Το σχήμα που δίνει στα πράγματα η Αγάπη

Written by

Ήταν πριν από χρόνια σ’ένα μπουγατσατζίδικο επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας στην Ανάληψη της Θεσσαλονίκης. Μπήκα μέσα για να φάω κάτι, πριν συνεχίσω μια δύσκολη νύχτα. Περασμένες έντεκα, μαθητής σε μια Παρασκευή χωρίς μέλλον, με καταδικασμένο ξενύχτι για το υπόλοιπο της βραδιάς: την επόμενη έγραφα «εφ’ όλης της ύλης». Στο μαγαζί λίγοι πελάτες, ο κουρασμένος ιδιοκτήτης και όλοι να κουβαλούν μια ιδιότυπη μορφή εγκατάλειψης, αυτή που κάνει τους ανθρώπους να τρυπώνουν σε ένα χώρο για συνυπάρξουν – φευγαλέα έστω – με κάποιους άλλους. Ήταν το ίδιο αίσθημα που έστειλε και μένα εκεί: ήμουνα μόνος.

Τότε τους είδα. Ένα ζευγάρι τυφλών σε μία γωνία, πιάτα με άχνη στο τραπέζι και σοκολατούχο γάλα. Κάθονταν σιωπηλοί ο ένας απέναντι στον άλλο, με άδεια κλειστά χαμένα στο πουθενά μάτια. Έμοιαζαν σα να απολαμβάνουν το δικό τους διάστημα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με τρόπο που όλοι οι υπόλοιποι δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Θα υποψιαζόμασταν ίσως κάποια βράδια, πολύ αργότερα, όταν θα κοιτάζαμε σε κάποιο μισοσκόταδο το δικό μας άνθρωπο, με τρόπο που δεν θα έβλεπε άλλος κανείς. Ποτέ. Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το χέρι του και άρχισε να τη χαϊδεύει στο πρόσωπο. Την άγγιζε απαλά, προσέχοντας κάθε πτυχή και κάθε γωνία του προσώπου της. Αγαπώντας την.

Την έβλεπε με τα χέρια.

Το θυμήθηκα αυτό τις τελευταίες μέρες ακούγοντας φίλους, γνωστούς, μαθητές να μιλούν για μοναξιές, να υπονοούν απόγνωση γι’ αυτό που έχει απομείνει στο γαλαξία των συναντήσεων, για το τίποτα, το χέρσο, το ελάχιστο, το περίπου μηδέν από την αναζήτηση του άλλου. Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν πια και οι μεγάλες προσδοκίες εξυφαίνουν στα σκοτάδια τις επερχόμενες ματαιώσεις. Μια απογοήτευση για το σκάρτο των αισθημάτων, μια παραίτηση από την προϊούσα έλλειψη μπέσας των καιρών, μια ανασφάλεια που πήρε χαρακτηριστικά πολιτισμικής ψύχωσης: οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Έτσι είναι;

Κι όμως: όλοι μιλούν γι’ αγάπη, γράφουν γι’ αγάπη, υμνούν την αγάπη και ότι αυτή σημαίνει. Όλοι λένε «σ’ αγαπώ». Κι ύστερα σκοτώνονται. Στις αγορές και τους συρμούς το «σ’ αγαπώ» γίνεται η τσίχλα με την οποία βουλώνονται οι τρύπες στα ντεπόζιτα της κενότητας. Από πότε το “σ’ αγαπώ” έγινε τόσο εύκολο και τόσο δημόσιο; Κι όσο πιο πολύ μιλούν οι πολλοί, τόσο η λέξη διαφεύγει. Πράγματα που ενώ θα έπρεπε να είναι εσωτερικά και σχεδόν μυστικά, γίνονται ατάκες περιφερόμενες από μπαρ σε μπαρ κάθε βράδυ. Πράγματα που όταν τα νιώθει κανείς δεν τα βγάζει στην αγορά, είτε γιατί δε δύναται να τα ονοματίσει είτε γιατί δε χρειάζεται να ειπωθούν – ο άλλος τα ξέρει και αυτό αρκεί.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα που η καθημερινότητα έχει ρίξει πυρηνικά στις μέρες, στο ημερολόγιο μια σισύφεια μέτρηση ανεβαίνει από το ένα ως το τριάντα και ύστερα πάλι κυλάει από την αρχή, η μπάλα έχει χαθεί στα γήπεδα της ανάγκης, οι κερκίδες φωνάζουν «λήξ’ το» και μόνο η μάνα μου ρωτάει αραιά και που, πότε θα πάμε να τη δούμε. Το θυμήθηκα τώρα που έρχεται το βράδυ της Παρασκευής και δεν υπάρχει κουράγιο ούτε καν για την αναμονή του Σαββατοκύριακου, τόσα και τόσα που περιμένουν από τις εκκρεμότητες της βδομάδας – αυτής που πέρασε, αυτής που έρχεται; άγνωστο και αδιάφορο πια – η ζωή όλη μια εκκρεμότητα, «να πιεις καφέ, ν’ αποστρέψεις τα μάτια», στις οθόνες της τηλεόρασης η κατάθλιψη δεν έχει πάρει ακόμη ψυχοφάρμακα, τόσοι πειραγμένοι να κυκλοφορούν ανάμεσά μας και να τετραγωνίζουν τους κύκλους κι ούτε ένας να μη σιωπά, ούτε ένας για δείγμα να κόψει απότομα το λόγο, να τον αφήσει μετέωρο και να σηκωθεί να φύγει σε μια τρομερή στιγμή αυτοσυνειδησίας.

Τι μένει; Τι επιμένει;

Αυτό, ένα χαμόγελο που ανθίζει στη σκέψη του άλλου

καλή του μέρα, καλή του νύχτα, καλό μήνα, καλή βδομάδα

σ’ όποια όνειρα και σ’ όποια ανάγκη να τριγυρνάει.

Η ζωή μάς χρωστάει ακόμα.

Τι επιμένει;

Το πρωί καφές κοντά στο καλοριφέρ, μια μυρωδιά που γεμίζει το σπίτι και μας κάνει να ζούμε, η θάλασσα σκοτεινή στο βάθος, το κλείσιμο των ματιών σε αργή κίνηση, ο ύπνος μαζί που ποτέ δε φτάνει γιατί είναι τα όνειρα πολλά,

στο καλό να προσέχεις,

κανείς δεν πρόσεξε ποτέ – ξόρκια λες απλώς φωναχτά

κι ύστερα πέφτεις κοιμάσαι και ανασαίνεις με την ίδια ανάσα, ζεις από το ίδιο χάδι.

Θέλω απλά να πω ότι το χάδι στο πρόσωπο του άλλου είναι αυτό που θα δώσει στα πράγματα τη μορφή, για να μη χαθείς μέσα στα σκοτάδια, τα καθημερινά και τα άλλα.

γράφει ο Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης