The Figurehead: Μία βουτιά στην καρδιά του Pornography των The Cure

Written by

Στις αρχές του 1982 οι Cure ήταν ένα συγκρότημα 3 μόλις χρόνων, που είχε προλάβει ήδη να ακυρώσει ένα συμβόλαιο με γνωστή δισκογραφική εταιρεία (Hansa Records), η οποία ήθελε να μετατρέψει μία παρέα σκεπτόμενων, οξύθυμων και αποφασισμένων να θίξουν σοβαρά θέματα με τη μουσική τους νεαρών, σε μία γλυκανάλατη pop μπάντα όμορφων αγοριών, που θα λικνίζονται με τσαχπινιά για να πουλάνε δίσκους και μπλουζάκια σε ανήλικα κοριτσάκια. Αυτή η προοπτική τους τρόμαξε τόσο που έκτοτε άρχισαν να βάφονται σαν ζόμπι και να χασμουριούνται στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, μη τυχόν και τους περάσει κανείς κατά λάθος για sex symbols. Αναμφισβήτητα πάντως ήταν μεγάλη απόφαση για τρεις άνεργους δεκαοχτάχρονους επαρχιώτες Άγγλους να αρνηθούν το χρήμα και τη δόξα που τους προσέφερε μία κορυφαία γερμανική εταιρεία, που ήξερε πώς να δημιουργεί pop stars. Όμως η αυτοπεποίθηση και η προσήλωση στις αξίες τους ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν των Cure και αυτό δεν άλλαξε καθόλου στις τέσσερις δεκαετίες ζωής τους. Αποτελούν ανέκαθεν μία τελείως ιδιαίτερη περίπτωση στη μουσική βιομηχανία, όπως ακριβώς η μουσική τους είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό, όσες ταμπέλες και αν επιχειρήθηκε κατά καιρούς να της βάλουν.

The Cure, το συγκρότημα

Οι Cure δεν έμειναν καιρό χωρίς εταιρεία, αφού όχι μόνο βρήκαν συμβόλαιο σχεδόν άμεσα, αλλά έγιναν η αιτία να δημιουργηθεί πάνω τους η Fiction, μία νέα δισκογραφική εταιρεία ως παράρτημα της μάμας-εταιρείας Polydor, με σκοπό να δρα σχετικά ανεξάρτητα και να ανακαλύπτει διαμάντια σαν αυτό το ιδιαίτερο τρίο από το επαρχιακό Crawley, που ήταν το πρώτο και τo μεγαλύτερο διαμάντι της Fiction και του δαιμόνιου Νεοζηλανδού μάνατζερ Chris Parry. Το εγχείρημα του Parry ήταν βέβαια αρκετά ριψοκίνδυνο, όχι φυσικά λόγω του ταλέντου του συγκροτήματος στο οποίο πόνταρε όλη του την καριέρα, αλλά λόγω των ιδιαίτερων χαρακτήρων του και κυρίως του frontman τους Robert Smith. Το συγκρότημα θα έφτανε ένα βήμα πριν την οριστική διάλυσή του, κυριολεκτικά μετά από κάθε άλμπουμ που κυκλοφορούσε. Πάντα όμως ξαναγυρνούσε στη ζωή. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ πραγματικά στο χέρι τους η διάλυση, γιατί τους κρατούσε με το έτσι θέλω στη ζωή το φανατικό τους κοινό, ένα από τα πλέον πιστά και φανατικά κοινά στην ιστορία της μουσικής.

Οι Cure είχαν προλάβει από τον δεύτερο κιόλας χρόνο ζωής τους να γίνουν αντιπαθείς σε διάφορα μεγάλα ονόματα της ροκ σκηνής, όπως ο Billy Idol και ο Robert Palmer, στις συναυλίες των οποίων έκαναν support. Αυτό συνέβαινε γιατί ο κόσμος πήγαινε στις συναυλίες γι’ αυτούς και απαιτούσε να ανεβούν ξανά στη σκηνή όταν ερχόταν η σειρά του υποτιθέμενου πρωταγωνιστή της συναυλίας. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνουν γρήγορα δικές τους περιοδείες και να ψάχνουν οι ίδιοι support τους σε διάφορες πανεπιστημιακές μπάντες. Οι Cure έκαναν πάντοτε τα πάντα με το δικό τους τρόπο ή με κανέναν άλλο τρόπο. Ο Frank Sinatra για κάτι τέτοιους τύπους τραγούδησε το ‘My Way’ του.

Η αυξανόμενη επιτυχία δεν έφερνε χαρά και ικανοποίηση, αλλά αποχωρήσεις μελών, περισσότερες υπαρξιακές ανησυχίες στους στίχους τους, αλλά και αυξανόμενη κατάθλιψη και μελαγχολίας στη μουσική τους. Για μία νεανική μπάντα που δημιουργήθηκε για να μην εργάζονται οχτάωρο τα μέλη της, ήταν πολύ πάνω από το φυσιολογικό το να έχει τόσες πολλές ανησυχίες και τόσο μηδενισμό στη σκέψη της. Βέβαια όταν λέμε σκέψη και διάθεση των Cure μιλάμε αποκλειστικά για τον Robert Smith, αφού αυτός ήταν πάντα η ψυχή και το μυαλό τους. Αφήνοντας έξω το πρώτο άλμπουμ τους, το Three Imaginary Boys (1979), μία συλλογή των εφηβικών τους κομματιών που έγιναν άλμπουμ από τον μάνατζέρ τους, ο οποίος βιαζόταν να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ μετά την χωρίς καμία απολύτως διαφήμιση επιτυχία του διπλού τους single ‘Killing An Arab/10:15 Saturday Night’, τα επόμενα τρία άλμπουμ των Cure αποτελούν την τριλογία-ευαγγέλιο της Gothic Rock. Το Seventeen Seconds (1980), το Faith (1981) και το Pornography (1982), είναι το ένα πιο καταθλιπτικό, πιο ζοφερό και πιο απαισιόδοξο από το προηγούμενο, αν και αυτή ακριβώς είναι η μαγεία για τα εκατομμύρια των οπαδών των Cure σε όλο τον κόσμο που ποτέ δεν τρόμαξαν από το σκοτάδι τους. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι μετά το Pornography οι Cure έπρεπε να διαλυθούν. Ευτυχώς αποτελούν τη μειοψηφία, αφού το μέλλον της ροκ θα ήταν διαφορετικό χωρίς μερικά από τα μεταγενέστερα άλμπουμ τους.

Ο ίδιος ο Smith έχει πει πάντως πως αν αυτοκτονούσε ή πέθαινε από ναρκωτικά το 1982 θα ήταν ένας αιώνιος μύθος, κάτι που είχε συμβεί λίγο καιρό πριν με ένα από τα ινδάλματα του Smith, τον Ian Curtis, τον εμβληματικό τραγουδιστή των Joy Division. Ποτέ ο κόσμος δεν του συγχώρησε πως συνέχισε να ζει μετά το Pornography, όσο ηλίθιο και αν ακούγεται αυτό. Ο Smith πάντως δεν επιθυμούσε να θυσιαστεί για τη μουσική του και προτιμούσε να διαλύσει το δημιούργημά του πριν αυτό τον καταστρέψει. Αυτός είναι ο λόγος που οι Cure έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να διαλυθούν. Άλλωστε ο δρόμος που είχαν πάρει οδηγούσε αναπόφευκτα σε αδιέξοδο. Η απαισιοδοξία, ο θυμός, η άρνηση και η απελπισία που είχαν εκφράσει ήταν μία ειλικρινής κατάθεση ψυχής, που όμως την άδειαζε τελείως. Παράλληλα η διακήρυξη της έλλειψης διαφυγής και της ματαιότητας του να προσπαθεί κανείς να βρει κάποιο νόημα στην ύπαρξη, αναγκαστικά θα έφτανε σύντομα στο σημείο μηδέν, είτε ως αυτό-εκπληρούμενη προφητεία, είτε ως ενσυνείδητη απόφαση και θα απαιτούνταν ένα τέλος. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν γίνεται να είναι ποτέ αυτό ένα happy end. Ή μήπως γίνεται; Με κάποιον πολύ περίεργο τρόπο στους Cure συνέβη ακριβώς αυτό, μετά όμως από το ορόσημο του 1982.

Πριν από αυτό το συγκρότημα έτρεχε ταυτόχρονα προς δύο γκρεμούς, της διάλυσης ή της αυτοκτονίας. Έτσι έπεσαν με τα μούτρα στα ναρκωτικά, διέκοπταν συναυλίες τους κατεβαίνοντας από τη σκηνή για να ανταλλάξουν ‘απόψεις’ με το κοινό τους για το πρόγραμμα της συναυλίας με κλωτσιές και γροθιές, άρχισαν να συμμετέχουν σε άλλες μπάντες, άλλαζαν ρόλους επί σκηνής όταν το κοινό απαιτούσε κανένα πιασάρικο τραγούδι όπως το ‘Boys Don’t Cry’, μέχρι που πλακώθηκαν ο Robert Smith με τον Simon Gallup στη διάρκεια μιας συναυλίας στο Άμστερνταμ. Μένοντας μόνος ο Smith με τον παιδικό του φίλο Lol Tolhurst συνέλαβε την ιδιοφυή ιδέα (όπως τουλάχιστον πίστευε) να αποτελειώσει το ‘τέρας’ που δημιούργησε απομυθοποιώντας το στα μάτια των οπαδών του. Κυκλοφόρησε λοιπόν με το όνομα The Cure ό,τι πιο σαχλό μπορούσε να γράψει σε μουσική και στίχους. Έτσι προέκυψαν τα χαζοχαρούμενα ‘Let’s Go To Bed’ και ‘The Lovecats’ με επί σκοπού όσο-πιο-ηλίθια-γίνεται video clips. Αποτέλεσμα μηδέν! Οι οπαδοί τους μπορούσαν να λικνίζονται σαν ναζιάρες γάτες στα pop τραγούδια τους ή να χοροπηδούν σαν τρελοί στους post-punk ρυθμούς τους, μέχρι να βουτήξουν άφοβα μέσα στο σκότος της απελπισίας και της απαισιοδοξίας των υπαρξιακών επικών τους τραγουδιών.

Τότε λοιπόν o Smith το πήρε οριστικά απόφαση ότι οι Cure αρνούνταν να πεθάνουν και αποφάσισε να ασχοληθεί πιο επαγγελματικά με το συγκρότημά του και να ηγηθεί ενός εκ των  σημαντικότερων συγκροτημάτων όλων των εποχών, καταφέρνοντας να συνδυάσει κάθε διάθεση και κάθε μουσικό ρεύμα μέσα στο ιδιαίτερο μουσικό στυλ του, με την ανυπέρβλητη μεγαλοφυία των στίχων του.

Pornography, το άλμπουμ

Πριν φτάσουν οι Cure στο σημείο να προσπαθήσουν να διαλυθούν αλλάζοντας ταυτότητα για να κάνουν τους οπαδούς τους να τους σιχαθούν, είχαν αποφασίσει να κάνουν το απόλυτο fuck off άλμπουμ. Όσοι νόμιζαν ότι τα είχαν ακούσει όλα στο Seventeen Seconds και το Faith, ανακάλυψαν ότι υπήρχε και πιο κάτω, όσο και αν θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε η μουσική τους να γίνει πιο δυσοίωνη. Το άλμπουμ Faith ολοκληρώνεται με το ομώνυμο μυθικό κομμάτι, που διακηρύττει ότι κάποιος μένει στο τέλος της ζωής μόνο με την πίστη του και με αυτή αναχωρεί, όταν όμως σε ολόκληρο το τραγούδι πριν κυριαρχεί η απελπισία ότι δεν έχει καταφέρει να βρει ακόμη κάτι ή κάποιον να πιστέψει. Η μουσική σε όλο το άλμπουμ είναι κατατονική και στο Faith τερματίζει. Εκεί που λες ότι η ζωή τελείωσε και η ελπίδα έσβησε, εκεί ακριβώς έρχεται το Pornography. Δεν προκύπτει όμως καμία λύτρωση ή απάντηση από αυτό. Απλά αυτός που στο Faith ετοιμαζόταν να φύγει από τη ζωή χωρίς να έχει βρει την πίστη, επιστρέφει με το Pornography πίσω για 43 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αγκιστρωθεί από κάπου και όταν δεν τα καταφέρνει αποφασίζει να τα χώσει σε όλο τον κόσμο με μανία πριν αποχωρήσει οριστικά.

Το Pornography λοιπόν είναι ένα ιδιαίτερα τρομαχτικό άλμπουμ και σε επίπεδο στίχων και μουσικής. Κυριαρχεί η αγωνία και ο θυμός, ενώ ακόμη και η απελπισία δίνεται με ένα αίσθημα μάχης και όχι παράδοσης, όπως στα δύο προηγούμενα άλμπουμς των Cure. Σε περίπτωση που κάποιος είχε ελπίσει μετά το Faith σε κάποιου είδους απάντηση στην αμφισβήτηση και το μηδενισμό, πολύ γρήγορα θα έχανε και την τελευταία ελπίδα. Το άλμπουμ ξεκινά με τον πλέον μηδενιστικό στίχο που έχει γραφτεί ποτέ ‘It doesn’t matter if we all die’ από το απλά εκπληκτικό ‘One Hundred Years’ και ολοκληρώνεται μετά από μία επίπονη και άσκοπη υπαρξιακή αναζήτηση με το καθόλου ενθαρρυντικό συμπέρασμα αυτογνωσίας ‘I must fight this sickness, find the cure’ από το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ, που ναι μεν δίνει επιφανειακά μία αίσθηση πάλης και συνέχισης της αναζήτησης, αλλά με όσα έχουν προηγηθεί όλοι ξέρουν πως αυτό λέγεται απλά ως επιμύθιο ή και σαν παρακαταθήκη σε περίπτωση που μετά από εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο. Σιγά μην έδινε ξεκάθαρη απάντηση ο Robert.

The Figurehead, το τραγούδι

Στην καρδιά όμως του άλμπουμ δεσπόζει το κομμάτι που το χαρακτηρίζει περισσότερο από κάθε άλλο. Το ‘The Figurehead’ είναι ένα οδυνηρό κομμάτι που τρομάζει με τη συναισθηματική του απογύμνωση, την αδυναμία εύρεσης αληθινού νοήματος στα πάντα και την παράδοση στην τελική ήττα. Τα φωνητικά του Smith είναι ψυχρά, μονότονα και απόμακρα, η μελωδία εμφανίζεται από την κιθάρα μόνο για να χαθεί, ενώ η αγωνία δυναμώνει συνεχώς με το σφιχταγκάλιασμα κιθάρας και μπάσου, που παραπέμπει στη μάχη της ψυχής, να γίνεται όλο και πιο έντονο σε κάθε μια από τις τρεις πρώτες στροφές. Το τέλος είναι αποπνικτικό, αφού ο άνθρωπος νιώθει ανεπανόρθωτα μολυσμένος, ενώ κόβεται σαν την τελευταία ανάσα. ‘Πόσο χειρότερη είναι άραγε η κόλαση;’ θα μπορούσε να αναρωτιέται ο Smith με αυτό το τραγούδι. Δύσκολο να πάρει πειστική απάντηση για κάτι χειρότερο από αυτό που περιγράφει πάντως. Αυτή η αδιαπέραστη απελπισία είναι πάντως που κάνει το κομμάτι αριστούργημα για τους απανταχού Γότθους αυτού του κόσμου.

Ο τίτλος του κομματιού οφείλεται σε ένα κρανίο που ξέθαψε ο Smith κατά τα γυρίσματα του video clip του ‘Charlotte Sometimes’ στο σανατόριο Holloway και τον ενέπνευσε σχετικά με την ματαιότητα της ύπαρξης.

Διαβάζοντας κανείς τους στίχους του πρέπει να έχει υπόψη ότι ο Smith τους έγραψε ‘φτύνοντας σκόρπιες φράσεις’ με σκοπό να προκαλέσει το μέγιστο συναισθηματικό αντίκτυπο και να εκφράσει στο έπακρο τα αισθήματα αγωνίας, φόβου, απελπισίας και θυμού. Όταν νιώθεις όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν να μιλάς με ειρμό και νόημα, αλλά με κραυγές..

Ακολουθεί μια μετάφρασή τους με τη δική μου αποκρυπτογράφηση του νοήματός τους

cityculture.gr/ γράφει ο Νίκος Κυριακού

 

The figurehead – Το προσωπείο

Sharp and open Αιχμηρή και ειλικρινής

Leave me alone Άσε με μόνο

And sleeping less every night Και να κοιμάμαι λιγότερο κάθε βράδυ

As the days become heavier and weighted   Καθώς οι μέρες γίνονται πιο βαριές και ασήκωτες,

Waiting In the cold light Περιμένω μέσα στην παγωμένη νύχτα

A noise Έναν θόρυβο

A scream tears my clothes as the figurines tighten Μία κραυγή σκίζει τα ρούχα μου καθώς τα είδωλα πλησιάζουν

With spiders inside them Γεμάτα αράχνες μέσα τους

And dust on the lips of a vision of hell Και σκόνη στα χείλη, ενός οράματος της κόλασης

I laughed in the mirror for the first time in a year Γέλασα στον καθρέφτη πρώτη φορά τον τελευταίο χρόνο

A hundred other words blind me with your purity Εκατό ακόμη λέξεις με τυφλώνουν με την αγνότητά σου

Like an old painted doll in the throes of dance Σαν μία παλιά ζωγραφισμένη κούκλα στη μέση ενός χορού

I think about tomorrow Σκέφτομαι το αύριο

Please let me sleep Σε παρακαλώ άσε με να κοιμηθώ

As I slip down the window Καθώς γλιστρώ κάτω από το παράθυρο

Freshly squashed fly Μια φρέσκια σκοτωμένη μύγα

You mean nothing Δεν σημαίνεις τίποτα

You mean nothing Δεν σημαίνεις τίποτα

I can lose myself in Chinese art and American girls Μπορώ να αφεθώ μέσα σε Κινέζικη τέχνη και Αμερικανίδες γκόμενες

All the time Όλο τον καιρό

Lose me in the dark  με χάνω στο σκοτάδι

Please do it right Σε παρακαλώ κάνε το σωστά

Run into the night Τρέχω μέσα στη νύχτα

I will lose myself tomorrow Θα χάσω τον εαυτό μου αύριο

Crimson pain Μέσα σε έναν αιματηρό πόνο

My heart explodes Η καρδιά μου εκρήγνυται

My memory in a fire Οι αναμνήσεις μου καίγονται

And someone will listen Και κάποιος θα με ακούσει

At least for a short while Έστω και για λίγο

I can never say no to anyone but you Δεν μπορώ να πω όχι σε κανέναν εκτός από σένα.