“Το Θηρίο”- στο Μ.Μ.Σ.Τ. * β κριτική

Written by

Σ’ έναν ιδιαίτερο χώρο, όπως είναι αυτός του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, παρουσιάστηκε η εικαστική παράσταση (εικαστική σύμφωνα με το δελτίο τύπου, γιατί πέρα από το μέτριο video mapping, τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να προσδώσει τον όρο “εικαστικός” στην παράσταση.) Δυστυχώς, αν και ο χώρος των εκθεμάτων είναι πολύ ενδιαφέρων, η παράσταση έπρεπε να γίνει στο αμφιθέατρο, έναν χώρο με μέτρια ως μηδενική θεατρικότητα και προβλήματα θέασης.

Το κείμενο του Νίκου Ορτετζάτου είχε μερικά πολύ ενδιαφέροντα σημεία και μερικά χαριτωμένα παιχνίδια λέξεων. Ωστόσο, θεωρώ πως αδικήθηκε γιατί δεν είναι θεατρικό κείμενο. Νομίζω πως αν κάποιος το διάβαζε ως αφήγημα θα είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον και θα επικοινωνούσε με τον αναγνώστη, ενώ τώρα η απόσταση σκηνής- θεατή ήταν τεράστια. Ο θεατής αισθανόταν πως αυτό που παρακολοθούσε τις περισσότερες φορές δεν τον ενδιέφερε. Και δεν τον ενδιέφερε γιατί δεν μπορούσε να μεταδοθεί το κείμενο. Όσες φορές το κείμενο έγινε κατανοητό και πέρασε στο κοινό, τότε αισθανόσουν πως όλοι προσέχουν. Ήταν όμως λίγες αυτές οι στιγμές. Επιπλέον θα ήθελα να παρατηρήσω πως  μια αδυναμία που εντόπισα στο έργο ήταν οι πολύ ασυνήθιστες λέξεις που χρησιμοποιούσε ο ήρωας. Λέξεις κενές νοήματος που εκσφενδονίζονταν από το στόμα του ηθοποιού χωρίς να αφήσουν μία παύση προς κατανόηση της φράσης. Καλό θα ήταν να αναλογιστούμε ότι όλοι οι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς δεν έχουν ούτε μισή παράξενη λέξη στα έργα τους. Και όπως είπε κι ο Σεφέρης: “Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη”.

Η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Παπαδόπουλου είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Παπαδόπουλος είναι σκηνοθέτης-φωτογράφος. Με τη βοήθεια του video mapping φτιάχνει ωραίες εικόνες, ωραίες φωτογραφίες για portfolio, αλλά μέχρι εκεί. Κάτι του λείπει. Κάτι λείπει κι από τον Νίκο Ορτετζάτο που εκτός από συγγραφέας είναι και ηθοποιός της παράστασης. Υπάρχουν υπέροχα, καταπληκτικά σημεία που το “βρίσκει”, αλλά υπάρχουν και σημεία που δεν πιστεύεις αυτό που βλέπεις. Εξαιρετική η μουσική του Γιάννη Μόμτσιου. Αδιάφορος ο σκηνικός χωρος που επιμελήθηκε η Μαρίνα Γκούμλα καθώς και το εικονικό περιβάλλον που σχεδίασε ο Στάθης Μόμτσιος. Βοηθός σκηνοθέτη είναι η Αίγλη Κατσίκη.

Φεύγεις από την παράσταση και , παρότι αναγνωρίζεις την φιλότιμη προσπάθεια για δημιουργία και τις καλές προθέσεις, βλέπεις μπροστά σου ένα έκθεμα του μουσείου που αναγράφει: “Η τέχνη είναι κάτι παραπάνω από αυταρέσκεια;” και αρχίζεις να αναρωτιέσαι.