρημα
Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας