Το μυστήριο από τις χαμένες κάλτσες

Written by

Τι να εξηγήσω;
Το μυστήριο από τις χαμένες κάλτσες; Πες μου ότι δεν το έχεις ζήσει. Ούτε μία φορά.
Και δεν θα σε πιστέψω.

Ξεκινά σαν αστικός μύθος, όταν είσαι παιδί, πάς-δεν πας σχολείο ακόμα. Κάπου εκεί, που χωμένη η μάνα σου στο πλυντήριο ρούχων, και εσύ στην τρυφερή ηλικία των 3-4, φωνάζει. Πάλι;
Kαι αναρωτιέται φωναχτά. Μα που πήγαν πάλι;

Κατερίνα, μήπως έχεις μια κάλτσα μόνη στο δωμάτιο;
Και κοιτάς εσύ με γουρλωμένα μάτια δεξιά – αριστερά, ψάχνοντας, γιατί ξέρεις ότι αν δεν βρεθεί η κάλτσα, τότε θα έρθει η μαμά, ωσαν τον Sherlock, ψάχνοντας τα πάντα (και τα κοάλα μη σου πω).

Πάνω από το κρεβάτι, κάτω από το κρεβάτι, μέσα στα παπούτσια, στην παπουτσοθήκη, πίσω από το πλυντήριο, μέσα στον κάδο του πλυντηρίου. Το μόνο που της έλειπε ήταν ο φακός και το καπέλο του θρυλικού ντετέκτιβ. Και ίσως από εκεί μου δημιουργήθηκε η απορία και με είχαν βρει οι γονείς μου τη μισή, μέσα στον κάδο του πλυντηρίου και από τη μέση και κάτω τα ποδαράκια να κρέμονται.

Έψαχνα με μια κουτάλα στο χέρι, τις χαμένες κάλτσες . Ποιο τέρας τις είχε καταβροχθίσει. Και η κουτάλα στο χέρι ήταν για να το αντιμετωπίσω. Αν χωρούσα με το κράνος μου, τη γαλατιέρα, θα το έβαζα και αυτό.

Και τα χρόνια πέρασαν…

Και τα χρόνια πέρασαν, και λες και η επίκτητη αυτή ιδιότητα, του να χάνεις κάλτσες, πέρασε σα γονίδιο σε εμένα. Πόσες πολύχρωμες κάλτσες, κάλτσες με σχεδιάκια και ρίγες έμειναν μόνες και έρημες. Και με έπιανε μια στεναχώρια μαζί τους, που θα έμεναν μόνες.

Από ζευγαρωμένες, ξαφνικά τους παρατούσε το ταίρι τους. Και τι να της πεις της κάλτσας; Έλα να βγούμε να τα πιούμε, να ξεπεράσεις τον χωρισμό; Που κοίτα, μεταξύ μας, αν φοράς μποτάκια ή κλειστά παπούτσια, μπορείς να πάρεις δυο δια-ζευγμένες κάλτσες, τις φορέσεις, να βγείτε, να πάτε για ποτάκια, για σινεμά, να κάνεις ότι μπορείς ρε παιδί μου για να τα βρουν. Και αν δεν βγει καλό το προξενιό, προχωράς σε επόμενο. Τόσες μόνες. Κάποια θα βρεθεί να τα ταιριάξουν. Τι στο καλό!

Και ο καλός μου, όταν ετοιμάζεται για τη δουλειά, μπορεί να βρει μονές. Μόνες. Και πολλές φορές του λέω, δε βαριέσαι. Φόρεσε τες, μπας και τα βρουν μεταξύ τους. Εδώ βρήκαμε ο ένας τον άλλο. Δυο τύποι αποφασισμένοι ότι θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας μόνοι. Θα σταθούμε εμπόδιο στην ευτυχία των καλτσών μας;

Πας καλά; Που να ήξερε το μαλλί του προβάτου, το οποίο προορίζονταν για κάλτσα, ότι μετά την επεξεργασία που υπέστη, και παρόλο που το έβαλαν να έχει συγκεκριμένο ταίρι, με το οποίο βρε αδερφέ μπορεί και να μην ταίριαζε, να έβρισκε το ιδανικό ταίρι στο συρτάρι μου;

Σκέψου! Κάτι σα τη θεωρία με το άλλο μισό πορτοκάλι. Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει “το άλλο μας μισό”, το έτερόν μας ήμισυ, το μεγάλο μας έρωτα.

Και κάνεις παιδί

Και κάνεις παιδί, και από την πρώτη στιγμή ξεκινάει το παιχνίδι, ποιον μοιάζει. Τα μάτια της γιαγιάς, το στόμα και η μύτη του μπαμπά (βασικά κλώνος του μπαμπά), οι πατούσες του θείου, τα δάχτυλα της γιαγιάς κ.ο.κ. Και δεν σκέφτεσαι καν ότι παίζει κάτι σε επίκτητη ιδιότητα που μπορεί να μεταδώσεις στο παιδί. Μέχρι που το πουλάκι σου, το οποίο είναι δεν είναι 3 μηνών, του βάζεις κάλτσες, και το πρωί, όταν πας να το σηκώσεις, συνειδητοποιείς ότι φοράει μόνο μια κάλτσα. Και λες, τυχαίο, δεν μπορεί. Και συνεχίζει το ίδιο τροπάριο. Κάθε μέρα.
Και να χάνεται η κάλτσα εντελώς όμως. Το μυστήριο με τις χαμένες κάλτσες να συνεχίζεται.
Να μη τις βρίσκεις.
Βρε κάτω από την κουβέρτα, βρε μέσα στα σεντόνια, βρε κάτω από το κρεβάτι, πάνω από το κρεβάτι, μπορεί μέχρι μέσα στο πλυντήριο (άσχετο). Και μένει ο μονόκαλτσος να σε κοιτάει με απορία όταν επαναλαμβάνεις την ιστορία ετών. Και ιδίως της μάνας σου. Ρωτώντας το βρέφος που λέει μόνο τατατατα, βρε μπουμπούκι, που είναι η κάλτσα σου;

Και τι να σου πει. Την έφαγα; Μέχρι και στο στόμα τον έβλεπα, με σηκωμένο φρύδι, γνωρίζοντας βέβαια ότι δεν υπήρχε περίπτωση, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Για πες;

Επαναλαμβανόμενη ιστορία. Ξανά και ξανά. Γενιές ολόκληρες. Σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κυριούλης από την Ιαπωνία που ψάχνει εναγωνιωδώς την κάλτσα του μέσα στο πλυντηριο, και η κυρία από τη Βραζιλία που αναρωτιέται που είναι το ταίρι της κάλτσας, χωρίς να το γνωρίζουν, έχουν κάτι που τους ενώνει. Σκέψου το. Κομμάτι της ζωής σου, το μοιράζεσαι με τον παππούλη από τις νήσους Φερόα! ΟΥΑΟΥ!

Και όταν βρεις τις χαμένες κάλτσες

Και κάποια στιγμή λοιπόν, βρίσκεις τη χαμένη κάλτσα, κάπου μπροστά σου. Και αναφωνείς, ΤΗ ΒΡΗΚΑ! Και θέλεις να τη βάλεις κάτω από το λαμπατέρ, για να την περάσεις ανάκριση 3ου βαθμού. Να στα πει όλα χαρτί και καλαμάρι. Να φτύσει και την τελευταία σταγόνα μαλακτικού που την έχει ποτίσει. Αλλά μετά σκέφτεσαι, τι σου φταίει η καλτσούλα που ζέσταινε το ποδαράκι-λουκανικάκι του παιδιού σου.

Και τη χαϊδεύεις, της λες, μη φοβάσαι, περιπέτεια ήταν πέρασε. Και της φτιάχνεις και μια κούπα ζεστού καφέ για να στα πει όλα. Έτσι, ζαρωμένη, με χνουδάκια επάνω της κολλημένα. Και τις ιστορίες της, και τις ιστορίες των άλλως χαμένων καλτσών, θα στις πω κάποια άλλη στιγμή. Γιατί είναι για γερά νεύρα.

Και για καναπέ, με φωτισμό καλό, για να μη χάσει ούτε μια λέξη. Και ένα χαρτομάντηλο, σε περίπτωση που θέλεις να κλάψεις.
Και έναν φίλο δίπλα σου, για να μοιραστείς τη χαρά της όταν τη βρήκα.
Και φυσικά το παιδί σου, για να του περιγράψεις τι τράβηξε η καλτσούλα, για να ξαναβρεθεί στο ποδαράκι του.
Και ότι από δω και πέρα, τη συμπεριφερόμαστε με αγάπη, φροντίδα και προδέρμ.
Πάνω απ’ όλα. Μέχρι να ξαναχαθεί και μέχρι να ξεκινήσει για νέες περιπέτειες…

cityculture.gr/ γράφει η Κατερίνα Μπιτλογλου