Θεραπεία στην παραλία – ή αλλιώς η θεραπευτική διαδικασία της ποιοτικής ανάγνωσης

Written by

Στη δουλειά μου ως ψυχαναλύτριας συχνά φαντάζομαι τους αναλυόμενους μου ως ήρωες μυθιστορημάτων. Κάποιοι φαίνεται να ζουν ένα Ντοστογιεφσκικό δράμα πάθους και οργής, ενώ άλλοι είναι χαμένοι σε έναν Οργουελιανό εφιάλτη αποξένωσης και απομόνωσης.

Για κάποιους, η σχέση τους με τον κόσμο θυμίζει αστυνομικό θρίλερ καταδίωξης, ενώ για άλλους η πεποίθησή τους για την αθωότητα των ρομαντικών τους αναζητήσεων τους αφήνει με ανοιχτές και συχνά αγιάτρευτες πληγές.

Στο κέντρο της ψυχανάλυσης, καθώς και της ψυχαναλυτικής σχέσης, βρίσκεται η διήγηση της ιστορίας των δύο ηρώων, της κεντρικής αφήγησης του ασθενή για τα σκαμπανεβάσματα της ζωής του και της σιωπηλής, εσωτερικής αφήγησης του ψυχαναλυτή για τις δικές του εμπειρίες, επαγγελματικές και προσωπικές, που διαμορφώνουν το πρίσμα μέσα από το οποίο θωρεί τον αναλυόμενο.

Αν και δυστυχώς ο αριθμός των ανθρώπων που διαβάζουν βιβλία έχει μειωθεί με την αυξανόμενη κυριαρχία της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, συχνά προτείνω στους θεραπευόμενους μου κάποιο μυθιστόρημα, ειδικά αυτή την εποχή των καλοκαιρινών διακοπών και του πιο μακρόχρονου διαλείμματος από τη θεραπεία. Ένα καλό μυθιστόρημα προσφέρει νομίζω ένα παράθυρο στον κόσμο των ηρώων που είναι παρόμοιο με τη θεραπευτική διαδικασία.

Στα μυθιστορήματα που μου αρέσει να διαβάζω και αυτά που θεωρώ πως έχουν θεραπευτική αξία, η θεώρηση στη ζωή των ηρώων δε γίνεται με έναν απόμακρο και αντικειμενικό τρόπο, αλλά μέσω της διαδικασίας της ενσυναίσθησης. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με τους ήρωες και, νιώθοντας το προσωπικό τους δράμα ως δικό του, μαθαίνει πολλά για τον εαυτό του καθώς και για τη διαφορετικότητα.

Δύο παραδείγματα μου έρχονται στο μυαλό από βιβλία που διάβασα πρόσφατα στα αγγλικά, τις αυτοβιογραφίες δύο γνωστών γυναικών μυθιστοριογράφων, που, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Και οι δύο αυτοβιογραφίες έχουν στο κέντρο τους τη μητρότητα.

Είμαι, Είμαι, Είμαι: Δέκα Επτά Αναμετρήσεις με το Θάνατο

Η πρώτη, με τον τίτλο, Είμαι, Είμαι, Είμαι: Δέκα Επτά Αναμετρήσεις με το Θάνατο, της Μάγκυ Ο’ Φάρελ (I am, I am, I am: Seventeen Brushes with Death by Maggie O’ Farrell) ξεκινάει με το συναπάντημα στης συγγραφέως με έναν κατά συρροή δολοφόνο στα βουνά της Σκωτίας.

Όταν ο άγνωστος άντρας τυλίγει τα κορδόνια των κυαλιών του γύρω από το λαιμό της, εκείνη συνεχίζει να του μιλάει για τη λίμνη μπροστά τους, για τα παπάκια που κολυμπούν στη λίμνη, για τον ξενώνα στην άλλη πλευρά της λίμνης όπου την περιμένουν να ξεκινήσει τη βάρδια της, παρά τον κρύο ιδρώτα που τη λούζει και την πεποίθησή της πως πρόκειται να την στραγγαλίσει.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου η συγγραφέας προσπαθεί να αναστήσει την κόρη της που πάσχει από σοβαρές αλλεργίες και που έχει πάθει αναφυλαξία στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους ενώ έχουν χαθεί σε έναν ερημικό, αγροτικό δρόμο της Ιταλίας.

Αν δεν επρόκειτο για αυτοβιογραφία, δεν θα μαθαίναμε πιθανόν ότι η συγγραφέας έγραψε το βιβλίο της για να πείσει τη δεκάχρονη κόρη της πως μπορεί να νικήσει στις πολυάριθμες αναμετρήσεις της με το θάνατο. Όμως χρειάζεται να μας το πει αυτό; Δε νιώθουμε ήδη διαβάζοντάς το την παγωνιά της αναμέτρησης με το δολοφόνο, δε σταματάει η αναπνοή μας διαβάζοντας τη σκηνή στο αυτοκίνητο, δε μαθαίνουμε πως η επιθυμία για επιβίωση μπορεί να νικήσει τον θάνατο, τουλάχιστον κάποιες φορές;

Το κόστος της ζωής

Στη δεύτερη αυτοβιογραφία με τον τίτλο, Το κόστος της ζωής, από την Ντέμπορα Λέβυ (The cost of living by Deborah Levy) ακολουθούμε τη συγγραφέα καθώς ανεβαίνει μια ανηφόρα του Λονδίνου φορτωμένη με ψώνια για το βραδινό που θέλει να μαγειρέψει για την έφηβη κόρη της και τις φίλες της μετά τον χωρισμό από τον σύντροφο της.

Βρέχει δυνατά, η σακούλα με τα ψώνια σπάει και τα τρόφιμα σκορπίζονται στο δρόμο. Χρειάζεται να σταματήσει την κυκλοφορία για να αποτραβήξει το κοτόπουλο κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού. Με το ίδιο ηλεκτρικό ποδήλατο μεταφέρει ξυλάκια από παγωτό γρανίτας στο νοσοκομειακό κρεβάτι της μητέρας της που βρίσκεται στα τελικά στάδια του καρκίνου και έχει σταματήσει να τρώει.

Μετά το θάνατο της μητέρας της, λέει η συγγραφέας, έχασε την επιθυμία της να ανεβαίνει στο ποδήλατο. Ήταν σαν να είχε χάσει τον προσανατολισμό της και να μπορουσε μόνο με ταξί να φτάσει ασφαλώς στον προορισμό της.

Παρακολούθησα πρόσφατα μια ομιλία της συγγραφέως. Το κόστος της ζωής, είπε, είναι μια εν εξελίξει αυτοβιογραφία και μαρτυρία για το πώς είναι να ζει κανείς αυθεντικά, έξω από το στερεότυπο της γυναίκας-μητέρας μέσα στο πλαίσιο του γάμου.

Η θεραπευτική διαδικασία της ποιοτικής ανάγνωσης

Δεν έχω προσωπική εμπειρία των περισσότερων από τις καταστάσεις που εξιστορούν οι δύο συγγραφείς. Δεν έχω βιώσει την άμεση απειλή της ζωής ενός από τα παιδιά μου, ούτε έχω αναμετρηθεί με έναν κατά συρροή δολοφόνο. Δε ξέρω προσωπικά πώς είναι να προσπαθεί κανείς να χτίσει τη ζωή του μετά από διαζύγιο.

Εκείνο που μοιράζομαι με τις συγγραφείς είναι η εμπειρία της μητρότητας καθώς και του συναισθηματικού της κόστους. Διαβάζοντας όμως για τις δικές τους πιο ακραίες εμπειρίες, μαθαίνω για την αξία της προσπάθειας για επιβίωση και πώς η αναμέτρηση με τον θάνατο μπορεί να μας θυμίσει το πάθος μας για τη ζωή.

Μαθαίνω πως ακόμη και η κατά συρροή δολοφόνοι ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη επαφή και συζήτηση. Μαθαίνω πως οι κακουχίες είναι κάποιες φορές προτιμότερες από το να κρατά κανείς λόγω ανασφάλειας μια σχέση που έχει περάσει την ημερομηνία λήξης της. Πως το να χάσει κανείς τη μητέρα του είναι μια εμπειρία τόσο βαθιά αποπροσανατολιστική που μπορεί να μας αφήσει να ψάχνουμε απεγνωσμένα για οποιοδήποτε ασφαλές όχημα που θα κας μεταφέρει στον προορισμό μας.

Η ποιοτική λογοτεχνία μας φέρνει σε επαφή με την ανθρώπινη και ευάλωτη πλευρά μας και μας βοηθάει να θεραπευτούμε μέσω της ενσυναίσθησης και της βαθιάς κατανόησης που μας προσφέρει της ανθρώπινης κατάστασης.

Τώρα λοιπόν που ο ήλιος και η θάλασσα μας αποτρέπουν, έστω και πρόσκαιρα, από τις ηλεκτρονικές μας οθόνες, ίσως μπορούμε να βρούμε λίγο χρόνο για μια άλλου είδους θεραπεία στην παραλία.

cityculture.gr / γράφει η Χριστίνα Μούτσου

*Η Χριστίνα Μούτσου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος και ψυχαναλύτρια. Η Μαύρη Τούρτα είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Ζει και εργάζεται ως ψυχαναλύτρια στο Λονδίνο.