Τάσος Λειβαδίτης «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» μια ανάγνωση και για το σήμερα

Written by

Το ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη ανήκει στην Μεταπολεμική Ποίηση. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (1953) εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ίκαρος και τιμήθηκε δύο χρόνια μετά την έκδοσή της με το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Νεολαίας της Βαρσοβίας το 1955. Η ποίηση του Λειβαδίτη εκφράζει την ατμόσφαιρα της εποχής του, τις αγωνίες και τους φόβους τους δικούς του αλλά και του συνόλου. Έργα του Έλληνα ποιητή μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες (αγγλική, γαλλική, ιταλική, ρουμανική, βουλγαρική κ.ά.).

Η ποιητική συλλογή ξεκινάει με μια λέξη-αίσθηση «Παγωνιά», λέξη χαρακτηριστική που κυριολεκτικά αποτυπώνει ένα καιρικό φαινόμενο, αλλά στο συγκεκριμένο ποίημα αποδίδει την ζοφερή κατάσταση των μετεμφυλιακών χρόνων και συνεπακόλουθα την ψυχολογική κατάσταση του ποιητή. Η οπτικοακουστική εικόνα «ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη» επαληθεύει τον τίτλο του έργου ότι δηλαδή «φυσάει». Το ρήμα «φυσάει» απαντάται κατ’ επανάληψη μέσα στο ποίημα ίσως για να εντείνει ο ποιητής τη συγκινησιακή φόρτιση του ίδιου ή αυτή του αναγνώστη ή ακροατή. Η θλίψη και η απώλεια είναι φανερή «Μνημόσυνο για τους πεσόντες» και έρχεται σε αντίθεση με «τα ψηλά καπέλα των υπουργών». Οι εικόνες που επικρατούν είναι εικόνες ζοφερές, εικόνες ερήμωσης και δυστυχίας: «λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους/ φυσάει/ φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες/ φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλατσάρουν στα προαύλια των φυλακών/ φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων».

Στις «Εξέδρες» μαζί με τους υπουργούς εμφανίζονται από τη μια μεριά οι φαντάροι που «στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα» ως σύμβολα της εξουσίας και από την άλλη «στριμώχνεται ο λαός» δηλώνοντας μάλλον έτσι την αίσθηση ασφυξίας των πολιτών. Κυρίαρχη είναι η καυστικά ειρωνική διάθεση του ποιητή, ενδεικτικά αναφέρουμε: «Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου/ αλληλούϊα», «οι Σκλάβοι μας απειλούν», «ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός/ ο πόλεμος/ αλληλούϊα», «σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός», «μα πρέπει να συντομεύουμε εξοχώτατε/ μας περιμένουν για το τσάϊ», «Το έθνος μας απειλείται…». Μέσω των ειρωνικών αυτών αναφορών στόχος γίνεται η πατριδοκαπηλία, οι υποκριτικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, η ιεροποίηση του πολέμου. Κάθε στίχος αποτελεί εύγλωττη διαμαρτυρία για όλα τα παραπάνω. Πίσω όμως από όλα αυτά, κυρίαρχα είναι τα συναισθήματα του φόβου, της πικρίας και της αγανάκτησης.

Ακολουθούν στίχοι περιγραφικοί, στίχοι που θυμίζουν πολύ την σημερινή εικόνα της κοινωνίας μας: «Φυσάει στα κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα/ σκαλοπάτια των εκκλησιών/ φυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω απ’ τα λαϊκά/ συσσίτια». Η «ασφάλεια του έθνους» αντιτίθεται στην ανασφάλεια του λαού: «-Θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο-τι θα γίνουμε», «-Ελεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μια δραχμίτσα χριστιανοί», «-Την πήγα στο νοσοκομείο μα θελαν λεφτά…», «-Πέθανε», «τι θα γίνουμε», «κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω απ’ τα ταμεία/ ανεργίας». Οι στίχοι θυμίζουν πολύ φράσεις σύγχρονες των οποίων αν είχαμε την τύχη να μην εκφέραμε μέχρι τώρα, σίγουρα έχουμε ακούσει και ακούμε συχνά. Στην ανθρώπινη δυστυχία εισβάλλει και ο θάνατος, ένας θάνατος που παρουσιάζεται προσωποποιημένος «ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα του στρατηγού». Η δυστυχία μοιάζει να είναι απόλυτη: «δάκρυα δάκρυα/ τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας/ για να κλαίνε».

Την οδύνη και τη δυστυχία ανατρέπει ένα αμυδρό ίχνος ελπίδας: «Ένα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλι/ έχει τυλίξει μ’ ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του πατέρα της/ και το νανουρίζει/ νάνι νάνι». Είναι το μέλλον, είναι η ζωή που προχωράει όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες «Μια λεχώνα ουρλιάζει κάτω απ’ τον παραμορφωμένο ουρανό/ ο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερί/ ν’ ανάψει δίπλα στο νεογέννητο». Η αβεβαιότητα για το μέλλον παραμένει στην έκταση του ποιήματος: «βουίζουν τα χρόνια που έρχονται», «χέρια που χτίζουνε τον κόσμο σε μιαν ώρα/ και τον γκρεμίζουν σ’ ένα δευτερόλεπτο», «S.O.S./ ο κόσμος βουλιάζει/ φυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησιές».

Η δυστυχία απλώνεται μέσα από τους στίχους του Λειβαδίτη, δείχνει να αποκτά οικουμενική διάσταση: «ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα/ μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες/ αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του/ μπήγει έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό/ παρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιές/ φυσάει/ φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του/ κόσμου». Ο ποιητής κάνει λόγο για αλλαγή του κόσμου, μια αλλαγή επερχόμενη στην οποία γίνεται ο ίδιος μάρτυράς της αφού κουβαλά τη δυστυχία από το παρελθόν και τη δυστυχία που βιώνει στο παρόν. Όσο κι αν προσπαθεί ο ποιητής να ελπίσει μέσω του μικρού κοριτσιού που προσπαθεί να παίξει με το δεκανίκι του πατέρα του «το δεκανίκι δεν μπορεί να κοιμηθεί/ -θυμάται τον πόλεμο», προβάλλοντας έτσι την αρνητική λειτουργία που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση η μνήμη στον ανθρώπινο νου και παράλληλα την ματαιότητα που μπορεί να έχει η ελπίδα: «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».

Ο ποιητής περιγράφει τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται αυτός και η κοινωνία γενικότερα, είναι σαν να βρίσκονται ανάμεσα σε σταυροδρόμια: «τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο/ χώμα».  Οι νεκροί παραμένουν ζωντανοί στη μνήμη του ποιητή: «απ’ όλους τους δρόμους φάνηκαν νάρχονται/ οι νεκροί του πολέμου./ Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές σα να πηγαίναν σε/ μάχη», «Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοι/ ανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι ανεστραμμένο και το στόμα/ σαν μια πληγιασμένη τρύπα, ανοιχτό/ Και προχωρούσαν αργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβασίλεμα». Ο ποιητής ακόμη φαντάζεται πως «Οι νεκροί/ προχωράνε/ αμίλητοι/ αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τανκς/ πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες», αφού πρώτα ήρθαν αντιμέτωποι με την εξουσία: «οι στρατηγοί χειρονομούν/ οι υπουργοί κι οι πόρνες τρέμουν/ σταματήστε τους», «Τα ψηλά καπέλα πέφτουν/ οι γούνες ξαναγίνονται ζώα και τους δαγκώνουν το λαιμό/ ο τεράστιος ίσκιος των νεκρών τους συνθλίβει τα κόκαλα/ κάτω απ’ αυτόν τον ασήκωτο ίσκιο ζαρώνουν οι επίσημοι/ σαν φυσαρμόνικες που κλείνουν». Είναι η στιγμή που ο άνεμος αλλάζει το πρόσημό του από αρνητικό σε θετικό: «Και τότε ξανάρχισε ο άνεμος/ Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει/ ένα δάσος από σηκωμένες γροθιές/ ένα απέραντο βουητό/ ειρήνη/ ειρήνη».

Το ποιητικό σκηνικό αλλάζει χάρη στην ειρήνη: «Οι τοίχοι τα σπίτια οι πλατείες οι σταθμοί/ κοιτάζουν έκπληχτα αυτό το σκοτεινό πλήθος/ που κάνει τον κόσμο να τρέμει/ και να ξαναγεννιέται». Οι φωνές των ανθρώπων αποτελούν το αίτημά τους, τη δίψα τους για ζωή: «θέλουμε να σπείρουμε/ θέλουμε να υφάνουμε/ θέλουμε να γεννήσουμε». Ο άνεμος που είναι αυτή τη φορά με το μέρος του λαού «σκίζει τα σύννεφα/ και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη/ πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως» και προμηνύεται ένα αύριο πιο φωτεινό και αισιόδοξο. Οι άνθρωποι έχουν οδηγό τους την ειρήνη και «Προχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γης/ με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα/ με τα σκληρά ροζιασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο/  κόκκινον ορίζοντα/ τις φαρδιές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου». Τώρα ο άνεμος βουίζει «ειρήνη/ ειρήνη/ ε ι ρ ή ν η». Η ειρήνη είναι η ελπίδα του ποιητή για το αύριο και το σήμερα όσες αντιξοότητες κι αν επέφεραν τα σταυροδρόμια που συνάντησε είτε ο ίδιος προσωπικά είτε συλλογικά στη ζωή. Η ειρήνη είναι η πανανθρώπινη αξία για την οποία αξίζει να αγωνίζεται κανείς σε καιρούς χαλεπούς και αυτός είναι και ο λόγος που κάνει μια τέτοια ανάγνωση διαχρονική και σύγχρονη συνάμα. Άλλωστε τα σταυροδρόμια σχηματίζουν το σύμβολο του σταυρού και ο σταυρός δεν συμβολίζει μόνο τον θάνατο αλλά και την Ανάσταση.

cityculture.gr/ γράφει η Βασιλική Ρούσκα