«Το Σώμα» του Οριόλ Πάουλο * Κριτική

Written by

«Το Σώμα» ή καλύτερα «Το Πτώμα» ή «Η Σορός» είναι ένα Ισπανικό θρίλερ μυστηρίου με έντονη παιχνιδιάρικη διάθεση.

Πτωχός πλην ευπαρουσίαστος νεαρός καθηγητής Χημείας, ο Άλεξ (Χούγκο Σίλβα), παντρεύεται την μεγαλύτερή του γοητευτική και πλούσια εργοστασιάρχισα βιοχημικών προϊόντων Μάϊκα (Μπελέν Ρουέντα), που της αρέσουν οι φάρσες. Πιάνει, λοιπόν, αυτό που κοινώς λέγεται «την καλή», έστω κι αν αισθάνεται υποχείριο των ορέξεων της συζύγου του. Στην πορεία, όμως, του προκύπτει ο «τρελός έρωτας», στο πρόσωπο της φοιτήτριάς του Κάρλα (Άουρα Γκαρίντο). Να χωρίσει, ούτε λόγος. Θα χάσει όλη την ευμάρεια, με την οποία έμαθε να ζει. Έτσι η μόνη λύση φαντάζει ο φόνος. Γυρνώντας ένα βραδάκι από το εργοστάσιο, βρίσκει την Μάϊκα νεκρή. Ο Ιατροδικαστής που σπεύδει, διατείνεται πως η Μάϊκα πέθανε από ανακοπή, 4 ώρες πριν την βρει ο Άλεξ. Πρέπει, όμως να γίνει νεκροψία για να εξακριβωθούν τα ακριβή αίτια του θανάτου της. Έτσι η σορός της νεκρής μεταφέρεται στο τοπικό νεκροτομείο. Κατά την διάρκεια της νύχτας, όμως, έντρομος ο νυχτοφύλακας του Νεκροτομείου το σκάζει απ’ αυτό, και αφού παρασύρεται από διερχόμενο αυτοκίνητο, καταλήγει σε κώμα στο νοσοκομείο. Οι αστυνομικοί που φτάνουν στο Νεκροτομείο, με επί κεφαλής τον προβληματικό Επιθεωρητή Χάϊμε (Χοζέ Κορονάντο), βρίσουν ανοικτό και άδειο το ντουλάπι όπου κρατείτο η σορός της Μάϊκα, και το πτώμα εξαφανισμένο. Ειδοποιούν κατεπειγόντως τον σύζυγο για το συμβάν, ο οποίος έχει ήδη αρχίσει μυστικά τους πανηγυρισμούς του με την ερωμένη του, και σοκαρισμένος ο Άλεξ και υπό καταρρακτώδη βροχή φτάνει κι αυτός στο Νεκροτομείο, όπου ο Επιθεωρητής σιγά-σιγά αρχίζει να πείθεται πως ο Άλεξ έκλεψε το πτώμα, για να μη γίνει η νεκροψία που θα τον ενοχοποιούσε πως αυτός δηλητηρίασε την γυναίκα του. Από δω και μετά αρχίζει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού, όχι μόνο μεταξύ του Επιθεωρητή, του «φαντάσματος» της Μάϊκα και του Άλεξ, αλλά και της ταινίας με τους θεατές της. Ποιος έκλεψε το πτώμα και γιατί; Μήπως η Μάϊκα είναι ακόμα ζωντανή και όλο αυτό είναι μια ακόμη κακόγουστη φάρσα της; Τι ήταν αυτό που είδε ο Νυχτοφύλακας και τράπηκε σε έντρομη φυγή; Μήπως η Μάϊκα είχε προσλάβει ιδιωτικό ντεντέκτιβ και ήδη ήξερε για την απιστία του άντρα της; Και, τώρα τον εκδικείται; Και πώς ο Ιατροδικαστής ήταν σίγουρος για τον θάνατό της; Μήπως ήταν κι αυτός στο κόλπο; Η Μάϊκα έχει, λοιπόν, βρικολακιάσει και παρακολουθεί τον Άλεξ σε κάθε του κίνηση; Είναι ποτέ δυνατόν; Και ποιός ήταν αυτός ο μυστηριώδης, ώριμος, και σικάτος άντρας που τους παρακολουθούσε να τρώνε πριν λίγο καιρό, στο εστιατόριο πολυτελείας, και που η Μάϊκα φαινόταν να τον ξέρει καλά; Τι τραύμα του παρελθόντος βασανίζει τον επιθεωρητή και τον καθιστά τόσο ευέξαπτο και σκληρό; Καθώς ο Άλεξ καταρρέει, και καθώς φτάνουμε προς το ξημέρωμα, γίνεται όλο και πιο σαφές στους πάντες, πως η Κάρλα κινδυνεύει άμεσα. Και φτάνουμε στο ανατρεπτικό τέλος, που με μαεστρία ο έμπειρος σεναριογράφος Πάουλο μας προετοίμαζε σε όλη την ταινία, αφήνοντας να δούμε ελάχιστα πράγματα σχετικά, σαν μέσα από την κλειδαρότρυπα. Η εκδίκηση είναι πάντα καλύτερη όταν είναι ένα κρύο πιάτο. Στο μεταξύ αποδεικνύει περίτρανα την Χιτσκοκική διαφορά ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Άλλωστε η αγάπη του για τον Μαιτρ Χίτσκοκ φαίνεται και από την σκηνή που ο Άλεξ ανεβαίνει τις σκάλες, πηγαίνοντας στη σύζυγό του το ποτήρι με το κρασί, αντίγραφο της αντίστοιχης σκηνής με το γάλα, του Κάρι Γκραντ, από τις Χιτσκοκικές «Υποψίες» (1941).

Ο 40άρης Όριολ Πάουλο έγινε ευρύτερα γνωστός για το σενάριο της άλλης θριλερωειδούς διεθνούς επιτυχίας του Ισπανικού Κινηματογράφου «Τα μάτια της Τζούλια» (2010) του Γκιγιέμ Μοράλες, με την εξαιρετική Μπελέν Ρουέντα σε διπλό ρόλο αντίζηλων αδελφών, που λόγω τυφλότητας δεν μπορούν να δουν την αλήθεια. Εκεί ο δολοφόνος ήταν ο «κανένας». Εδώ, στην 1η του σκηνοθετική απόπειρα ταινίας μεγάλου μήκους, ο κλέφτης του πτώματος είναι ο «κανένας». Ή μήπως «όλοι» ;! Μια αστική κοινωνία γεννάει ασταμάτητα εγκληματίες και παρανόμους, που μετά με επιμέλεια κρύβουν τα αντικείμενα του εγκλήματος τους, δηλαδή τα «πτώματα» των ανομιών τους, και φορούν τα προσωπεία του καθωσπρεπισμού. Αμ πώς νομίζετε έγιναν οι τεράστιες περιουσίες των διαφόρων; Απ’ αυτήν την άποψη ο Πάουλο συναντάει την πάγια προβληματική του Μεγάλου Κλωντ Σαμπρόλ. Και όχι μόνο. Φορτώνοντας τους χαρακτήρες του ενοχικά και τυφλωμένους από την «Απατηλή λάμψη της Ματαιοδοξίας» τους οδηγεί στο χαμό τους, θυμίζοντας με το ανορθόδοξο και πεσιμιστικό του τέλος κάτι από «Το Τέλειο Κτύπημα» (2013) του Τζιουζέπε Τορνατόρε. Μόνο που η ταινία του προηγήθηκε σαφώς, αφού παρουσιάστηκε το 2012. Τώρα γιατί βγήκε στις δικές μας αίθουσες 4 χρόνια μετά;! Άγνωστο. Πληροφοριακά η νέα του ταινία λέγεται Contratiempo κι ελπίζω να την δούμε κι εμείς το 2017, όπως και υπόλοιπος κόσμος. Γιατί αν περιμένουμε ως το 2021, που θάχει γίνει και το μετρό (αυτό ήταν χαριτωμένο ανέκδοτο), ποιος ζει και ποιος πέθανε ως τότε!

 

Γράφει ο
Αχιλλέας Ψαλτόπουλος
Σκηνοθέτης, Ηθοποιός, Κριτικός