Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ / Γκαϊτο Γκαζντανοφ *η κριτική μας

Written by

Ο αφηγητής αυτής της ιστορίας αναφέρεται σε ένα περιστατικό,  που συνέβη πολλά χρόνια πριν στο νότο της Ρωσίας, στην Ουκρανική στέπα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου,  όταν ο ίδιος, τότε  δεκαέξι χρονών,  στρατιώτης των Λευκών,  πυροβολεί έναν  καβαλάρη του Κόκκινου στρατού και καταφέρνει να σωθεί σαν από θαύμα με το άσπρο  άλογό του. Χρόνια αργότερα  θα διαβάσει,   στο  Παρίσι  όπου ζει  εξόριστος και εργάζεται ως δημοσιογράφος,  μία συλλογή τριών  διηγημάτων  γραμμένη από τον Αλεξάντρ Βολφ με τον τίτλο I’llComeTomorrow. Το τρίτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο “TheAdventureintheSteppe”, του κινεί το ενδιαφέρον  και για το μότο του, μία φράση του Πόε, όσο και γιατί σ’ αυτό,  ως  αναγνώστης,  αναγνωρίζει εκείνο το μακρινό περιστατικό της ζωής του , γραμμένο από την πλευρά του θύματος , σε πρώτο πρόσωπο.  Η ατμόσφαιρα της υποχώρησης,  εκείνη  τη  ζεστή μέρα , όταν αποκόβεται από τους συντρόφους του και βρίσκεται μέσα σε ένα δάσος , νυσταγμένος,  να  καλπάζει με το μαύρο του άλογο,  προσπαθώντας να ξεφύγει , η στιγμή που το άλογό του πέφτει νεκρό  και ο ίδιος σημαδεύει με το περίστροφο τον άνδρα που τον ακολουθεί πάνω στο άσπρο του άλογο, αναβιώνουν στη μνήμη εκείνο  το- χωρίς μάρτυρες- περιστατικό,   που τον ακολουθεί βασανιστικά ως εικόνα ενός ανθρώπου που ξεψυχά στο χώμα και ο ίδιος εγκαταλείπει,  παίρνοντας το άλογό του για να σωθεί. Αυτή η συνάντηση με ένα βιβλίο που ακουμπά ένα μυστικό της ζωής του, κινητοποιεί τον αφηγητή να ανακαλύψει τον μυστηριώδη  Άγγλο συγγραφέα  για να διαλευκάνει  τις πλευρές μιας σκοτεινής ιστορίας. Ταξιδεύει ως το Λονδίνο και απευθύνεται στον εκδοτικό οίκο ζητώντας μία συνάντηση με τον συγγραφέα αλλά ο εκδότης δεν είναι διατεθειμένος να τον βοηθήσει, τονίζοντάς του ότι η περιπέτεια στη στέπα είναι μια επινοημένη ιστορία και η γνωριμία με τον συγγραφέα θα τον απογοήτευε. Κάποια παραμονή Χριστουγέννων, γνωρίζει σε ένα ρεστωράν έναν ηλικιωμένο Ρώσο  ο οποίος κάθεται μόνος σε μία απόμερη γωνιά  με ένα τυλιγμένο βιβλίο δίπλα του. Στη συνάντησή τους,   του αφηγείται διάφορες περιπέτειες της ζωής του και του μιλάει για μία γυναίκα τη Μαρίνα, που κάποτε τον εγκατέλειψε για έναν άλλον.

«Πώς αποφασίσατε λοιπόν να χωρίσετε;» ρώτησα.

«Αυτό,  δεν το αποφάσισα εγώ, αγαπητέ φίλε», είπε. «Έφυγε  από μένα το μελαχρινάκι, και δεν έφυγε μακριά, πήγε μέχρι τον γείτονά μου.Να», μου έδειξε το τυλιγμένο βιβλίο, «πήγε σ’ αυτόν».

«Στον συγγραφέα αυτού του βιβλίου;»

«Σε ποιον άλλο;»

«Μπορώ να το δω; Είπα κι άπλωσα το χέρι.

«Παρακαλώ.»

Ξετύλιξα το χαρτί κι αμέσως μου χτύπησε στα μάτια  ο γνώριμος συνδυασμός γραμμάτων : I’llComeTomorrowbyAlexanderWolf.»

Από αυτή τη συνάντηση ο αφηγητής θα μάθει για τον Ρώσο συγγραφέα που γράφει στα Αγγλικά, το παρελθόν και την καταγωγή του  και παράλληλα ο  Βλαντίμιρ Πετρόβιτς Βοζνιεσένσκι  του αφηγείται με λεπτομέρειες πολλές ιστορίες  που ανοίγουν νέους κύκλους αναγνώσεων, σκέψεων, νοσταλγίας, διαπιστώσεων, ως τη συνάντηση με το ίδιο τον Βολφ .

«Τον κοιτούσα και σκεφτόμουν την απίστευτη σύμπτωση καταστάσεων που συνέδεε τη ζωή μου με όλα όσα είχε αφηγηθεί».

« Όμως δεν ήταν αυτό που απασχολούσε τη σκέψη μου. Ήταν το τυχαίο που είχε αγγίξει την προσωπική μου μοίρα,…»

«Ένιωθα μια ακούσια έλξη για τον άνθρωπο αυτόν κι εκτός από τους λόγους που έμοιαζαν προφανείς και επαρκείς  για να εξηγήσουν το ενδιαφέρον μου, υπήρχε και ένας  ακόμα, όχι λιγότερο σημαντικός, ο οποίος συνδεόταν ετούτη τη φορά με την προσωπική μου μοίρα…Ήταν κάτι σαν λαχτάρα για αυτοδικαίωση ή ανάγκη για συμπάθεια, κι άρχισα να θυμίζω κάποιον που, όντας καταδικασμένος να υποστεί μια τιμωρία,  είναι φυσικό να αποζητά τη συναναστροφή ανθρώπων που κουβαλούν το ίδιο φορτίο. Με άλλα λόγια, η μοίρα του Αλεξάντρ Βολφ με ενδιέφερε επιπλέον διότι κι εγώ, όλη μου τη ζωή, υπέφερα από έναν απροσδιόριστο και εξαιρετικά επίμονο διχασμό, που ματαίως προσπαθούσα να καταπολεμήσω και που δηλητηρίαζε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου».

Στη συνέχεια ο αφηγητής θα γνωρίσει σε έναν αγώνα πυγμαχίας που καλείται να καλύψει ως δημοσιογράφος, μία γυναίκα,  τη Γιελένα Νικολάγιεβνα, που θα την ερωτευτεί, θα της αφηγηθεί τη ζωή του εκτός από τη σκοτεινή ιστορία του περιστατικού εκείνου και εκείνη ύστερα από καιρό θα του αφηγηθεί μια ερωτική ιστορία στο Λονδίνο,  μια συνάντηση με έναν παράξενο άνδρα. Όταν ο αφηγητής της ιστορίας συναντήσει τον Βολφ από κοντά,  η ιστορία εμπλουτίζεται με άλλα στοιχεία και ο κύκλος αυτής της μοιραίας συνάντησης θα κλείσει με  έναν  πυροβολισμό, η σφαίρα του οποίου βρίσκει το στόχο της,  στο σπίτι της Λένοτσκα,  σώζοντας την ίδια  η οποία έχει δεχτεί προηγουμένως- από τον Βολφ- μια σφαίρα που εξοστρακίζεται την τελευταία στιγμή τραυματίζοντας την στο χέρι.

Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου με αφηγηματική  δεξιοτεχνία, αναπτύσσει έναν προβληματισμό υπαρξιακού- φιλοσοφικού χαρακτήρα στην επινοημένη τεχνική του βιβλίου που ακολουθεί τα ίχνη αναζήτησης ενός άλλου βιβλίου και των προσώπων που ακουμπούν στη ροή των ιστοριών. Με παρεκβάσεις , όπως η περιγραφή ενός αγώνα πυγμαχίας, η σύνθεση ενός  δημοσιογραφικού άρθρου,ως υλικό σκέψεων που διακόπτονται από τα λόγια μιας γυναίκας, πριν την καταγραφή του στο χαρτί, με παρεμβολή μύθων, διηγήσεων, αναφορών, ρητών,  προοικονομίας,  χτίζει το υλικό ανάπτυξης της ιστορίας του,  σε ένα πολύ ενδιαφέρον στυλιστικά  και λογοτεχνικά ανάγνωσμα.

Τα θέματα που τον απασχολούν  η τυχαιότητα, η μνήμη,  ο πόλεμος, ο έρωτας,  ο θάνατος, η λογοτεχνία και η συγγραφή, η δημοσιογραφία και τα θέματα του τύπου, η ηθική και η θρησκεία, δίνονται με μιαν αύρα φιλοσοφικού στοχασμού,  με αναφορές σε άλλα βιβλία και συγγραφείς, με μιαν εξομολογητική αμεσότηταστην περιγραφή της ατμόσφαιρας αγωνίας που συνοδεύει την αναζήτηση του ήρωα. Αναζήτηση παρελθόντος, εαυτού, στιγμών, βιωμάτων. Ερωτήσεων που γυρεύουν απάντηση από δύο πρόσωπα που μοιάζουν σαν όψεις του ίδιου νομίσματος.

«Ήμουν σίγουρος ότι σε κάποια περίοδο της ζωής της Γιελένας Νικολάγιεβνα υπήρχε μια σκιά, και ήθελα να  ξέρω τίνος τα μάτια είχαν βρει την ανέκφραστη αντανάκλασή τους στα μάτια της, τίνος ο πάγος είχε διαπεράσει τόσο βαθιά το κορμί της, και, κυρίως, πώς και γιατί είχε συμβεί».

«Με ρωτάτε για το θάνατο. Εγώ θα μιλούσα για το θάνατο και τις αναρίθμητες εκφάνσεις του. Βλέπω το θάνατο και τη ζωή συμβολικά, σαν δυο αντινομικές αρχές που περικλείουν, επί της ουσίας, σχεδόν  όλα όσα βλέπουμε, αισθανόμαστε και γνωρίζουμε. Ξέρετε ότι ο νόμος αυτής της αντινομίας είναι κάτι σαν κατηγορική προσταγή: χωρίς την καθολικότητα και την αντινομία είναι σχεδόν αδύνατον  να σκεφτούμε… Ο Ντίκενς έχει κάπου μια εκπληκτική φράση , είπε. Συγκρατήστε τη, αξίζει τον κόπο. Δεν θυμάμαι πώς είναι κατά λέξη, αλλά το νόημά της είναι το εξής:η ζωή μας έχει δοθεί με τον απαράβατο όρο να την υπερασπιστούμε γενναία μέχρι την τελευταία μας ανάσα. Καληνύχτα».

«Τώρα ξεκινάει η ζωή σας και θα υποχρεωθείτε να συμμμετάσχετε σ’ αυτό που αποκαλείται αγώνας για επιβίωση. Σε γενικές γραμμές, αυτός περιλαμβάνει τρεις μορφές: αγώνας για την ήττα του αντιπάλου, αγώνας για την εξόντωσή του και αγώνας για το συμβιβασμό. Είστε νέοι και πλήρεις δυνάμεων, και, φυσικά, σας έλκει πιο πολύ το πρώτο είδος αγώνα. Αλλά να θυμάστε πάντα ότι πιο ανθρωπιστικός και πιο επωφελής είναι ο αγώνας για το συμβιβασμό».

«Κάθε έρωτας είναι μια απόπειρα καθυστέρησης του πεπρωμένου, είναι η αφελής  ψευδαίσθηση μιας πρόσκαιρης αθανασίας».

«Ήξερα ότι η βουβή , σχεδόν ασυναίσθητη ενθύμηση του πολέμου καταδιώκει την πλειονότητα των ανθρώπων που πέρασαν μέσα από αυτόν , και μέσα τους υπάρχει κάτι τσακισμένο διαπαντός».

«…ενώ για τον Σάσα θα γράφουν αργότερα άρθρα, ίσως και βιβλία. Κι αν γράψει για μας, ίσως μας θυμηθούν, και πενήντα χρόνια αργότερα κάποια γυμνασιόπαιδα της Αγγλίας θα διαβάζουν για μας, κι έτσι, όσα συνέβησαν δεν θα έχουν πάει στράφι…Και τότε όλα θα μείνουν όπως ήταν, συνέχισε, σκεφτόμενος μεγαλόφωνα. Και πώς κουδούνιζαν τα βραχιόλια στα χέρια της Μαρίνας, και πώς ήταν ο Δνείπερος εκείνο το καλοκαίρι, και τι ζέστη ήταν εκείνη, και πώς ο Σάσα κειτόταν στη μέση του δρόμου. Άρα είχε δει ποιος τον πυροβόλησε τότε, έτσι δεν είναι; Λέτε ότι σύμφωνα με την περιγραφή του ήταν ένα αγόρι; Πώς το λέει;»

«…αν από κάποιο θαύμα τον συναντούσα, θα του έλεγα: ευχαριστώ, φιλαράκι, που αστόχησες λιγάκι χάρη σ’ αυτή την αστοχία θα παραμείνουμε όλοι  μας ζωντανοί- και η Μαρίνα, κι ο Σάσα, ίσως ακόμα κι εγώ».

«Εκείνη την ημέρα της μίλησα για πολλά: για τον πόλεμο, για τη Ρωσία, για τα ταξίδια μου, για την παιδική μου ηλικία. Μπροστά μου αναδύονταν οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι που είχα γνωρίσει : δάσκαλοι, αξιωματικοί, στρατιώτες, δημόσιοι υπάλληλοι, σύντροφοι κι ολόκληρες χώρες που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Θυμήθηκα υποτροπικά τοπία…τους παγωμένους ανέμους της κεντρικής Ρωσίας και το χαρακτηριστικό τρίξιμο του χιονιού κάτω από τα πόδια, μετά τη θάλασσα, τα ποτάμια και τις αγριόπαπιες στον Δούναβη, μετά τα καράβια και τα τραίνα-όλα όσα είχαν περάσει από την ανεξήγητη πορεία της ζωής μου».

-Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903- 1971 ). Γεννήθηκε στην Πετρούπολη.  Μετά το 1917 συμμετείχε στον ρωσικό εμφύλιο, πολεμώντας στο πλευρό των Λευκών. Μετά την ήττα έφυγε από τη Ρωσία. Το 1923 εγκαταστάθηκε   στο Παρίσι  κάνοντας διάφορες δουλειές.  Το 1947-1948 δημοσιεύει σε συνέχειες  σε περιοδικό, το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, ίσως το σημαντικότερο έργο του. Από το 1952 δούλεψε στο ραδιόφωνο και έζησε στο Μόναχο όπου και πέθανε. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Ρώσους συγγραφείς της διασποράς. (από το  βιογραφικό σημείωμα του  βιβλίου).

ΓΚΑΪΤΟ ΓΚΑΖΝΤΑΝΟΦ

Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ

Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου

Επίμετρο: Χρήστος Αστερίου

Εκδόσεις Αντίποδες