Το δαχτυλίδι της μάνας, κριτική παράστασης

Written by

Μεταίχμιο
Κι η φωτιά πριν σβήσει
αξίζει
μια τελευταία αναλαμπή.
–Δημήτρης Γλυφός: Αντιχρονισμός [1]

«Πως πεθαίνει ένας ποιητής;». Πού πεθαίνει ένας ποιητής; Σε εκείνο το μέρος όπου έζησε; Σε μια διάσταση ενδιάμεση, σε ένα μεταίχμιο ονείρου—πραγματικότητας, όπου η διάκριση των δύο αυτών όρων καθίσταται δυσχερής; Ό,τι συμβαίνει και ό,τι θα  μ π ο ρ ο ύ σ ε  να συμβαίνει αναμειγνύεται, μέσα από αμφίδρομες ολισθήσεις, ταλαντεύσεις και μεταμορφώσεις. Ο ποιητής ως μια υπόσταση τοποθετημένη στη μέση ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης, όπου όχι μόνο αφουγκράζεται, αλλά προσκαλεί να εισέλθουν μέσα του οι δονήσεις των κατασκευασμένα αντίθετων κατευθύνσεων, προκαλώντας μια αναδημιουργία—αναγέννηση: τις απορροφά και τις μετασχηματίζει, ενώνοντας αντίθετες δυνάμεις και δημιουργώντας με τα ίδια αυτά υλικά νέες κατευθύνσεις, ερμηνείες, πραγματικότητες, ταξίδια, προορισμούς ή τους ίδιους προορισμούς, μέσω όμως εναλλακτικών διαδρομών. Ο ποιητής, ο άνθρωπος ο εμποτισμένος με την ικανότητα να γεννάει αυτές τις παράλληλες πραγματικότητες ή μάλλον με την ικανότητα να γεννά μια εναλλακτική  θ έ α σ η—ο π τ ι κ ή  της εκάστοτε πραγματικότητας, όπου οι λέξεις μπορούν να μεταμορφωθούν σε πινέλα και σε νότες.

Όνειρο—παράδοση—τελετουργία

Μια τέτοια διαδρομή—μεταμόρφωση έχει δημιουργηθεί στην παράσταση Το δαχτυλίδι της μάνας από την ομάδα C for Circus, η οποία έχει παρουσιάσει εξαιρετικά δείγματα παραστάσεων κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης πλέον πορείας της στη θεατρική σκηνή, όπως λ.χ. η παράσταση Γκλουμ. Το ημερολόγιο ενός απατεώνα. Με το Δαχτυλίδι της μάνας συνεχίζει την σταθερά ανοδική της πορεία, έχοντας χτίσει μια στέρεη, γερή και ακέραιη βάση, πάνω στην οποία μπορεί να πειραματίζεται, να διευρύνει συνεχώς τα εκφραστικά της μέσα, αποφεύγοντας τη στατικότητα και τον εγκλωβισμό σε ένα συγκεκριμένο σκηνοθετικό μοτίβο. Αυτή τη φορά η παράσταση χαρίζει στον θεατή εικόνες, μουσικές, ήχους και τραγούδια, κινήσεις και χρώματα ως το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου συνδυασμού: της ανάμειξης του ονειρικού—φαντασιακού χωροχρόνου με τον χωροχρόνο της παράδοσης. Οι οποίοι συνδέονται με έναν τρίτο, με τον χωροχρόνο της τελετουργίας.

Εσωτερικός—εξωτερικός—εξώτερος χώρος

Χρησιμοποιώντας ως βάση το έργο του Καμπύση το Δαχτυλίδι της Μάνας, κρατούν τις πιο αντιπροσωπευτικές του σκηνές, αναδεικνύοντας την ουσία τους μέσα από τη δημιουργία ενός μοντάζ με ποιήματα, παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία όμως ερμηνεύονται εκσυγχρονισμένα, μέσα από εναλλαγές ρυθμών, εντάσεων, πολυφωνικών και μονοφωνικών εναλλαγών, καθώς και από την εναλλαγή της κινησιολογίας, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα στον φορμαλισμό, το χοροθέατρο, με ελάχιστες ανάσες ρεαλισμού. Η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη, ο συνδυασμός των οποίων αναδεικνύει άψογα τον χαρακτήρα του έργου ως ονειρόδραμα.

Το πρώτο μέρος μεταφέρει στον θεατή την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού παραδοσιακού, βουκολικού χωροχρόνου, τον οποίο και υπογραμμίζει η ενδυματολογία με τα στοιχεία φολκλόρ, η χρήση του παραδοσιακού τραγουδιού, το οποίο και σηματοδοτεί την έναρξη της παράστασης, χρωματίζοντάς την με το κατάλληλο στίγμα. Ο θεατής μεταφέρεται νοητά μέσα σε μια καλύβα την παραμονή των Χριστουγέννων. Μέσα στην καλύβα βρίσκεται ο ετοιμοθάνατος ποιητής με τη μητέρα του. Έξω από την καλύβα βρίσκεται η Ερωφίλη, δηλαδή ο Έρωτας και τα απάτητα ψηλά βουνά, δημιουργώντας μία αντίθεση: εσωτερικός χώρος = αρρώστια, εξωτερικός = υγεία, εσωτερικός = το λυκόφως των επιθυμιών—αδυναμία πραγματοποίησής τους, εξώτερος = οι απωθημένες επιθυμίες—η δυνατότητα πραγματοποίησής τους. [2]

Το σώμα ως χώρος

Το πρώτο μέρος της παράστασης εστιάζει στον εσωτερικό—εξωτερικό χώρο, δεν υπάρχει καλύβα επί σκηνής, μόνο ένας πάγκος, λειτουργώντας παράλληλα ως συνεκδοχή της καλύβας, αλλά και ως ο εξωτερικός χώρος: η ίδια η υλικότητα του ηθοποιού (καθ)ορίζει τον χώρο: όπου στέκεται ο άρρωστος ποιητής ο πάγκος είναι η καλύβα—εσωτερικός χώρος—αρρώστια, ενώ όπου στέκεται η Ρωφίλη ο πάγκος είναι ο εξωτερικός χώρος—υγεία. Αυτοί οι δύο χώροι αφενός δεν αναμειγνύονται -καθώς δε συναντιούνται ποτέ τα δύο αυτά πρόσωπα και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ήρωας στο έργο: «Είμαι άρρωστος εγώ. Τι να την κάνω την υγειά της Ερωφίλης; Είναι σαν τα ψηλά βουνά που δε θα διαβώ ποτέ». Παρατηρούμε λοιπόν την δημιουργία μιας ενδιαφέρουσας διασταύρωσης: οι δύο χώροι -εσωτερικός—εξωτερικός— δεν ταυτίζονται, αλλά συμπίπτουν: η Ερωφίλη -εξωτερικός- δεν συναντιέται αφενός με τον άρρωστο ποιητή -εσωτερικός- αλλά και οι δύο χώροι είναι στην παράσταση τοποθετημένοι επάνω στον ίδιο ενιαίο πάγκο. Διότι δεν μπορεί να νοηθεί ο ένας όρος δίχως τον αντίθετό του: η υγεία ανεξάρτητη και αποκομμένη από την αρρώστια, η ζωή από τον θάνατο. Δανείζομαι τον όρο του Agamben «εξιστάμενο ανήκειν», [3]  βρίσκεται έξω, ωστόσο ανήκει. Ο ίδιος ο ποιητής εξάλλου αποτελεί στην ουσία ένα μεταίχμιο: είναι μελλοθάνατος, βρίσκεται στο ενδιάμεσο ζωής—θανάτου, ούτε εντελώς ζωντανός, αλλά ούτε και ακόμη νεκρός, δεν ανήκει αμιγώς ούτε στον έναν, αλλά ούτε και στον άλλον χώρο. Και για τον λόγο αυτό είναι έξυπνη η σκηνοθεσία πως το ίδιο το σώμα του ηθοποιού ορίζει τον χώρο, το σώμα ως χώρος, ο οποίος κατέχει μια ταυτόχρονη διπλή λειτουργία: είναι ο πλέον αμετακίνητος και ο πλέον μετακινούμενος χώρος [4].

Το ταξίδι

Επανερχόμαστε τώρα στο ερώτημα: Πως πεθαίνει ένας ποιητής; Στην παράσταση η μετάβαση του ποιητή από τη ζωή στον θάνατο πραγματοποιείται με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, δημιουργώντας την αίσθηση της οπτικής ποίησης. Ζητά από τη μητέρα του να του εξιστορήσει το παραμύθι του δαχτυλιδιού και ο ίδιος επενδύει τις τελευταίες ζωτικές στιγμές του, ταξιδεύοντας σε αυτήν την διάσταση που η ποίηση έχει την δυνατότητα να μεταφέρει αυτόν που την δημιουργεί: στην πραγματοποίηση της  δ υ ν η τ ι κ ό τ η τ α ς, στον χώρο όπου το όνειρο γίνεται πραγματικό, όπου το παραμύθι γίνεται η καθημερινότητα, όπου το υφάδι της καθημερινότητας δεν είναι πλέον ξύλινο, αλλά φτιαγμένο από μετάξι· εύκαμπτο, με απαλή υφή, μα ο πυρήνας του ένα κοφτερό γυαλί. Ο ποιητής μεταφέρεται ψυχο-νοητικά μέσα στο υλικό του παραμυθιού, στην δική του δυνητική πραγματικότητα: εκεί όπου μπορεί να πραγματοποιήσει την απωθημένη επιθυμία του, να κατακτήσει τις απάτητες κορφές των βουνών.

Και στο σημείο αυτό ξεκινά το δεύτερο μέρος της παράστασης: η μετάβαση του ποιητή στην πραγματικότητα που ο ίδιος επιθυμεί και ονειρεύεται. Οι νεράιδες γίνονται πρόσωπα υπαρκτά, ο χορός τους είναι ο χορός της έκστασης, μέσα από μια σωματικότητα—αποκάλυψη της ίδιας της ανθρώπινης ουσίας: το σώμα—δόνηση—τρέμουλο—παλμός—ρίγος—αναπνοή, το σώμα—της—ζωής. Ο πάγκος γίνεται τώρα τραμπάλα, γίνεται η διαρκής ταλάντευση των νεράιδων (των μεταιχμιακών αυτών πλασμάτων -γυναίκες που είναι μισές άνθρωποι, μισές αιθερικά και άυλα ξωτικά-) ανάμεσα στο γήινο και το ουράνιο, το επίγειο και το υπερβατικό. Ο ενδυματολογικός κώδικας μεταβάλλεται ριζικά, τίποτα δε θυμίζει πλέον παραδοσιακή φορεσιά, θυμίζει μονάχα το σώμα, την αναντικατάστατη υλικότητά του, η οποία μέσω της τέχνης, της ποίησης, της τελετουργίας, του παραμυθιού, της μουσικής, των θρύλων και γενικά των ανθρώπινων μορφών παρέμβασης στην κεντρική οδό της καθημερινότητας.

Η κορυφή

Ο ποιητής πεθαίνει μέσα σε αυτήν την δική του πραγματικότητα, μέσα στο παραμύθι που ο ίδιος το κάνει αληθινό, μέσα στην λίμνη όπου οι ευχές—επιθυμίες παίρνουν μορφή. Μία μορφή όμως που θα παραμείνει ημιτελής. Γι’ αυτό και ανεξάντλητη. Όπως και η ίδια η ποίηση. Ο ποιητής κατορθώνει να φτάσει στα ψηλά, στ’ απάτητα βουνά. Εκεί όπου οι άνθρωποι ζαλίζονται και παγώνουν. Η τραμπάλα γίνεται τώρα ο δρόμος της ανηφόρας. Ο ποιητής όμως δε θα φτάσει στην κορυφή, δεν θα καταφέρει να φτάσει στο τέλος. Γιατί η δική του η κορυφή, το δικό του το τέλος πάντα θα μεταφέρεται ολοένα και πιο μακριά, ολοένα και πιο ψηλά. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά απαντάει η νεράιδα στα λόγια του ποιητή:

Ποιητής: «Επάγωσα, νεράιδα. Θα μείνω εδώ. Λίγη ζωή μου μένει ακόμα. Επάγωσε το αίμα μου στις φλέβες. Την απάτητη κορφή δε θα τη φτάσω».  

Νεράιδα: «Την κορφή μου κι αν δεν είδες ποιος άλλος σαν κι εσέ ανέβηκε δω πάνω;».

Δείτε το trailer της παράστασης

[1] Γλυφός Δημήτρης: Αντιχρονισμός, Σμίλη, Αθήνα, σ. 31.

[2] Για τις διαβαθμίσεις του χώρου βλ. Πεφάνης Π. Γιώργος: Το θέατρο και τα σύμβολα. Διαδικασίες συμβόλισης του δραματικού λόγου, Παπαζήσης, Αθήνα 2012, σ. 534-549.

[3] Agamben Giorgio:Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, μετάφρ. Μαρία Οικονομίδου, Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 63.  

[4] Ντερριντά Ζακ-Ντυφουρμαντέλ Αν: Περί φιλοξενίας, μετάφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ.111-115.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία: Παύλος Παυλίδης
Δραματουργία: Παύλος Παυλίδης, Αθηνά Σακαλή
Κατασκευή σκηνικού: Σπύρος Δουκέρης
Κοστούμια: Λίνα Σταυροπούλου, Τζίνα Ηλιοπούλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ιωάννα Ζέρβα
Μουσική διδασκαλία: Βαλέρια Δημητριάδου
Πιάνο, νταούλι, ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι, μελόντικα: C. for Circus
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή
Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης, Νίκος Πανταζάρας
Βίντεο: Μαρία-Ελισάβετ Κοτίνη

Παίζουν: Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης

Θεατρική Ομάδα C for Circus στο Θέατρο BIOS

και τραγούδι της παράστασης

cityculture.gr /γράφει η Ιφιγένεια Καφετζοπούλου