Θεσσαλονίκη: 1ο φεστιβάλ Ανήσυχων Ήχων *συνέντευξη Θύμιου Ατζακά

Written by

Μιλήστε μας για το 1ο φεστιβάλ Ανήσυχων Ήχων, στη Θεσσαλονίκη. Ποια ανησυχία το γέννησε; Πώς το εμπνευστήκατε, πώς προσδοκάτε να εξελιχθεί;

Το φεστιβάλ γεννήθηκε φέτος, με αφορμή τη διάθεση του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης να ακούσει με ενδιαφέρον κάποιες ιδέες για έναν νέο κύκλο συναυλιών. Από μένα προτάθηκε μία διοργάνωση που να γεφυρώνει τη μουσική προφορικότητα και τις ανατολικές παραδόσεις με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσικοποιητική σκέψη. Εδώ και χρόνια πολλοί καλλιτέχνες με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και το εξωτερικό αναζητούν έναν «κοινό τόπο», που να υπερβαίνει τις ετικέτες που οριοθετούν την προσωπική modal δημιουργία έξω από τη σφαίρα της λόγιας ή ευρωπαικής κουλτούρας. Πιστεύω ότι έχουμε φτάσει πλέον στην εποχή όπου μουσικοί με βαθιά μουσική παιδεία και κενοτόμα δεξιοτεχνία στα παραδοσιακά όργανα συνεχώς διευρύνουν τα “όρια” αυτά δημιουργώντας μία νέα “μουσική δωματίου”. Με DNA τα τροπικά (modal) μουσικά συστήματα της ανατολικής μεσογείου και την αυθόρμητη επιτόπια σύνθεση, οι δημιουργίες αυτές σμιλεύουν σταδιακά ένα «open-ended» μουσικό σύστημα που όχι μόνο αντανακλάει μία οικουμενική ανάγκη των μουσικών να διεισδύσουν στον προσωπικό ποιητικό τους κόσμο, αλλά παρασέρνει και το κοινό σε νέες ψυχοακουστικές και συγκινησιακές εμπειρίες. Νομίζω ότι οι συναυλίες που προτάθηκαν σε αυτήν την πρώτη έκδοση του φεστιβάλ, ανέδειξαν αρκετές όψεις αυτής της πραγματικότητας και άφησαν στο ακροατήριο μία προσδοκία για συνέχιση. Η συνέχιση ή όχι αυτού του κύκλου θα εξαρτηθεί από τους φορείς της πόλης, ωστόσο η διάθεσή μου είναι να διευρυνθεί με ακόμη περισσότερες εμφανίσεις και πρόσωπα στην επόμενη διοργάνωση. Οι άνθρωποι της Antart productions που πλαισίωσαν το εγχείρημα έχουν δώσει την πνοή που αρμόζει στην ιδέα ενώ οι αγαπητοί φίλοι Σωκράτης Σινόπουλος, James Wylie, Ziad Rajab και Γιώργος Ξυλούρης έδωσαν ότι καλύτερο είχαν για να υλοποιηθεί. Νομίζω ότι το Φεστιβάλ Ανήσυχων Ήχων θα βρει το σπίτι του σύντομα.

udopia2Μιλήστε μας για το έργο σας «UDOPIA», έργο εσωστρεφές,  με ζωηρή φαντασία και ποικιλία ηχοχρωμάτων, το οποίο παρουσιάσατε την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ.

Η udopia είναι μία μουσική δωματίου στην οποία το ούτι παίζει έναν κεντρικό αφηγηματικό ρόλο. Μέσα σε στιβαρές ενορχηστρώσεις 5 μουσικών οργάνων και μίας ανθρώπινης φωνής, ξετυλίγεται μία μουσική γλώσσα που επιτρέπει τις μεταμορφώσεις και τις «αναχωρήσεις» από το αναμενόμενο, ευτυχώς πάντα με εισιτήριο επιστροφής! Η πρόσφατη παρουσίαση της udopia στο φεστιβάλ ανήσυχων ήχων μας έδειξε ότι το κοινό της πόλης είναι «καλός αγωγός» κάθε μουσικής, ακόμη και εάν αυτή δεν ακολουθεί τις γνωστές συνταγές, και μας χάρισε μια αξέχαστη δημιουργική συνακρόαση. Το έργο udopia έχει κυκλοφορήσει εδώ και ένα χρόνο από τη γερμανική carpe diem σε διεθνή διανομή και πρόσφατα διακρίθηκε ανάμεσα στα τέσσερα καλύτερα διεθνή cd της χρονιάς στην κατηγορία crossover, από την ένωση γερμανών κριτικών. Στην Ελλάδα ο δίσκος βρίσκεται στα ράφια του Ιανού σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, και είναι διαθέσιμος ηλεκτρονικά σε itunes και amazon. Oι αγαπητοί αναγνώστες μπορούν να πάρουν μια μικρή ιδέα για αυτήν την παραγωγή στο παρακάτω link:

Τι είναι η μουσική για σας κύριε Ατζακά; Πώς ακούτε τους ήχους της;

Συνήθεια. Όταν ήμουν οκτώ χρονών, ήρθε ένας οικογενειακός γνωστός στο σπίτι και έπαιξε κιθάρα, έμεινα αποσβολωμένος και κατάλαβα ότι θα γίνω μουσικός. Λίγα χρόνια αργότερα οι γονείς μου παραιτήθηκαν από κάθε ελπίδα και το πήραν απόφαση ότι αυτό θα γίνει. Από τότε δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο και αν μου περισσέψει χρόνος ακούω μουσική. Δεν ξέρω πόσο διαφορά έχει αυτή η συμπεριφορά από το να είσαι εξαρτημένος από ουσίες ή ηλεκτρονικά παιχνίδια. Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί όλο και λιγότερο το πως ακούγονται οι ήχοι της μουσικής. Όλο και περισσότερο μου κεντρίζει το ενδιαφέρον το γιατί ακούγονται έτσι και το ποιες άγνωστες δράσεις κρύβουν οι ήχοι αυτοί, μέσα από τις αναλογίες τους και τους συσχετισμούς τους με την ανθρώπινη πρόσληψη της δόνησης. Ίσως για αυτό το λόγο βιώνω μία σταδιακή απόσταση από την οργανοπαιξία, πλησιάζοντας με περισσότερη προσοχή στη σύνθεση μουσικών συνόλων και την αυτοσχεδιαστική πράξη σαν στοχαστική μορφή επιτόπιας δημιουργίας. Νιώθω ευγνώμων που έχω τη δυνατότητα να συναναστρέφομαι καθημερινά νέους μουσικούς και να ερευνώ τον ψυχοακουστικό τους κόσμο μέσα από τη δραστηριότητά μου σαν καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Χωρίς αυτήν τη δυνατότητα ίσως να μην μπορούσα να μοιραστώ τη συγκίνηση που ο κάθε ένας από εμάς ψάχνει με τον τρόπο του μέσα από την τέχνη.

 Πώς θα περιγράφατε το ούτι ως μουσικό όργανο; Εσείς γιατί το επιλέξατε; Για ποιους λόγους περάσατε από την κλασσική κιθάρα στο ούτι;

Για μένα, η γοητεία που έχει το ούτι είναι η μνήμη που αυτό εμπεριέχει στη μορφή του και τις «φωνές» του, εδώ και πολλούς αιώνες, σε μία τεράστια γεωγραφική έκταση που απλώνεται από τη Βόρειο Αφρική μέχρι την κεντρική Ασία. Κάθε φορά που επιχειρώ να το κάνω να μιλήσει νιώθω σαν κάποιος πολύ νέος και άπειρος που τα βάζει με τους γηραιούς του χωριού ή με πνεύματα προγόνων. Στο παράξενο σουλούπι του καθρεπτίζονται οι φωνές της αφρικανικής ερήμου, μαζί με τους βάρδους του μεσαίωνα, τα σαρκιά και τα γκαζέλια του Βοσπόρου μαζί με τα μουσικά αραβουργήματα του Χαλεπίου και ολόκληρος ο μουσικός μυστικισμός της Ανατολής. Στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες το ούτι ισορροπεί ανάμεσα σε μία ξενότητα, έναν όψιμο οριενταλισμό, μία θερμή οικειότητα που προέρχεται από τις μνήμες των παλιών ουτιτζήδων της ευρύτερης γειτονιάς μας. Παράληλα και παραδόξως, νομίζω ότι σε καμμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει τόσο πολυσυλλεκτική και πειραματική σκηνή για αυτό το όργανο, πράγμα το οποίο μάλλον οφείλεται στο ότι ποτέ δεν εγκαθιδρύθηκε εντέχνως αλλά το πλησίασαν οι ίδιοι οι μουσικοί από μεράκι.     Όσο για το δίπολο ούτι κιθάρα, θα έλεγα ότι σταμάτησε πια να αποτελεί δίπολο για μένα, καθώς ότι έχω παίξει στην κιθάρα αντανακλά στον τρόπο που προσεγγίζω το ούτι και αντιστρόφως. Ίσως η επόμενη εργασία μου θα ξαναφέρει την κιθάρα στην καθημερινότητα, όπως συμβαίνει κάθε λίγα χρόνια.

udopia Σε ποιους ήχους «συντονίζεται» φέτος  το   Μουσικό Χωριό;

Η δημιουργία μουσικών δικτύων ήταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου και μέσα από αυτό παρέσυρα στο παρελθόν καλούς φίλους και συνεργάτες σε ταξίδια με αβέβαιη επιστροφή. Στην παρούσα φάση η διοργάνωση του μουσικού χωριού έχει ανάγκη από επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς του, με την προσδοκία η κοινότητα αυτή να αποστασιοποιηθεί από τα πρόσωπα και τις δομές που την προκάλεσαν και να ανανεωθεί στη βάση μίας αυτόβουλης, ανεξάρτητης δράσης καινούργιων προσώπων. Το μουσικό χωριό πλέον ακτινώνεται σε έναν μεγάλο αριθμό ικανών δημιουργών και παραγωγών, εντός και εκτός Ελλάδος, σηματοδοτώντας την ανάγκη για νέες «αιμομιξίες». Για αυτόν το λόγο ίσως χρειαστεί να διανύσουμε ένα διάστημα «σιωπής», μέχρι να εκκολαφθούν οι νέες ιδέες.

 Από τους φυσικούς ήχους και  αυτούς που προκύπτουν από το αστικό ηχητικό περιβάλλον, ποιους ήχους ακούτε – ενσωματώνετε μέσα στη μουσική σας;

Παρότι η έννοια του ηχοτοπίου σε όλες της τις εκφάνσεις με συναρπάζει από παιδί, θεωρώ ότι η χρήση του στην «καθαρή» μουσική μπορεί να έχει αβέβαιες επιπτώσεις. Προτιμώ την εξόρυξη των αόρατων ηχοτοπίων που κρύβει ο συνειδητός ή «άλλος» εαυτός μας. Το άγνωστο με προκαλεί περισσότερο από το προφανές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι φυσικοί ακουστικοί κώδικες δεν παίζουν ποιητικό ρόλο στη μουσική δημιουργία.

 Πώς βλέπετε τα μουσικά πράγματα στην Θεσσαλονίκη;

Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με ράθυμη διάθεση και παράξενη αστική τάξη. Στα μουσικά πράγματα συχνά η πόλη εκπέμπει βαθύ επαρχιωτισμό, κυρίως ως προς την υποταγή των φορέων στην ευκολία του κοινού και την απουσία ρίσκου. Έτσι έχουμε φτάσει σε σημείο πόλωσης, όπου συχνά οι μεγάλοι φορείς ασχολούνται με φιέστες και λαοφιλή θεάματα ενώ οτιδήποτε άλλο βαπτίζεται «εναλλακτικό» και πρέπει να πας να το βρεις σε υπόγεια ή να το παρακολουθείς με άλλους πέντε. Φανταστείτε τι δυναμική θα είχε η μουσική στην πόλη μας εάν συντονίζονταν οι σωστοί άνθρωποι με ένα σοβαρό κίνητρο. Απόδειξη αποτελεί το φεστιβάλ κινηματογράφου και ντοκυμαντέρ: χιλιάδες άνθρωποι το επισκέπτονται χωρίς οι ταινίες να χάνουν την αιχμή της ποιότητας τους. Η Θεσσαλονίκη είναι ιστορική γεννήτρια πνεύματος όμως δεν μπορεί να κρατήσει τα παιδιά της κοντά, είναι δύστροπη «μάνα». Εγώ πάντως δεν το κουνάω ρούπι!

 Τι σχεδιάζετε ως συνθέτης;

Ξεκινάω να στήνω στο μυαλό μου το σκαρίφημα μίας προσωδιακής μεταφοράς κειμένων των Καζαντζάκη, Εμπειρίκου και Χειμωνά σε ένα μουσικό αφήγημα. Επίσης πρόκειται να γράψω μουσική για μία θεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενα του Δημητριάδη. Δεν έχω ιδέα που θα με οδηγήσουν αυτά, και ούτε βιάζομαι να μάθω. Σας ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον σας.

 Σας ευχαριστούμε πολύ!
cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου