Το ταξίδι στην Ελλάδα (Δημ. Νόλλας) *κριτική

Written by

Ένα ταξίδι επιστροφής και αναχώρησης, ένας μετατοπισμός  νοσταλγίας που εγγράφεται σε εσωτερικούς χάρτες, κριτική ρεαλιστικής αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού  στο παράδειγμα ενός προσώπου,  στο τοπίο μιας πόλης, μιας ομάδας ανθρώπων, μιας χώρας.

Ιστορία ως λοξό βλέμμα πάνω στις ζωές των ανθρώπων και στις δύο πλευρές των ιδεολογικών σχημάτων, μια ιδιότυπη ανάγνωση των συντελεσμένων και των συνεχιζόμενων δεινών των ανθρώπων μιας γενιάς,  που συνδέεται με το παρελθόν του εμφυλιακού σκηνικού, σε ένα παρόν ετερόκλητων και αντιφατικών στοιχείωνσε προβολή μέλλοντος.

«…όλοι τους τον ίδιο μύθο, την ίδια καθημερινή  κοινότοπη ιστορία επαναλάμβαναν, στην καρδιά της οποίας όμως, ας το αναγνωρίσουμε, σιγοκαίει καμιά φορά και θερμαίνεται ένας λόγος ηθικός, μαζί και αισθητικός, ένα μάθημα, για όσους έχουν ασκηθεί στην προσεκτική ακρόαση των λόγων και την απόλαυσή τους».

Ο Αρίστος,  είναι ένας Έλληνας ο οποίος  ζει σπουδάζοντας με ένα μποέμικο στυλ- ξοδεύοντας το οικογενειακό επίδομα με το πρόσχημα των σπουδών- στο Μόναχο και παράλληλα εργάζεται στη λαχαναγορά ως βοηθός του Καραμάνογλου. Έχει φύγει από τη  Θεσσαλονίκη το 1960 και τώρα ο Καραμάνογλου του αναθέτει μία αποστολή: να συνοδέψει πίσω στην πόλη της Θεσσαλονίκης,  μία γυναίκα -τη Χρυσάνθη- που έζησε στη Γερμανία ως εργάτρια από την εποχή του πολέμου και τώρα μάλλον έχει χάσει τα λογικά της. Αυτό το ταξίδι,  με πληρωμένα τα έξοδα  μιας επιστροφής για δύο διαφορετικούς ανθρώπους, καταγράφει το βιβλίο αυτό. Ταξίδι ευκαιρίας για τον ήρωα Αρίστο να επιστρέψει, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, στην πόλη του για να παραδώσει τη γυναίκα στους οικείους της και παράλληλα ταξίδι περιέργειας για το ποιόν αυτής της γυναίκας που ξεκίνησε από την Πτολεμαΐδα το 1943 για να εργαστεί σε εργοστάσιο στη Γερμανία, «…την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος».

Το ταξίδι με το Acropolis Express σε ένα κουπέ δεύτερης θέσης,  αρχίζει ως περιγραφή,  λίγο πριν την άφιξη στον τερματικό σταθμό της Θεσσαλονίκης προς το μεσημέρι, από τη νύχτα στο Βελιγράδι και το ξημέρωμα στα Σκόπια. Ταξίδι εικοσιτεσσάρων ωρών με ηλεκτροκίνητο τρένο και στη συνέχεια με ατμομηχανή που όταν ολοκληρώνεται, ο Αρίστος διαπιστώνει πως η γυναίκα που συνόδευε έχει εξαφανιστεί. Η προσπάθειά του να την εντοπίσει, για να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του αφεντικού του, θα τον οδηγήσει  στη γνωριμία με την αδελφή της Βασιλική,  σε μια περιπλάνηση στο νυχτερινό τοπίο της πόλης και στο επαρχιακό ευρύτερο τοπίο της υπαίθρου, όπου θα συναντήσει πρόσωπα του παρελθόντος  της Χρυσάνθης όσο και παράλληλα γρίφους της δικής του οικογενειακής και ατομικής  ιστορίας.

Όταν αποφασίζει να επιστρέψει πίσω,  ύστερα από τις πικρές διαπιστώσεις για τον τόπο, την πολιτική και το ετερόκλητο πλήθος των προσώπων που ανήκουν σε μια αντιφατική και  διαφορετική πραγματικότητααπό αυτήν που είχε φανταστεί, διαπιστώνει ότι μέσα του είναι γραμμένη η ύλη της ιδιότυπης νοσταλγίας που τον οδηγεί στη φυγή και τον κρατάει δεμένο με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον  του τόπου και των προσώπων στους οικογενειακούς  και άλλους  δεσμούς.

«Δεν χρειάζεται  να γυρίσεις τον κόσμον όλο για να καταλάβεις πως παράτησες πίσω σου της ομορφιάς την ψίχα. Αλλά, όπως καθετί  που αγαπάς, για να γίνει δικό σου, πρέπει να του δοθείς ολόκληρος κι ολόψυχα».

«…γι’  αυτό αν η έκβαση δεν ποτιστεί με αίμα, αθώων αίμα και ενόχων αδιακρίτως, τότε νίκη δεν θεμελιώνεται και κοιτάζοντάς τον περιπαικτικά συμπλήρωσε, Αυτό, ακόμα κι ένας δάσκαλος θα μπορούσε να το καταλάβει».

Το ταξίδι στην Ελλάδα, έχει συναντήσεις με πολλά πρόσωπα που κινούνται και στο φως και στο σκοτάδι. Χειρίζονται την ύλη του παρελθόντος με ατίθαση ανεμελιά,  αντιφατικά  τόσο στο ηρωϊκό όσο  και στο καταχθόνιο πλέγμα, συμμετέχοντας στα γεγονότα σε πολλές εκδοχές ερμηνείας, σε μια καταγραφή  πολιτικής βάσης που αναφέρεται στις ιδέες που ενώνουν και χωρίζουν τα πρόσωπα, στα λόγια, στο χρήμα, στο αλληλέγγυο -αν και – ετεροκατευθυνόμενο αισθητήριο της πραγματικότητας. Ζωή ως ηρωϊκή ανάμνηση  και ωμή  πραγματικότητα, πολιτική και οικονομία, ξενιτιά  και λέξεις, πρόσωπα και θεωρίες.Στο αστικό τοπίο και στην ζωή της υπαίθρου, ιστορία μιας χώρας.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση που αλλάζει- με μια αίσθηση αταξίας- κατευθύνσεις, δεκατέσσερα κεφάλαια με παρεμβολές ιστοριών σε μικροκλίμακα, γλώσσα που αποφεύγει τα λογοτεχνικά στοιχεία, κρατώντας τα σε υπόδειξη, γραφή  με έντονη τη χροιά της προφορικότητας, αναφορική παρατηρητικότητα,  επεξηγήσεις τεκμηρίωσης, μια επιβράδυνση της- χωρίς πλοκή- αφήγησης,  που σταδιακά αποκτά ρυθμό, καταγραφή, δια του παραδείγματος, των μεταβολών στις ζωές των ανθρώπων και στο αστικό-κυρίως- τοπίο,αντιφατικότητα στις συμπεριφορές, προβολή μιας πραγματικότητας όπου το κακό και το καλό αντιπαλεύει το ένα το άλλο, καταγράφοντας σχεδόν την ίδια-έωλη- ιστορία ήττας και νίκης στο ίδιο σώμα, φόρος τιμής και  λογοτεχνικές αναφορές, κριτική και υποδόρια  ειρωνεία για ό,τι ήταν η πραγματικότητα του 1963, από το παρελθόν του εμφυλίου στο μέλλον, ως πρόβλεψη του αφηγητή- συγγραφέα.

«Καλά, δεν έχεις ακόμη καταλάβει, πως αλήθεια δεν είναι μόνο αυτό που έγινε, αλλά κι αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει;…»

«Είμαστε καταδικασμένοι να διατυπώνουμε πάντα τη δικιά μας εκδοχή των γεγονότων, τη δικιά μας προσωπική εκδοχή».

«’Οσο καλύτερος και να  ‘ναι ο αυριανός τρόπος απ’ τον χτεσινό, η συνθήκη των προβάτων και του ποιμένα στην ουσία της δεν αλλάζει. Κατάδικοι στη γαλέρα της ζωής, οι άνθρωποι υπνοβατούν χωρίς σταματημό, λάμνοντας αενάως και ξεσπώντας πότε πότε σαν αστραπές και πεφταστέρια, που φωτίζουν το νυχτερινό ουρανό».

«Αλλά ποιος αλήθεια μπορεί να νοιάζεται, μετά είκοσι έτη, για ό,τι είχε συμβεί εκείνη την εποχή, αν δεν ήταν πεπεισμένος πως κάθε ανθρώπινη εκδήλωση, καθώς μας πλησιάζει από πολύ παλιά, δεν έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη απόσταση, πριν φτάσει σήμερα ως εδώ, μπροστά μας, και άρα τα μελλούμενα εκείνης της μακρινής στιγμής ήταν πάντα εδώ εγκατεστημένα, ακριβώς όπως ήταν κι εκεί,  τότε;  Σφιχτοδεμένα μεταξύ τους τα ανθρώπινα σέρνουν ξοπίσω τους όσα μέλλει ν’  ακολουθήσουν, πάντα καταμεσής όλων όσα ήταν, και είναι ήδη, σε εξέλιξη».

«… τα χρήματα, τα ονόματα, οι λέξεις και τα λόγια».

«…Πόσα ονόματα αρκούν, μονάχα για ένα Μόναχο…Εκείνα τα ονόματα που αντιπροσώπευαν ό,τι πιο νεκρό βρισκότανε θαμμένο στο χτες και που μόνο σαν φαντάσματα θα μπορούσε στο μέλλον να διασταυρωθεί μαζί τους και που δεν σήμαιναν πλέον τίποτα γι αυτόν, γι’  αυτό και τα  ‘χε ξεφορτωθεί…ανταλλάσσοντάς τα με την απομάκρυνσή του απ’ αυτό το πεδίο των ψυχικών συγκρούσεων…»

«…- λες και θα μπορούσε να υπάρχει ταυτοχρόνως σαν νικητής και σαν νικημένος -…»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μυθιστόρημα

ΙΚΑΡΟΣ

(Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2014)