Το «Μονόγραμμα» του Οδ. Ελύτη, μια διαρκής ερωτική εξομολόγηση

Written by

Το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971 στις Βρυξέλλες κι έπειτα ένα χρόνο μετά, το 1972, πρωτοεκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για ένα ποιητικό έργο-εξομολόγηση. Το έργο αποτελείται από επτά μέρη με λατινική αρίθμηση. Χαρακτηριστική είναι η μη συχνή χρήση σημείων στίξης και κυρίως της τελείας, φανερό στοιχείο υπερρεαλισμού. Ίσως με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής να ήθελε να διατηρήσει το ποίημα λιτό, από τη στιγμή που η συγκινησιακή φόρτιση είναι αυτή που κυριαρχεί στον ποιητικό λόγο. Η συχνή απουσία πάλι της τελείας μπορεί ακόμη να σημαίνει και την διαχρονικότητα ή αχρονικότητά του. Η ποιητική αυτή ελυτική σύνθεση είναι από τις πιο αγαπημένες και διαδεδομένες στο ευρύ κοινό. Είναι ένας διαχρονικός ύμνος στον έρωτα, στον συγκεκριμένο, προσωπικό έρωτα, είναι μια εκ βαθέων λυρική εξομολόγηση μέσα από το πρίσμα της βαρύτητας του πένθους, της απώλειας και της μοναξιάς. Τοπίο της εξομολόγησης είναι αναμφίβολα το ελληνικό (θάλασσα), αλλά και το υπερβατικό (Παράδεισος).

Πριν ακόμη αρχίσει η αρίθμηση των ποιητικών μερών, ο ποιητής εκφράζει το πένθος του «Θα πενθώ πάντα- μ’ ακούς;- για σένα», είναι η απώλεια του άλλου ποιητικού προσώπου που όμως μένει ζωντανό στη μνήμη και τη σκέψη του ποιητή, όντας ο ίδιος «μόνος, στον Παράδεισο». Η ερώτηση του ποιητή στο ποιητικό εσύ «μ’ ακούς;» εμφανίζεται ως σταθερό μοτίβο στο ποίημα και επιτείνει τη συγκινησιακή φόρτιση που αυτό έχει. Στο πρώτο μέρος (Ι) ο ποιητής αναμένει να αλλάξει η πραγματικότητα που του έλαχε: «Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές/ Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος/ Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός». Ο τρόπος για να επιτύχει την αλλαγή αυτή ο ποιητής δεν είναι άλλος από την αγάπη του, ένας τρόπος φυσικός και υπαρκτικός συνάμα: «Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι». Όπλο για την αλλαγή που θέλει να επιτύχει ο ποιητής είναι  η αθωότητα, η οποία μοιάζει να νικά το μαύρο του θανάτου: «Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα/ Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου».

Το πένθος του ποιητή δεν είναι παροδικό αλλά μοιάζει ατέρμονο, γεγονός που εκφράζει στους πρώτους στίχους του δεύτερου μέρους (II): «Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται». Η χρήση του πρωτοπρόσωπου πληθυντικού αριθμού υπερισχύει από το α΄ ενικό του ποιητικού υποκειμένου «Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν», ενώ η απώλεια του “εμείς” ακυρώνει την ύπαρξή του και την επαφή του με την πραγματικότητα «Εάν είναι αλήθεια». Το τραγούδι και η μουσική δίνουν παρηγοριά στον ποιητή, άλλοτε με την μορφή μοιρολογιού κι άλλοτε με την μορφή ύμνου. Φανερή είναι η μουσικότητα που προσδίδουν στο ποίημα «Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά». Ιδιαίτερη σημασία δίνει ο ποιητής στην αίσθηση μέσω της οποίας αποκωδικοποίησε το νόημα του κόσμου «Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος».

Στο τρίτο μέρος (III) ο ποιητής περιγράφει την αγαπημένη του και την μεταξύ τους σχέση μέσα από ηχητικές εικόνες («Πώς λες ψιθυριστά το “τί” και το “ε”»), οπτικές εικόνες («Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή/ σεντόνια», «Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω»), εικόνες απτικές (Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς». Όλες οι εικόνες είναι σε αρμονία με τη φύση «Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε», «Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει», «Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο/ Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά/ Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική/ Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα». Όλα αυτά σε χρόνο ενεστώτα αφού το πένθος, η απώλεια «Που πια δεν έχω τίποτε άλλο/ Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα» δεν αλλάζει το πάγιο συναίσθημα του ποιητικού εγώ: «Έτσι μιλώ για σένα και για μένα/ Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω/ Να μπαίνω σαν Πανσέληνος».

Η απώλεια του ερώμενου προσώπου συνέβη νωρίς για τον ποιητή, γεγονός που επαναλαμβάνει και στο τρίτο (III) («Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου») και στο τέταρτο μέρος (IV) («Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς»), αποσκοπώντας ίσως στο να υπογραμμίσει την ανθρώπινη αμηχανία μπροστά στο άλυτο μυστήριο του θανάτου και της φύσης του: «Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο/ Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι». Ο ποιητής θέλει να είναι μαζί με την αγαπημένη του ακόμη και στον θάνατο, να είναι εκείνη η γυναίκα του «Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς» υπενθυμίζοντάς της τη συνεχή παρουσία του «Είμ’ εγώ, μ’ ακούς/ Σ’ αγαπώ μ’ ακούς/ Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ/ Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς», όμως αυτό είναι κάτι δύσκολο αφού ακόμη «Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς». Τα «τέρατα» μπορεί να είναι ο χρόνος «Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι», οι συμβάσεις της κοινωνίας «Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει», οι άνθρωποι «Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς/ Των ανθρώπων», καθετί που γίνεται εμπόδιο ανάμεσα στα δύο αγαπημένα πρόσωπα. Οι άγιοι γίνονται σύμμαχοι του ποιητή αφού τον βοηθούν να προσεγγίσει την αγαπημένη του: «Όπου κάποτε οι φιγούρες/ Των Αγίων/ Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς/ Ένα βαθύ πέρασμα να περάσω». Η αγάπη, ο έρωτας του ζευγαριού ανάγεται σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο της δημιουργίας «Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς/ Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς/ Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς», ωστόσο η ένταση του ποιητή εντείνεται στο τέλος του τέταρτου μέρους (IV): «Είμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς/ Σ’ αγαπώ, σ΄ αγαπώ, μ’ ακούς».

Το πέμπτο μέρος (V) δεν αποτελεί παρά την αναζήτηση της ταυτότητας του ποιητικού εσύ, την πολύχρονη προσπάθεια προσδιορισμού και περιγραφής της: «Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς/ Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους/ Από τι να ’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού/ Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου», «Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού/ Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου». Η αγαπημένη αγιοποιείται από τον ποιητή που την περιμένει «Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης». Παράλληλα η ίδια διαθέτει κάτι το υπερβατικό «Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει». Μόνο ο ποιητής μπορεί να προσεγγίσει την αγαπημένη ή η τέχνη: «Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική».

Η γυναίκα θεοποιείται στο έκτο μέρος (VI) της ποιητικής σύνθεσης του Ελύτη: «Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά/ της θάλασσας». Αυτή η προοπτική ίσως δίνει στον ποιητή ένα αίσθημα δικαίωσης «Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί/ Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως ο ίδιος είναι μόνος: «Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί/ νεογέννητο», «Μόνος, και ας ειμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί», «Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο/ Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού».

Βεβαιότητα για το ποιητικό εγώ στο έβδομο μέρος (VII) αποτελεί η παρουσία της αγαπημένης γυναίκας στον Παράδεισο: «Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί/ Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα». Ο Παράδεισος για τον ποιητή είναι η ίδια η αγαπημένη η οποία περιβάλλεται από τη διαφάνεια της θάλασσας και χαρακτηρίζεται, από την απλότητα ενός νησιού που της μοιάζει πολύ. Η απόδοση της πραγματικότητας για τον ποιητή θέλει την γυναίκα μισή στη μνήμη του «Να σε βλέπω να περνάς στο νερό» και μισή στον Παράδεισο «Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο», μα πάντα διάφανη στο χρόνο για τον ίδιο. Ο έρωτας και η αγάπη του ποιητή δεν σβήνουν αλλά είναι αισθήματα χαραγμένα «νυν και αιέν» μέσω της ποιητικής του τέχνης.

cityculture.gr/ γράφει η Βασιλική Ρούσκα