Το σώμα του Τιρθανκάρα / Οι συναντήσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία, Χρήστος Χρυσόπουλος *κριτική

Written by

Απόηχος ενός ταξιδιού σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Σκέψεις  που προκύπτουν από τη συνάντηση  με την πολυχρωμία ενός άλλου τόπου όταν ο ξένος γίνεται για λίγο  παρατηρητής  και μέρος στη ροή του χρόνου που κυλά στις ζωές των ανθρώπων. Άφιξη και αναχώρηση σε μια μελαγχολική διαπίστωση του κενού στίγματος και της απουσίας για όσα αφήνει πίσω ο ταξιδιώτης. Ταξίδι  αναχώρησης και επιστροφής στο διφορούμενο σχήμα . Ανάμνηση  ταξιδιού που διασώζει εν μέρει η γραφή, ενέργεια που εγγράφεται  ως  συνάντηση βλέμματος πάνω στον κόσμο.

«Να λοιπόν, που συγκυριακά αποκαλύπτεις μια μεταφορά. Το ταξίδι είναι ένας διαρκής παρατονισμός.Υπό μια έννοια αυτό που συναντάς είναι ήδη, στην πρώτη επαφή μαζί του, μια μετατροπία του πραγματικού. Αυτό που βρίσκεις το κουβαλάς μαζί σου, εσύ το φέρνεις στον ξένο τόπο. Ο ταξιδιώτης σηκώνει, εκτός από τον σάκο του στην πλάτη, κι ένα φορτίο ιδεών».

«Κι έτσι, το πρώτο πράγμα που είδα στο Βαρανάσι δεν ήταν το ποτάμι, αλλά οι φωτιές. Πάγωσα.

…Ήταν σαν να ξύπνησα σε άλλο τόπο… Αυτός είναι ο ιερότερος τόπος της Ινδίας. Το ύστατο γήινο σημείο.. Οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να σβήσουν οριστικά κάθε ίχνος της παρουσίας τους στον κόσμο. Αισθάνεσαι κάτι κυριολεκτικά απόκοσμο. Μια πρωτόγονη εξίσωση του παροδικού και του αιώνιου».

«…Όλα μοιάζουν να συμβαίνουν στον δημόσιο χώρο και να συμπλέκονται σε ένα πολύμορφο συνοθύλευμα χωρίς διακριτά όρια…όλα συνιστούν μια ταυτόχρονη επίθεση στις αισθήσεις, ανήκουστη στον δυτικό κόσμο».

Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου αναστοχάζεται  το ταξίδι του στην Ινδία,  καταφεύγοντας στις λέξεις για να περιγραφεί η ανάμνηση αυτού του μη τουριστικού ταξιδιού. Η αφήγηση όχι γραμμική, ακολουθεί τη διαδρομή ιερών τόπων, συνηθειών,  καθημερινότητας,  στις συναντήσεις, στους διαλόγους, στην παρατήρηση. Εξασκημένο βλέμμα στην παρατήρηση  εκ των ένδον  και στο βαθμό του δυνατού, συνηθειών μιας κουλτούρας  αρχαίας που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Παράλληλα  μια καταγραφή,  με το βλέμμα του Δυτικού και του ξένου,  της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων στο τοπίο των αντιθέσεων, των συναντήσεων, της ανάμνησης.  Ανάμνηση που θολώνει ο χρόνος φιλτράροντας-  δια της γραφής- το βιωματικό στίγμα.

«Και  σιγά –σιγά κατανοείς ότι το ταξίδι δεν είναι οι τόποι, αλλά τα πρόσωπα. Δεν είναι οι εικόνες, αλλά τα γεγονότα. Είναι οι άνθρωποι».

«-Πώς τη λένε; -Τάμι. –Σημαίνει κάτι;- Όμορφη σαν τη νύχτα.-Πολύ ωραίο όνομα. Και το δικό σου σημαίνει κάτι;- Αμίτ σημαίνει αυτός που δεν έχει τέλος».

Προσωπική ταξιδιωτική μυθολογία που κερδίζεται στην τόλμη ενσωμάτωσης στο καθημερινό γεγονός  της ζωής και στο συμβολικό θρησκευτικό των τελετουργιών. Ο θάνατος, οι νεκρικές πυρές, ο ιερός Γάγγης, ένα κορίτσι που διαβάζει, η αέναη κίνηση, οι μυρωδιές, οι λασπωμένοι δρόμοι, ο θόρυβος, τα τρένα, τα πρόσωπα, η εργασία, το φαγητό, τα μνημεία, οι πόλεις, αποτελούν  το πεδίο ενός εσωτερικού διαλόγου που διαμορφώνει την οπτική θεώρησης των πραγμάτων. Παράλληλα αναφορές στα ιερά βιβλία, στα έπη, στο σύμπλεγμα θρησκειών και θεοτήτων, στα αγάλματα, στα ονόματα και σε  συγγραφείς που έγραψαν για αυτή τη χώρα (Μοράβια, Παζολίνι), ερωτήματα διαλόγων  σε ενδιάμεση γλώσσα επικοινωνίας, αναδύονται από το βιωματικό υλικό  σαν έκπληξη σκέψεων. Βροχές και μουσική, θόρυβος των δρόμων και εσωτερική αποστασιοποίηση τη στιγμή της κίνησης, το πλήθος και το πρόσωπο που παρατηρεί, η αναζήτηση νοήματος στις μικρές ιστορίες που προκύπτουν από τις συναντήσεις, καταγράφονται με  τρόπο που εστιάζει στη λεπτομέρεια. Λογοτεχνικά, μια γραφή χωρίς πολλά στολίδια με κάποια δυσκολία αφήγησης αλλά με ενδιαφέρουσες σκέψεις για το ταξίδι, τον ξένο, την ανάμνηση, το διαφορετικό μιας κουλτούρας. Γραφή εσωτερικών συγκριτικών  σκέψεων με αφορμή το ταξίδι.

«Η Ινδία μου είχε προσφέρει εκ νέου δύο πολύτιμα δώρα: τη χαρά της αφήγησης και τη συνείδηση του σώματος. Την αφήγηση και το σώμα. Τα δύο θεμελιώδη συστατικά της γραφής».

«…Στάθηκα τότε στο κέντρο και ξεχώρισα για μια ακόμη φορά τη γυμνή μορφή του Τιρθανκάρα…Το ιδανικό σώμα του Τιρθανκάρα στέκεται στον αντίποδα της αρχαιοελληνικής ρώμης. Είναι ένα σώμα σμιλεμένο από τον νου. Μοιάζει εύθραυστο, όχι ρωμαλέο. Είναι το μόνο ιδανικό που πήρα μαζί μου από την Ινδία».

«Η Σαρασβάτι προστατεύει τις τέχνες και τη γνώση. Ταξιδεύει στα ποτάμια καθισμένη πάνω σε έναν τεράστιο λευκό κύκνο και το μυαλό της ονειροπολεί, καθώς παίζει μια αργή μελωδία στο λαούτο που φέρει το όνομά της:Σαρασβάτι Βίινα. Δεν είναι δυναμικός ο χαρακτήρας της. Δεν είναι εξωστρεφής. Δεν της αρέσει να γοητεύει, όπως η Μαχαντέβι. Το σώμα της κρύβεται μέσα στο σάρι. Το πρόσωπό της φανερώνει μια ελαφρά διανοητική υποχονδρία. Είναι μια γυναίκα που ζει περισσότερο με τον νου. Η Σαρασβάτι είναι περισσότερο στοχαστική και, ίσως, λίγο μελαγχολική».

«Δεν μπορώ να σας περιγράψω την Ινδία. Θα πρέπει να πάτε εκεί και να γνωρίσετε το αίνιγμα οι ίδιοι. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως η Ινδία ήταν η Ινδία».

«Να λοιπόν, τι μου πρόσφερε η Ινδία. Την ξανακερδισμένη εμπιστοσύνη στο σώμα».

Χρήστος Χρυσόπουλος
Το σώμα του Τιρθανκάρα
Οι συναντήσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία
Μυθιστόρημα
Νεφέλη