“Τα 4 Κοριτσάκια” – στο Κ.Θ.Β.Ε.

Written by

 

Ένα ιδιαίτερα δύσκολο κείμενο επέλεξε να παρουσιάσει για λογαριασμό του Κ.Θ.Β.Ε.ο Γιάννης Καλατζόπουλος. Ο λόγος για ένα από τα λίγα θεατρικά έργα που έγραψε ο Pablo Picasso, Τα 4 Κοριτσάκια.Όπως μας πληροφορεί και το σχετικό φυλλάδιο της παράστασης ο καλλιτέχνης είχε δηλώσει σαφώς τη θέση του. Αντιγράφω κατά λέξη: “ .. από τον κυβισμό κι έπειτα, ικανοποίησα τους σοφούς και τους κριτικούς που μου έρχονταν στο κεφάλι, και όσο λιγότεραν με καταλάβαιναν τόσο περισσότερο με θαύμαζαν”. Αυτό είναι τελικά κι ένα από τα προβλήματα της παράστασης.

Το να αποπειραθεί να διαβάσει κανείς τα γραπτά του Πικάσο, κι ιδίως όσα δεν μιλάνε για τέχνη, είναι κάτι που χρειάζεται αρκετή θέληση και κουράγιο. Η συνειρμική γραφή σίγουρα έχει πλάκα για τον γράφοντα κι ενδιαφέρον για τον αναγνώστη αλλά ως ποιο σημείο; Τα λιγοστά θεατρικά κείμενα του Πικάσο ακολουθούν την ίδια τακτική. Για τον λόγο αυτό, κι η παράσταση του Κρατικού είχε να αντιπαλέψει αυτήν την τεράστια δυσκολία ενός κειμένου όχι πολύ θεατρικά δομημένου. Σημείωση: Και το “Περιμένοντας το Γκοντό” πχ.καταργεί πλείστες θεατρικές νόρμες αλλά ωστόσο διατηρεί έναν εσωτερικό θεατρικό ρυθμό, πράγμα που απουσίαζε από το κείμενο του Πικάσο. Σίγουρα πολλά σημεία του κειμένου είναι εξαιρετικής συλλήψης αλλά ίσως θα ήταν καλύτερα να ερχόμασταν σε επαφή μαζί τους μέσω της ανάγνωσης. Βέβαια, εδώ τίθεται το θέμα εάν διαβάζουμε και τι, αλλά δεν είναι θέμα αυτού του άρθρου. Αν η παράσταση είναι ένας τρόπος να μας φέρει κοντά σε πιο “περίεργα” και “άγνωστα” κείμενα τότε ασφαλώς καλώς πράττει.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλατζόπουλου είχε κάποια ενδιαφέροντα σημεία κυρίως στο β’μισό της παράστασης. Ίσως το γυμνό να βοήθησε απελευθερωτικά και για τις ηθοποιούς. Ευρήματα υπήρχαν πολλά και απανωτά, ωστόσο στην αρχή το πράγμα κυλούσε δύσκολα. Επιπλέον έχω τις ενστάσεις μου όσον αφορά την κάπως κλισέ και μάλλον προς το ρεαλιστικό τάση εκφοράς του ενός σουρεαλιστικού και ποιητικού λόγου που αφήνει ανοιχτές άπειρες δυνατότητες. Όμως, αυτό είναι κάτι τελείως υποκειμενικό.

Η Κατερίνα Παπαγεωργίου που επιμελήθηκε την χορογραφία, τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία της παράστασης πέτυχε χατ τρικ. Η μουσική του Πάρη Παρασχόπουλου θα μπορούσε ίσως να παίζει περισσότερο με εναλλαγές μελωδίας και ρυθμού ώστε να δημιουργείται αυτή ακριβώς η εικόνα του “ζοφερά ανεστραμμένου και κατακερματισμένου ειδώλου ενός αγγελικά πλασμένου κόσμου”. Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου δεν ήταν οι πλέον λειτουργικοί.

Τα τέσσερα κοριτσάκια ερμηνεύουν οι Έλενα Ζήκου, η Σίσσυ Ιγνατίδου, η Κάτια Παπαϊωάννου και η Ασπασία Πιτιλάκη. Όλες είχανε τις στιγμές τους – άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο- , ακολουθήσαν μια ενοποιημένη και ικανοποιητική υποκριτική γραμμή, ενώ ταυτοχρόνως έδειχναν να διασκεδάζουν μ’ αυτό που κάνουν, ήταν όλη την ώρα “εκεί”, κι αυτό μάλλον είναι το σημαντικότερο.

Η αλήθεια είναι πως το κοινό σε γενικές γραμμές φάνηκε ν’ ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Κ.Θ.Β.Ε., αλλά ας έχουμε στο μυαλό μας και τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη με τα οποία ξεκίνησε το παρόν άρθρο. Φεύγοντας από το Φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου σκεφτόμουν ότι με κάποιες προϋποθέσεις ίσως ένα κοινό παιδιών ν’ ανταποκρινόταν ακόμη θερμότερα στην παρούσα παράσταση. Σίγουρα είναι μια πρωτότυπη θεατρική παράσταση, από εκεί κι ύστερα εξαρτάται από το τι ζητά κι αναζητά κανείς στο θέατρο και την τέχνη γενικότερα.