Το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μαλέβιτς

Written by

Το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μαλέβιτς

«Κρατώντας το «Μαύρο Τετράγωνο» ως φανό,
διασχίζει κανείς τον λαβύρινθο της σκέψης», Μαλέβιτς

Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς (Kazimir Malevich, 1879 – 1935) ήταν Ουκρανός ζωγράφος και θεωρητικός της Τέχνης, που γεννήθηκε από γονείς πολωνικής καταγωγής. Υπήρξε πρωτοπόρος της γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης και ο δημιουργός των Avant-garde κινημάτων του Σουπρεματισμού και του Κονστρουκτιβισμού.


Ο Μαλέβιτς θεωρούσε τον εαυτό του ιδιότυπο ρεαλιστή, μόνο που έβλεπε τον ρεαλισμό σε μια φανταστική πραγματικότητα «στην οποία για να φτάσει κανείς, έπρεπε να απομακρυνθεί από την ορατή πλευρά της ζωής». Θεωρούσε τις μορφικές απεικονίσεις των αντικειμένων ως ένα εμπόδιο στην καλλιτεχνική δημιουργία, Όλα τα οπτικά φαινόμενα του κόσμου, τα αντικείμενα, ήταν χωρίς σημασία. Αξίζει μονάχα το αίσθημα, αποκομμένο από το περιβάλλον. Οποιαδήποτε αντικειμενικότητα είναι αντίθετη με την τέχνη. Θεώρησε λοιπόν αναγκαίο να εξαλείψει κάθε αναφορά στα αντικείμενα και κάθε αναγωγή σε θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές έννοιες. Η ελευθερία στην ποιότητα της γραμμής ήταν αυτό που τον ενδιέφερε.

Το «Μαύρο Τετράγωνο»

Το «Μαύρο Τετράγωνο» ήταν και παραμένει το πλέον ρηξικέλευθο ζωγραφικό, φιλοσοφικό, πολιτικό ίχνος, το ανοίκειο ξερίζωμα όλων των παλαιών σημασιών. Ίσως να είναι το πιο μυστηριώδες έργο στην ιστορία της τέχνης: ένα μαύρο τετράγωνο, «το πρόσωπο της νέας τέχνης, το πρώτο βήμα της καθαρής δημιουργίας» σύμφωνα με τον καλλιτέχνη που το ζωγράφισε.
Ήταν το 1913, όταν στην πορεία των απεγνωσμένων προσπαθειών του να απελευθερώσει την τέχνη από την αντικειμενικότητα, κατέφυγε στη φόρμα του τετραγώνου μαύρου πίνακα. Εξέθεσε λοιπόν, ένα ζωγραφικό πίνακα που δεν παρίστανε τίποτα άλλο από ένα μαύρο τετράγωνο σ’ ένα φόντο άσπρο, γεγονός που προκάλεσε σοκ στους κριτικούς και το κοινό. Έλεγαν: «Χάθηκε ό,τι αγαπήσαμε. Είμαστε σε μια έρημο. Έχουμε μπροστά μας μόνο ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο!». Το συγκεκριμένο έργο κρίθηκε ως ακατανόητο και επικίνδυνο.


Ένα μαύρο τετράγωνο σε λευκό φόντο, φτιαγμένο με το χέρι, χωρίς χάρακα ή υποδεκάμετρο, αυστηρό, σκοτεινό, ριζοσπαστικά μη αναπαραστατικό. Το μαύρο χρώμα που κυριαρχεί στον καμβά λειτουργεί σαν gran rifiuto (η μεγάλη άρνηση)· στο κέντρο του πάλλεται μια τεταμένη, σχεδόν μεταφυσική αρνητικότητα.


Μερικοί αναλυτές έχουν επιχειρήσει να το προσεγγίσουν με τους όρους της καντιανής θεωρίας του υψηλού, θεωρώντας ότι μεταδίδει το αίσθημα της δυσφορίας που προκαλείται από την ανεπάρκεια της φαντασίας μπροστά σε κάτι μεγαλειώδες, ακριβώς γιατί βρίσκεται πέραν της μορφής· άλλοι έχουν διακρίνει στον πίνακα μιαν εσωτερική σχέση με την οντολογική κατεύθυνση της ρωσικής εκκλησίας, άλλοι δίνουν έμφαση στην εσωτερική δράση του έργου, ένα συνεχές γίγνεσθαι που αλλάζει ανά δευτερόλεπτο, άλλοι του προσδίδουν αναρχικό, μηδενιστικό περιεχόμενο. Σίγουρα πάντως αυτή η οριστική ελεγεία στην παραστατική τέχνη, η σχεδόν οδυνηρή μαρτυρία για το τέλος της απεικόνισης, το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μαλέβιτς αφήνει τον θεατή έκθαμβο, αν όχι εκστατικό.
«Το τετράγωνο δεν είναι εικόνα, ακριβώς όπως ένας διακόπτης ή μια πρίζα δεν είναι το ηλεκτρικό ρεύμα», έγραψε. Έργο που βρίσκεται πέρα από την αισθητική ή συγκινησιακή πρόσληψη της πραγματικότητας, ανήκει στη σειρά των πινάκων του που είναι απαλλαγμένοι από κάθε αντικείμενο και βασίζονται στη γεωμετρία και το χρώμα, ώστε να δηλώσουν τον πρωτεύοντα ρόλο της φόρμας έναντι του περιεχομένου.

Σουπρεματισμός

Ο Σουπρεματισμός είναι ένα κίνημα ζωγραφικής, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Ρωσία, από τον Μαλέβιτς, λίγο μετά τον Ιταλικό Φουτουρισμό και ενώ παράλληλα ο Κονστρουκτιβισμός κέρδιζε δικαίως τη θέση του στη μοντέρνα τέχνη.
Η λέξη «σουπρεματισμός» προέρχεται από τη λατινική ρίζα «suprem» (υπεροχή, κυριαρχία) και δηλώνει, σύμφωνα με τον Μαλέβιτς, την υπεροχή του χρώματος πάνω σε όλα τα άλλα τεχνικά μέρη του πίνακα.
Έμβλημα του σουπρεματισμού έγινε το «Μαύρο Τετράγωνο» (1915) το οποίο εξέφραζε το τέλος της παλιάς τέχνης και ταυτόχρονα την αρχή της καινούργιας.


Στο σουπρεματισμό, ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μια έρημο όπου τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο έκτος από την αίσθηση. Πετάει λοιπόν μακριά όλα όσα καθόριζαν την αντικειμενική-ιδανική δομή της ζωής και της τέχνης.
Ο σουπρεματισμός συμβολίζει την έννοια της καθαρής τέχνης, η οποία ξαναβρέθηκε. Είναι εκείνη η τέχνη που με το πέρασμα των χρόνων έγινε αόρατη, κρυμμένη από το πύκνωμα των «αντικειμένων». Η τέχνη δεν έχει πλέον την ανάγκη για αναπαράσταση της ιστορίας και ούτε να μένει στην υπηρεσία της Θρησκείας και του Κράτους. Η τέχνη προσδιορίζεται χωρίς την αναγκαιότητα του «αντικείμενου». Παρόλα αυτά η ουσία και το νόημα παραμένουν τα βασικά στοιχεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μια ουσία εσωτερική, που πηγάζει μέσα από τα κρυφά μονοπάτια που μας οδηγεί ο καλλιτέχνης. Το μαύρο τετράγωνο στο άσπρο φόντο υπήρξε η πρώτη μορφή της έκφρασης της μη-αντικειμενικής αίσθησης: τετράγωνο = αίσθηση, άσπρο φόντο = το τίποτα, αυτό που είναι έξω από την αίσθηση.
Κι όμως η πλειοψηφία του κοινού νόμισε ότι η απουσία αντικειμένου είναι το τέλος της τέχνης και δεν αναγνώρισε το άμεσο γεγονός της αίσθησης που έγινε φόρμα.


Το τετράγωνο των σουπρεματιστών και τα σχήματα που προήλθαν από αυτό μπορούν να συγκριθούν με τα «σημεία» του πρωτόγονου ανθρώπου. Αυτά στο σύνολο τους δεν ήθελαν να εικονογραφήσουν άλλα να παρουσιάσουν την αίσθηση του «ρυθμού».
Ο σουπρεματισμός δεν δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο αίσθησης, αλλά, γενικότερα μια νέα άμεση παρουσίαση του κόσμου της αίσθησης, μια διαφορετική διάσταση θα λέγαμε.

Chiaroscuro

Το μαύρο ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο χρώμα καλλιτεχνών και ασκητών, ιερέων και μετανοούντων, καθώς πάντα υπέβαλε με δυναμικό τρόπο αντιθετικά ζεύγη εννοιών, όπως φως και σκοτάδι, καλό και κακό, αμαρτία και αγιότητα.


Ως το αρχετυπικό χρώμα του σκοταδιού και του θανάτου, το μαύρο συνδέθηκε στα πρωτοχριστιανικά χρόνια με τον Σατανά και την Κόλαση, λειτουργούσε όμως ταυτοχρόνως και ως το χρώμα της μοναστικής αρετής.
Στον Μεσαίωνα, το μαύρο έγινε λατρεμένη συνήθεια των αυλικών και ορόσημο της βασιλικής πολυτέλειας, ενώ στα νεότερα ευρωπαϊκά χρόνια η σημασία του έμελλε να αλλάξει δραστικά: η έλευση της τυπογραφίας, με τα μαύρα στοιχεία πάνω στο λευκό φόντο, θα μεταμόρφωνε τις προσλαμβάνουσες του μαύρου, με τους Ευρωπαίους της εποχής να προσπαθούν να αφομοιώσουν τις διακηρύξεις του Νεύτωνα, ότι το μαύρο δεν ήταν τελικά καν χρώμα!


Στη ρομαντική περίοδο το μαύρο έγινε ο καλύτερος φίλος της μελαγχολίας, την ώρα που στον 20ο αι. το μαύρο (και η απόλυτη αντίθεσή του, το λευκό) έμελλε να κυριαρχήσει κατά κράτος στην τέχνη – ζωγραφική, φωτογραφία και κινηματογράφο -, επιτυγχάνοντας τελικά το πολυπόθητο καθεστώς του «πραγματικού χρώματος».


Την ώρα βέβαια που το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μαλέβιτς συνοψίζει ίσως εμφατικότερα τη σημασία του μαύρου για τη ζωγραφική, ήταν η τεχνική του κιαροσκούρο που θα αποκάλυπτε τις εκπληκτικές ιδιότητές του. Παρά το γεγονός ότι συναίνεση δεν υπάρχει για τον ακριβή ορισμό του, η ιστορία της τέχνης χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει μια τάση μάλλον, αλλά και την τεχνική που την υποβαστάζει: την έντονη αντίθεση φωτός / σκιάς δηλαδή που συναντάμε σε έναν πίνακα, χαρακτικό ή σχέδιο, αλλά και την ίδια τη διαχείριση της σκιάς για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση των τρισδιάστατων μορφών. Το κιαροσκούρο (ο ιταλικός όρος για το «φως και σκιά») είχε βέβαια και συμβολική χροιά: ήταν η θεϊκή προέλευση του φωτός που έκανε τις μορφές να ξεπηδούν από το μαύρο σκοτάδι.

Βυζαντινή ματιά

Στην πρώτη έκθεση το μαύρο τετράγωνο τοποθετήθηκε, με επέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη, στην ένωση δύο τοίχων, ψηλά σε μια γωνία της αίθουσας, από όπου δέσποζε με την σκληρή και απέριττη μορφή του δίνοντας την αίσθηση μιας βυζαντινής εικόνας.

«Η Βυζαντινή εικόνα προκύπτει από επικαλυπτόμενα επίπεδα που λειτουργούν σαν αραχνοΰφαντα πέπλα που είναι κρεμασμένα το ένα πίσω από το άλλο κι αν θέλω να κατανοήσω την παράσταση, πρέπει να προχωρήσω παραμερίζοντας το ένα μετά το άλλο, μέχρι να φτάσω σε μια χρυσή σφραγισμένη πόρτα: τον κάμπο», Μαλέβιτς.

πηγή cityculture.gr / «Το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μαλέβιτς / Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης