Θόδωρος TΕΟ Αγγελόπουλος

Written by

Από τα κάδρα του θα μείνει ο αέρας της σιωπής, τα πρόσωπα σε μια κίνηση προς, το μελαγχολικό και δυνατό βλέμμα, το εύγλωττο των συμβολισμών σε ανοιχτές αναγνώσεις. Γιατί οι ταινίες του είναι προφητικές και βαθύτατα ποιητικές. Είναι Ελληνικές στο πνεύμα και πανανθρώπινες στην ουσία τους. Έχουν όραμα. Το όραμα μιας πίστης στον μυστήριο κύκλο του αγώνα της ζωής.


Σ’ αυτόν τον κύκλο, μέρος του τελευταίου κάδρου εισήλθε και ο ίδιος ως ήρωας σε εικόνα αθανασίας. Από το κινηματογραφικό του επικείμενου τέλους στην αλήθεια που υποστηρίζουν οι ταινίες του, για τον λόγο ύπαρξης των ανθρώπων, για την ζωή που συνεχίζεται στους μικρούς και μεγάλους κύκλους. Αυτούς που ανοίγουν στα νερά αν πετάξεις μια πέτρα ή ένα στεφάνι. Αυτούς που κρύβουν τα δέντρα στους κορμούς και αποκαλύπτουν το μυστικό του χρόνου που κουβαλούν τα κλαδιά τους. Από τους κύκλους του αίματος και την πνοή της ζωής βλέπεις κάτι από το χώμα και την αθανασία των άστρων.


Οι ταινίες του είναι ένας κύκλος του χρόνου που κυλάει πάνω στις γραμμές μιας χώρας και στις ζωές των ανθρώπων, αιώνες τώρα. Τον απασχολεί ο άνθρωπος και το αίνιγμα της ζωής, η αφή της Ιστορίας, η καλλιτεχνική δημιουργία. Το σύνορο, ως όριο ζωής και θανάτου, η εσωτερική αναζήτηση, ο μετατοπισμός, εσωτερικός και εξωτερικός, η μοναξιά στον σύγχρονο κόσμο. Ο λαϊκός πολιτισμός, στα νανουρίσματα και στους γάμους, στις καθημερινές συνήθειες και στις τραχιές του όψεις. Η φυγή, ο θάνατος, το τέλος. Το τέλος της Ιστορίας, της ουτοπίας, του ονείρου, της τέχνης.
Στις ταινίες του απεικονίζονται με ποιητική αφαιρετικότητα και με συμπυκνωμένη ακρίβεια, τα ιστορικά γεγονότα και η πολιτική του 20ου αιώνα με μια αρχέγονη αίσθηση διάρκειας της Ελληνικότητας. Αναγνωρίσιμη, σταθερή θεματολογία και μια ουσιαστική καταγραφή των κραδασμών που ορίζουν τη ζωή του ανθρώπου, ανυποψίαστου και αθώου, απογοητευμένου και διαψευσμένου με έναν άρρητο τρόπο, στον χαοτικό, μοντέρνο, μπερδεμένο κόσμο.


Άνθρωποι όλων των ηλικιών αποτελούν αντικείμενο του βλέμματός του και γίνονται το αρχετυπικό υποκείμενο της τέχνης που καταγράφει, με έναν εσωτερικό στοχασμό, τη συμβολοποιημένη κατάσταση.


Τα κάδρα του έχουν την ισορροπία των αντιθετικών δυνάμεων, με ένα θλιμμένο και ελάχιστα αισιόδοξο χαμόγελο. Στο μουντό, βρεγμένο και χιονισμένο τοπίο των βουνών, στο σπασμένο κέλυφος των σπιτιών, στο βλέμμα των ανθρώπων.


Ο χώρος που ανιχνεύει το βλέμμα σε μια αμφίδρομη κατάσταση, είναι τα ποτάμια και οι επαρχιακές πόλεις, τα χωριά και οι δρόμοι, τα τρένα, οι σταθμοί και τα καφενεία, η θάλασσα και τα σύνορα. Ο χτύπος του χρόνου σαν επίμονη τύψη και βάρος ενηλικίωσης και μοναξιάς. Στο όριο των συνόρων.


Μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης διαπερνά το ρεύμα των εικόνων. Λόγια ποιητών αφήνουν μια λάμψη στη σκέψη, χρυσίζει το φως στη ράχη των βουνών και βλέπεις τα άλογα. Την περικεφαλαία του ήρωα και το κεφάλι του αλόγου. Τα σπίτια. Τα δέντρα. Τους κρεμασμένους. Τα όπλα. Το αίμα. Το φως. Τη θάλασσα. Το σπασμένο άγαλμα. Τα ρούχα των ανθρώπων. Τον κύκλο των ανθρώπων. Τον κλοιό της Ιστορίας.


Ακούς τον αέρα. Τον ήχο της θάλασσας, τα λόγια των ανθρώπων. Ακούς τη μουσική. Διαβάζεις την Ιστορία. Το βλέμμα των ανθρώπων και το χνάρι της Ιστορίας όπως αποτυπώνεται στο κινηματογραφικό μάτι, στο λαϊκό θέατρο σκιών, στην παράσταση της Γκόλφως, στο όνομα της Ελληνικότητας και του χρόνου που ορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Αρχέγονο σαν τη θάλασσα, τρυφερό σαν το φως, θλιμμένο.


Σ’ ένα τοπίο μουντό, χιονισμένο, βροχερό, κρύο. Ορεινό. Με τα σπίτια καπνισμένα, παλιά, σπασμένα. Πλατείες, καφενεία, σινεμά, σταθμοί τρένων, φυλάκια. Βουνά που φωτίζουν στο φως το σημάδι των ηρώων. Ανοιχτό τοπίο με ποτάμια, χωμάτινους δρόμους. Τοπίο πόλεων και θάλασσες αφρισμένες στο πρωινό φως.


Οι πολιτείες σαν κύκλοι χωριών και τόποι ξενιτεμού που αγριεύουν το μάτι, κύκλοι του λαβυρίνθου που κρύβει το τέρας γύρω από παλιά νταμάρια, πηγάδια, αρχαία ποτάμια, ζώστηκαν από το κύμα της φτώχειας και τα αίματα. Γραφεία, καφενεία, δρόμοι αφιλόξενοι που νυχτώνουν και σκοτεινιάζει το πρόσωπο των ανθρώπων. Λεωφορεία και τρένα, καμπάνες, μουσικές, μεγάλα καράβια και αεροπλάνα. Ύστερα ακούγονται οι σειρήνες και τα ουρλιαχτά σαν τα τσακάλια στον βαθύ ύπνο, στις σκοτεινές ασέληνες νύχτες. Βλέπεις τις λιτανείες, τα κεριά, ακούς τις ψαλμωδίες.

Διασταυρώνονται στη νύχτα των καιρών, στη διαδήλωση και η κάμερα διαβάζει το σύνθημα που συγκρατεί λιγάκι ο αέρας. Ύστερα γίνεται νύχτα βαθειά και σκοτεινή, ακούγεται μουσική και χτυπάει το τηλέφωνο. Βιολιά θλιμμένα σβήνουν τα παράσιτα της επικοινωνίας κι είσαι σαν ένας κομπάρσος, μακρυά στον αφιλόξενο κόσμο που τρέχει με ιλιγγιώδη, υπερατλαντική ταχύτητα, στα σύρματα της επικοινωνίας στη ροή μιας ταινίας.


Είσαι στην Ιστορία και στου 20ου αιώνα τα πάθη. Πόλεμοι, συμφωνίες, θηριωδίες. Συνθήκες, διπλωματίες, διαψεύσεις. Ιστορίες προσώπων και αίμα θανάτου. Μνήμη, τέχνη, ανάμνηση ονομάτων και συμβολισμοί. Η Ευρωπαϊκή Ιστορία και η Ιστορία μιας χώρας. Η ουτοπία σαν μετέωρο βήμα. Το άτομο και το πεπρωμένο, μοίρα φυγής ως τον θάνατο. Το σύνορο των ανθρώπων ως μαθηματικό πρόβλημα. Στον διαχωρισμό, στην εξορία. Στην εξορία των ανθρώπων. Ιδεολογία. Αποκαθήλωση συμβόλων, ηρώων, ανθρώπων κυνηγημένων.

Ποιοι είστε, από πού έρχεστε, τους ρωτάνε.
-Ερχόμαστε από τα βουνά, από τα χωριά, από τα σπίτια.
-Ερχόμαστε από τις ιστορίες και τα ονόματα που μας κράτησαν στον αέρα.
-Ερχόμαστε από τον τόπο του αίματος, από τη θάλασσα τη σκοτεινή, από το τοπίο της ομίχλης.
-Ερχόμαστε από το δέντρο της ομίχλης. Κι έχουμε πάνω μας φυλαχτό χώμα από τον κήπο μας.
-Ερχόμαστε από τα τραγούδια, από τα βιβλία, από τους βράχους, από το αίμα των προγόνων. Από τη μεριά των σκοτωμένων και της εξορίας ερχόμαστε, από το ψαλτήρι ερχόμαστε, από το υφαντό που μας τύλιξε, από τα σπάργανα που αφήσαμε πίσω.
-Ερχόμαστε από τις ταινίες, από τους δρόμους, από τις τραγωδίες. Από τα παλιά αρχοντικά ερχόμαστε. Ερχόμαστε από τη νύχτα που μας γέννησε, εδώ, στη λάσπη των καιρών.
-Ερχόμαστε από τις λέξεις. Από το μπερδεμένο κουβάρι κι απ’ το αίμα. Από τις λέξεις ερχόμαστε. Αυτές που ακούγονται από τη μουσική, από τη βροχή. Αυτές που πέφτουν σαν το χιόνι στο τοπίο μιας χώρας.
Λέξεις ταξιδεύουν στις ιστορίες των ανθρώπων. Περνούν το ποτάμι, το σύνορο. Με τα πόδια και μέσα στη βροχή προχωρούν οι άνθρωποι. Ένα πλήθος με μαύρες ομπρέλες. Πίσω τους στρωμένα τραπέζια γάμων, σκουριασμένα κλειδιά, βαλίτσες, αναχωρήσεις, φονικά, αίματα.

Στην πόλη πηγαίνουν, άρρωστοι, στην εξορία γυρνούν, στην περιπλάνηση των βουνών, να μυρίσουν τον αέρα, να ανασάνουν τη μέντα, να δουν στο μάτι της λίμνης το πεπρωμένο ως τον θάνατο μιας συνάντησης από τους αντίθετους δρόμους.


Σκηνές διαδήλωσης και σημαίες που τις παρασύρει ένας αέρας δυνατός σαν αποκαΐδια παλιάς φωτιάς που καίει ακόμα μέσα στη μνήμη των ανθρώπων. Τα μαλλιά τους τα άσπρισε το κύμα των χρόνων από τους καιρούς της εξορίας στα ξερονήσια. Τα ξέβαψε το αλάτι του ήλιου και τα τριμμένα ρούχα τους κι αυτά τα ξέβαψαν οι ομίχλες και το πούσι στα ορεινά χωριά. Τα ξήλωσε στο κουβάρι του παιδικού τους εαυτού σαν το χιλιοπλεγμένο ντύμα.
Αλέξανδρος, Ελένη, Σπύρος, Άννα. Ονόματα και πρόσωπα γεμάτα χαρακιές. Άνθρωποι λίγο σκυφτοί με σκούρα παλιομοδίτικα ρούχα. Είναι παιδιά στο όνειρο ενός ύπνου που τινάζει τη σκόνη του χρόνου από πάνω τους. Γελούν με γέλιο αθώο μιας επίγνωσης του τραγικού που τους ανατέθηκε, με ονειροπόλησης βλέμμα. Οικογένειες, χωρικοί, εξόριστοι. Δάσκαλοι. Μουσικοί, θεατρίνοι, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επαναστάτες, στρατιωτικοί, στρατιώτες. Άνδρες μιας μοναχικής περιπλάνησης, στη νύχτα των πόλεων, στο ξημέρωμα του κόσμου, στον δρόμο. Κορίτσια με άσπρα νυφικά σε βιαστικούς γάμους με το βλέμμα της άγνωρης αθωότητας. Κορίτσια σε περιπλάνηση άγριων αισθημάτων στα κέντρα της επαρχίας, στην ασφυξία του τίποτα. Γυναίκες ανέμελες στη θάλασσα, συλλογισμένες μπροστά στο αόρατο πέπλο του κόσμου που σχίζεται ξαφνικά, στη μοναξιά λέξεων ακοινώνητων, σε μετατόπιση. Οριακός κύκλος του ηλικιακού πλέγματος ως το άγγιγμα της νύχτας. Παιδιά. Οδυσσέας, Πηνελόπη, Αλέξανδρος. Νέοι στην τέφρα των μοντέρνων καιρών. Σε μιαν ουτοπία σημειολογιών της ιστορίας τους.


Στη μουσική της Ελένης, που τους ακολουθεί μελαγχολική, τρυφερή, αισθαντική. Μουσική γλώσσα αισθημάτων πίσω από την εικόνα των λέξεων. Πίσω από τη βροχή των τοπίων και το δάκρυ των εξόριστων καιρών. Πίσω από τις ερωτικές συναντήσεις, την αναζήτηση, τις απαντήσεις. Μουσική των λεπταίσθητων κυματισμών, σε μια εσωτερική συνομιλία με το πνεύμα των ταινιών του σκηνοθέτη. Μια γλώσσα εύγλωττη, γεμάτη φαντασία, κραδασμούς έντασης, μια ονειρική αίσθηση που συνοδεύει το χρώμα του συναισθήματος. Ντύνει τα πρόσωπα, το Ελληνικό τοπίο, τη θλίψη της παρακμής. Την απουσία του λόγου, την Ιστορία των ιστοριών που ξεδιπλώνονται από το μάτι της μηχανής ως δώρο σκέψης. Έρωτας ζωής. Αινιγματικός. Απελπισμένος. Άνισος. Τυχαίος. Απρόσμενος ως συνάντηση εσωτερικών συντονισμών ανεξήγητων αναζητήσεων. Παράξενος και ολοκληρωτικός σαν ρίγος που διαπερνά για πάντα την ύπαρξη. Έρωτας ζωής και σφραγίδα τέχνης, μ’ έναν σωματικό πόνο νοσταλγικής επιστροφής. Στο τοπίο, στη γη, στους δρόμους των πόλεων, στη θάλασσα, στην όψη της νεότητας. Στις συζητήσεις. Στο όνειρο. Στο τίποτα. Ανάμνηση νεότητας με το αλλόκοτο αυτοσαρκαστικό γέλιο. Επιστροφή στη γενέθλια γη. Στην ικεσία του θανάτου.


Αυτός που επιστρέφει στο χώμα που τον γέννησε και στα πρόσωπα που κράτησαν την δική του ανάμνηση. Αυτός που αναχωρεί επιστρέφοντας σε νέα περιπλάνηση στις μητροπόλεις του κόσμου, ύστερα από τη διάψευση. Από την ήσυχη ζωή, στο άγονο τοπίο, φυγή που ξεπληρώνεται με αίμα. Στη ροή του ποταμού και των γεγονότων της προσωπικής ιστορίας. Από την επιστροφή στην αφετηρία φυγής. Στον κύκλο του σπειροειδούς χρόνου που εμπεριέχει το παρελθόν και το παρόν, σε προβολή μέλλοντος. Το ορατό μέλλον, ως επιθυμία επαναστατικής αλλαγής που δεν υφίσταται, σε υπόδειξη ελλειπτικής απόγνωσης, στην επιθυμία, στην ροπή του ανίκητου θανάτου.


Όταν οι γενιές βυθίζουν το βλέμμα στην άβυσσο των σκέψεων που ξεκινούν από τον κόσμο με κατάληξη το σώμα ή από το σώμα, σπαταλημένο και ξοδεμένο στον παράλογο κόσμο. Αδιάφορο κόσμο, χωρίς επικοινωνία. Τυφλό σαν τρένο μέσα στη νύχτα που τρέχει σκοτεινό στις στρεβλές ράγες της Ιστορίας. Αναζητώντας υλικό τεκμήριο κινηματογραφικής καταγραφής του χώρου ως γεωγραφία και Ιστορία του κόσμου.


Ένας σκηνοθέτης κοιτάζει τον κόσμο μέσα από το μάτι της κάμερας και τους ανθρώπους στη μεταφορά του βλέμματος στον καθρέφτη μιας αναζήτησης. Αναζήτηση καλλιτεχνικής ταυτότητας σ’ έναν κόσμο που αλλάζει. Αναζήτηση του παρελθόντος στο φυσικό τοπίο, ενός τόπου που δεν είναι ένα τοπίο. Αναζήτηση της αλήθειας σ’ ένα πεδίο σκληρών αντιθέσεων. Στο σύνορο. Ιστορικό, γεωπολιτικό, πολιτισμικό, γλωσσικό, μορφωτικό, εσωτερικό. Σύνορο μιας χώρας, του εαυτού, των άλλων, του ξένου. Σύνορο του τοπίου, του χρόνου, των εποχών, των ιστοριών που ακουμπούν τις ζωές των ανθρώπων. Στο σχήμα μιας πατρίδας που τη μετατοπίζουν αέρηδες κι αλλάζει στίγμα στο χάρτη.


Το βλέμμα του σκηνοθέτη στα γεγονότα και πίσω από αυτά στον κύκλο των εικόνων. Ατομικό, συλλογικό βλέμμα. Βλέμμα της Ιστορίας, της τέχνης, των ανθρώπων, του κόσμου. Βλέμμα του χρόνου στο ποτάμι της ζωής των ανθρώπων, μιας χώρας. Στις ιστορίες της Ιστορίας. Στην Ευρωπαϊκή ιστορική ταυτότητα. Στο αριστερό βήμα. Στο αφαιρετικό ιδεόγραμμα ενός ονόματος που έκλεισε σαν πλάνο στη ροή μιας ανολοκλήρωτης ταινίας. Στο χιόνι που στροβιλίζεται και παγώνει στους δρόμους, στο χειμώνα που έρχεται και στο βράδυ που πέφτει. Στη νύχτα.


Ήθελα να πω ότι τα πρόσωπα που δείχνουν οι ταινίες του, τα έχουμε δει στο βάθος της παιδικής μας ηλικίας, στο χιόνι και στο πούσι των βουνών. Ήταν οι δάσκαλοι και οι εικόνες των βιβλίων, των ηρώων η μυθιστορία και των ποιητών τα αποστηθισμένα ποιήματα. Οι σημειώσεις στα τετράδια, τα παραμύθια και τα κωδικοποιημένα μηνύματα. Όσα ακούσαμε για τον πόλεμο και το αίμα. Για τους νεκρούς και την απέραντη θάλασσα. Για των ηρώων το ανέγγιχτο αίμα. Για το αίμα στον χυμό των δέντρων. Των ηγετών τα αγάλματα, τα μαραμένα τριαντάφυλλα, οι διαδηλώσεις και οι σημαίες, τα τραγούδια και οι πλανόδιοι μουσικοί, οι φωτογράφοι από το ανέμελο μάτι της παιδικής ηλικίας, μας κοιτάζουν από ένα μακρινό τοπίο αναχωρήσεων και εξορίας. Νοσταλγία που πλήγωσε στο σώμα του καλοκαιριού την αθωότητα της νεότητας, το τοπίο μιας χώρας. Μας κοιτάζουν οι ήρωες από τα μεγάλα πλάνα, οι άνθρωποι από τα χωριά και τις μεγάλες πολιτείες. Οι ήρωές του και οι κομπάρσοι της Ιστορίας που μας αφηγούνται σε παραλλαγές τον αρχέγονο μύθο. Μας κοιτάζουν επίμονα και φευγαλέα, κρατώντας βαλίτσες και μαύρες σημαίες, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί στην υγεία των καιρών που έρχονται και στο όραμα, αυτό που ακολούθησε η καρδιά τους.
Μάρτιος 19/2017


cityculture.gr / Θόδωρος TΕΟ Αγγελόπουλος / Άγγελα Μάντζιου