Τα μηνύματα και η σημασία της Συμφωνίας Κοντσερτάντε του Μότσαρτ

Written by

 Ο Μότσαρτ ως παιδί-θαύμα

Ο Γιοχάνες Χρυσόστομους (από τον Άγιο της ημέρας που γεννήθηκε) Βολφγκάνγκους (από τον παππού του) Θεόφιλους (από το νονό του) Μότσαρτ, κατά κόσμον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, υπήρξε όντως ‘αγαπημένος του Θεού, όπως μεταφράζεται το Αμαντέους και αναμφισβήτητα ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού που ονομάζουμε ‘παιδί-θαύμα’, αν και είναι μάλλον υποτιμητικό για μία από τις κορυφαίες μεγαλοφυίες όλων των εποχών να στεκόμαστε σε αυτό τον χαρακτηρισμό. Ας το κάνουμε μόνο για να καταστεί σαφές το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε η Συμφωνία Κοντσερτάντε, το έργο που συμβολίζει τη μετάβαση από την περίοδο του παιδιού-θαύματος στην περίοδο ωρίμανσης του μεγαλύτερου συνθέτη της εποχής του (και όχι μόνο).

Η θρυλική ικανότητα του Μότσαρτ να αποστηθίζει συνθέσεις

Από τα τέσσερά του χρόνια ο Μότσαρτ έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε μικρά κομμάτια, ενώ στα έξι του ήταν ένας άψογος βιολονίστας πραγματοποιώντας και την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη, μαζί με τον πατέρα και την αδερφή του, όπου κέρδιζε τις καρδιές όλων των αριστοκρατών και κυρίως των κυριών της Αυλής. Η ικανότητά του στην αποστήθιση συνθέσεων είναι θρυλική, όπως και η ευκολία του να αναγνωρίζει ήχους και να κάνει αυτοσχεδιασμούς χωρίς καμία πρότερη προετοιμασία. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα της ιδιοφυίας του είναι το ‘θαύμα της Καπέλα Σιξτίνα’. Σε ηλικία 13 ετών επισκέφτηκε τον Πάπα στο Βατικανό. Εκεί άκουσε το Miserere του Gregorio Allegri, το οποίο είχε γραφεί το 1514 και δεν υπήρχε σε χειρόγραφο. Η μελωδία του μεταβιβάζονταν ευλαβικά από γενιά σε γενιά μεταξύ των μελών της χορωδίας. Ο μικρός Μότσαρτ, αφού το άκουσε στη διάρκεια της Λειτουργίας, μετέφερε από μνήμης στην παρτιτούρα και τις εννέα φωνές σαν να έκανε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο και το επέδειξε περιχαρής στον κατάπληκτο Ποντίφικα, ο οποίος για ευχαριστώ τον έχρισε Ιππότη του Αγίου Ρωμαϊκού Τάγματος.

Μια παραδοξότητα της ζωής αποτελεί σαφώς το ότι αυτό το φαινόμενο που καθόρισε τη μουσική με τα περισσότερα από 600 αριστουργήματα που έγραψε μέχρι τα 35 του χρόνια, έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος και τάφηκε σε ομαδικό τάφο, αλλά αυτό είναι μία άλλη (ενδιαφέρουσα) ιστορία.

Η ‘Συμφωνία Κοντσερτάντε’ του Μότσαρτ

Συνθέτης: Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791),
Τίτλος έργου: Sinfonia Concertante για βιολί και βιόλα σε μι ύφεση μείζονα, Κ364/320d
Μέρη: Ι. Allegro Maestoso  ΙΙ. Andante  III. Presto
Διάρκεια: 30’

Η ‘Συμφωνία Κοντσερτάντε για βιολί και βιόλα σε μι ύφεση μείζονα, Κ364/320d’ υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός στην καριέρα του Μότσαρτ, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Παράλληλα υπήρξε και ένας σταθμός στην ίδια την ιστορία της μουσικής, αφού σηματοδοτεί τη μετάβαση από το μπαρόκ κοντσέρτο γκρόσο σε μια πιο σύγχρονη μορφή της συμφωνίας και συντελεί αποφασιστικά στην ανάπτυξη της συμφωνικής μουσικής, μαζί φυσικά με τα υπόλοιπα έργα που παρήγαγε ασταμάτητα ο μεγαλοφυής συνθέτης.

Η Συμφωνία Κοντσερτάντε σε καλλιτεχνικό επίπεδο για τον Μότσαρτ

Σε καλλιτεχνικό επίπεδο σηματοδοτεί την αποδέσμευση του Μότσαρτ από τον Αρχιεπίσκοπο εργοδότη του και από κάθε λογής εποπτεία, επικυρώνοντας παράλληλα με την ενηλικίωσή του και τη συνθετική του ωρίμανση. Ο Μότσαρτ αποφασίζει να αφήσει την οικονομική σιγουριά που του προσφέρει η υπαλληλική του σχέση με την αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ και αναχωρεί για τη Βιέννη, ώστε να ζήσει και να δημιουργήσει ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης. Οικονομικά αυτό θα τον καταστρέψει μελλοντικά, λόγω και του χαρακτήρα και των λανθασμένων επιλογών του, αλλά καλλιτεχνικά θα αποτελέσει το σημείο που θα επιτρέψει στην αστείρευτή του έμπνευση να ρεύσει χωρίς περιορισμούς και να αναπτύξει τη μουσική σε όλα τα επίπεδα. Μαζί με την πηγαία έμπνευση, μπορεί πλέον να αξιοποιήσει τις γνώσεις από τα ταξίδια, τις σπουδές του, αλλά και τις γνωριμίες του με γίγαντες της μουσικής, όπως ο Μπαχ και ο Χάυντν, και να χαράξει πλέον τον υπέροχο δικό του συνθετικό δρόμο.

Η Συμφωνία Κοντσερτάντε σε προσωπικό επίπεδο για τον Μότσαρτ

Σε προσωπικό επίπεδο, αυτή τη χρονική περίοδο συμβαίνουν δύο σημαντικά γεγονότα που τον αλλάζουν ως άνθρωπο και τον ωριμάζουν συναισθηματικά. Καταρχάς ερωτεύεται παράφορα μία νεαρή σοπράνο, την Αλοΐσια Γουέμπερ, και είναι έτοιμος να θυσιάσει όλο του το ταλέντο για να γράφει αποκλειστικά για αυτήν. Ο πατέρας του παρεμβαίνει και του επιβάλλει τη συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι χωρίζοντας τους ερωτευμένους. Παρόλο που αυτή η παρέμβαση θα τον σώσει καλλιτεχνικά, αποτελεί την αιτία ρήξης στις ήδη τεταμένες σχέσεις του Μότσαρτ με τον πατέρα του. Έκτοτε θα βρεθούν μαζί μόνο δύο φορές ακόμη. Το κυριότερο όμως γεγονός που θα τον συγκλονίσει είναι ο θάνατος της αγαπημένης του μητέρας, κατά τη διάρκεια μιας διετούς περιοδείας σε όλη την Ευρώπη, την οποία θέλησε να την κάνει με τη συντροφιά της μόνο.

mozart-insideΣτο τέλος αυτής της τουρνέ, το 1779, ο Μότσαρτ συνέθεσε τη ‘Συμφωνία Κοντσερτάντε’ θέλοντας να αξιοποιήσει όλα όσα είχε μάθει από αυτό το ταξίδι και να στείλει πολλαπλά μηνύματα. Η βιόλα διακηρύσσει την ανεξαρτησία του συνθέτη από τον εργοδότη του, που τον χρησιμοποιούσε μόνο ως βιολονίστα κι έτσι τα δύο όργανα χρησιμοποιούνται σολιστικά για να αποτυπώσουν το πριν και το μετά. Το πρώτο μέρος έχει καθαρές επιρροές από τη ‘Σχολή του Μανχάιμ’, μία ομάδα συνθετών που δημιούργησαν ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ρεύματα του 18ου αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο scordatura συντονισμός της σόλο βιόλας, για να ξεχωρίζει από τις βιόλες της ορχήστρας, γεγονός που της δίνει ένα φωτεινότερο τόνο και πιο ισχυρά ανοίγματα, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί στο μέρος αυτό. Πιο σημαντικό από όλα όμως είναι το συγκινητικό andante, όπου κυριαρχεί ένας μελωδικός και οδυνηρός διάλογος των δύο σολίστ και αποτελεί ουσιαστικά ένα ανεπίσημο ρέκβιεμ στη μνήμη της μητέρας του, η οποία έφυγε από τη ζωή στη διάρκεια αυτής της περιοδείας. Το presto είναι ένα μέρος σε μορφή ροντό που φέρνει μία νότα αισιοδοξίας, αποτυπώνοντας την άποψη του συνθέτη για τη λυτρωτική και παρηγορητική δύναμη της μουσικής, το παντοτινό και μόνο του καταφύγιο στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής του.

cityculture.gr/ γράφει ο Νίκος Κυριακού