Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα *κριτική

Written by

Ανδαλουσία,  θάνατος και πένθος, ηθική,  θρησκευτική τελετουργία,  ταξικότητα και εθιμική στερεοτυπία, μητριαρχική αυστηρότητα.

Χορικός αντίλαλος σκληρότητας μιας κλειστής κοινωνίας στον σεξουαλικό πόθο που ξεγράφει ο θάνατος  και η παρθενική τιμή στα λόγια του κόσμου, στην καρδιά μιας μητέρας, στον ατέρμονα κύκλο του πένθους…

«…Εγώ θέλω την υπόληψη του κόσμου…»

«…Έχει ένα σκοτάδι έξω…»

«…Εκείνο που είναι να γίνει θα γίνει…»

«…Το κεφάλι μου και τα χέρια μου είναι γεμάτα μάτια…»

«Εγώ κλείνω τα μάτια για να μη βλέπω τ’ αστέρια…»

Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα…Ο Ανδαλουσιανός κύκλος στα λόγια ενός ποιητή που αφουγκράστηκε τη ζωή των γυναικών και την κοινωνική τους θέση σε μια ανδροκρατούμενη κλειστή κοινωνία στο επίκεντρο της ηθικής και της σεξουαλικότητας.  Κριτική ματιά εθιμικών κωδίκων που στερούν τη χαρά από τη γυναικεία καρδιά, αποτροπιασμός του θανάτου  στον οποίο οδηγούν τα ζητήματα τιμής, μελαγχολική παρατήρηση της σκληρότητας των γυναικών πάνω στις γυναίκες  για  θέματα ηθικής, καταγραφή του πόθου του απόντος αρσενικού, του χτύπου της αγάπης  στον μοιραίο ζωογόνο κύκλο του αίματος και των προκαταλήψεων.

Γυναίκες και άνδρες στο θανατηφόρο κεντρί  του έρωτα και των αντιλήψεων μιας στείρας θρησκευτικότητας, ενός πολιτικού ολοκληρωτισμού,  μιας εποχής που δηλητηριάζει το νεανικό πάθος για ελευθερία και ζωή,  μιας εποχής που θα γεννήσει το φασισμό και θα οδηγήσει στη δολοφονία του ποιητή (1936).

Το σπίτι της Μπερνάρντα  Άλμπα στο θέατρο του Άλλοτε. Στη συμβολοποιημένη μορφή μιας μητέρας δυνάστη προς τις πέντε κόρες της, στο κλειστό σπίτι λόγω του πένθους και  στον εγκλεισμό των κοριτσιών στον αυστηρό εθιμοτυπικό χρονικό προσδιορισμό, στο άγρυπνο βλέμμα του κόσμου, στις φωνές μιας τρελλής γέρικης καρδιάς, στον επικείμενο γάμο και τη χρηματική συναλλαγή, στο όνειρο της φυγής,  στου έρωτα την υπόσχεση, στο αναπότρεπτο του θανάτου. Όλα αυτά στη σκηνοθετική σκέψη της κ. Βαρβάρας Δουμανίδου ακούμπησαν στα πρόσωπα του δράματος και στον θεατρικό χώρο του Μπενσουσάν Χαν, σε μια παράσταση που εντάσσει και τους θεατές στη θεατρική αμεσότητα με τρόπο απτά βιωματικό. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε  ένα τελετουργικό όπου το όριο σκηνής- θεατή σχεδόν καταργείται και τα πρόσωπα ακουμπούν τα λόγια τους στον αέρα του δωματίου και στην ενέργεια των θεατών  στη  μαγική  πραγματικότητα του θεάτρου, μια περιπλάνηση συμμετοχής ρευστών σχημάτων.

Το κείμενο του τέλους  ανατρεπτικό, δυναμικά αισιόδοξο, υπογράμμισε την πολιτική χροιά της κάθε υποταγής, του εξουσιαστικού που κρύβεται μέσα μας, ως τον υπαινιγμό του θανάτου του ίδιου του ποιητή, με τη δύναμη του εξομολογητικού μανιφέστου. Η παράσταση αν και δεν είχε πολύ σφιχτοδεμένο ρυθμό, έδωσε την αίσθηση του εγκλεισμού και της έντασης. Η αθώα ευγένεια της ευαίσθητης  Αμέλια, η έκρηξη  και το ζηλότυπο δήγμα της Μαρτύριο, το πάθος και η τόλμη της Αντέλα, το συγκαταβατικό της Μαγκνταλένα, η υπεροχή της Αγκούστιας εκφράστηκαν με μεγάλη δύναμη και ειλικρίνεια σε συζητήσεις που υπέδειξαν τον προβληματισμό του κοινωνικού ρόλου των γυναικών ως τη μητρότητα,  το γάμο και τον τρόμο του θανάτου. Η Πόνθια εξέφρασε με τρόπο θυμοσοφικό το διττό της εμπειρικής παρατήρησης της λαϊκής καταγωγής και της στερεότυπης αντίληψης που καταδικάζει κι ενθαρρύνει ανάλογα με τις περιστάσεις. Η ερμηνεία της είχε δυνατή θεατρική έκφραση και σε συνδυασμό με το προσωπείο της υπηρέτριας κατέγραψαν το λαϊκό στοιχείο της εύστροφης σκέψης στην αντιπαράθεση με την αρχοντική  καταγωγή της Μπερνάρντα. Οι φωνές της Χοσέφα ενίσχυσαν το ψευδαισθητικό παιχνίδι του μέσα-έξω, που απασχολεί ως απόηχος ζωής, τρέλλας και έρωτα . Αυτή  την αίσθηση αποστροφικής σκληρότητας, χλευασμού και ύβρεως,  ολοκλήρωσε η σπαραχτική ικεσία της κόρης της Λιμπράδα που αποδόθηκε με συγκινητική ένταση.

Το προσωπείο της Μπερνάρντα  Άλμπα, είχε κατά τη γνώμη μας, μιαν έκφραση δύσκαμπτη, επιφανειακή και αδούλευτη. Απουσίαζε η μελέτη του ουσιώδους του ρόλου και η καλλιτεχνική αποτύπωσή του σε συμπεριφορική αναγωγή. Ο ρόλος της δεν είχε πλαστικότητα, εμβάθυνση και αίσθηση θεατρικότητας  της κοινωνικής ιεραρχίας στην εκάστοτε αναμέτρηση. Απουσίαζε η υπέρβαση της βιωματικής αποτύπωσης. Τα κοστούμια της παράστασης,  αναμενόμενης εγγραφής  στο πνεύμα του έργου και  στον αντιθετικό συμβολισμό,  ενίσχυσαν το αίσθημα εγκλεισμού και της σκληρότητας ως την αθωότητα του παρθενικού  λευκού ρούχου. Η μουσική  ακολούθησε χωρίς ένταση και κάπως υποτονικά τις αντιδράσεις των τριών πράξεων του δράματος και τις δυνατές σκέψεις των διαλόγων και όσων άφηναν να  υπονοηθούν.

Θέατρο του Άλλοτε, μία θεατρική ομάδα με άποψη, καλλιτεχνική αισθητική, βιωματική συμμετοχική αίσθηση που εντάσσει και το θεατή στη θεατρική διαδικασία.

Το σπίτι της Μπερνάρντα  Άλμπα, ένα σπίτι χωρίς ψυχή στο οποίο εισέρχεται ο θεατής στη δυναμική της τέχνης  του θεάτρου, όπου σχεδόν ακούει το χτύπο της καρδιάς της νεανικής ψυχής και αφουγκράζεται προκαταλήψεις που επιβιώνουν ως σήμερα. Μία παράσταση εγκλεισμού και αναμέτρησης δυνάμεων ως το θάνατο. Μία παράσταση που αρχίζει και τελειώνει στο δημόσιο χώρο με την ενδιάμεση δοκιμασία του κλειστού αρχοντικού που θα ρημάξει ο χρόνος και η ύβρις της επιδοκιμασίας του θανάτου έναντι της χαράς, της  ζωής και του έρωτα.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Το σπίτι της Μπερνάρντα  Άλμπα
Θέατρο του Άλλοτε
 
Συντελεστές:
 Σκηνοθεσία: Δουμανίδου Βαρβάρα
Κείμενο τέλους: Μαρία Ράπτη
Μουσική: Δημήτρης ΧαριζάνηςΦωτογραφία: Δημήτρης Συμεωνίδης
Κοστούμια: Κατερίνα ΑμπρικίδουΠαίζουν: 
Μπερνάρντα ‘Αλμπα: ‘Ολγα Καλαμάρα
Πόνθια: Ευρώπη Αργυροπούλου
Αγκούστιας: Μαρία Ράπτη
Μαρτύριο: Τζώρτζια Βογιατζόγλου
Μαγκνταλένα: Μαρία Σεμερτζίδου
Αμέλια: Ιωάννα Λιούτσια
Αντέλα: Σίσσυ Ιγνατίδου
Υπηρέτρια: Θεοδώρα Παππά
Κόρη της Λιμπράδα: Βαρβάρα Δουμανίδου
Φωνή Μαρίας – Χοσέφα: Ντίνα Τσολάκη
 
γράφει η ΄Αγγελα Μάντζιου