“Το ξύπνημα της άνοιξης”, το σώμα ως εμπόλεμη ζώνη, κριτική παράστασης

Written by

«Ένα κορίτσι
κρατά ένα ίσως ως ιδανικό
κι ένα πάντα με φόβο.
Κι ένα αγόρι
που θα ήθελε
όλες να ήταν εκείνη.»
Δημήτρης Γλυφός: Εφηβεία [1]

Η άνοιξη ένα από τα κύρια σύμβολα της μετάβασης. Σε αντιδιαστολή όμως με το φθινόπωρο -το οποίο αποτελεί επίσης ένα πέρασμα- δεν εμπεριέχει τη φθορά, αλλά την δύναμη της ζωτικής ορμής. Όχι μονάχα τη γέννηση, αλλά την ανα-γέννηση και την από-κάλυψη: το σώμα της γης ξυπνά, αναδημιουργείται μα κυρίως πεινάει και διψάει γι’ αυτήν τη νέα εκτίναξη ζωής. Η οποία όμως είναι ταυτόχρονα επίπονη, όπως εξάλλου και κάθε ξύπνημα. Καθώς προϋποθέτει σίγουρα έναν θάνατο. Ο οποίος είναι συνήθως η απόληξη της φθοράς και της ολοκλήρωσης. Όμως, η φωλιά του δράματος καταλήγει ασήκωτη, όταν ο θάνατος μετατρέπεται σε συνώνυμο της άνοιξης, ως το αποτέλεσμα πρόκλησης βίας.

Το εφηβικό σώμα

Η εφηβεία είναι αυτό ακριβώς το μεταίχμιο, αυτή η ενδιάμεση υπαρξιακή ζώνη απροσδιοριστίας. Το κατώφλι ανάμεσα στην ενηλικίωση και στην παιδικότητα. Ο Foucault δίνει τον όρο «ετεροχρονία»[2], αναφερόμενος σε μια παρένθεση στην κανονικότητα του χρόνου. Ούτε παιδί, ούτε ενήλικος, ταυτόχρονα και τα δύο μαζί, σε μια προσωρινή ταυτότητα: την ταυτότητα της αναζήτησης ταυτότητας. Η εφηβεία=άνοιξη είναι αυτό ακριβώς το άνοιγμα. Προς την ανακάλυψη–αποκάλυψη των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων, των ορίων και της παράλληλης υπέρβασής τους. Αυτή η οριοτοπία [3], ως χαρακτηριστικό της εφηβικής ηλικίας έχει αφετηρία, αλλά και προορισμό, το ίδιο το εφηβικό  σ ώ μ α. Το σώμα, ο αρχέγονος τόπος, το απόλυτο «εδώ—τώρα», το οποίο καθιστά όλους τους υπόλοιπους τόπους ένα «εκεί—πέρα» [4]. Η όποια μετάβαση απο-τυπώνεται στο σώμα, λειτουργώντας `ως ο τόπος εγγραφής των ιχνών. Φέρει τα ίχνη των ταυτοτήτων, των κοινωνικών ρόλων, των προσωπικών, αλλά και συλλογικών Ιστοριών. Ένα σώμα άγραφο, χωρίς ένα ελάχιστο κείμενο [5] θα ήταν μονάχα μια ισχυρή αφαίρεση, το σώμα είναι πάντοτε σεσημασμένο, πάντοτε εξαρτημένο από το πλαίσιό του, πάντοτε βρίσκεται στο επίκεντρο, λειτουργώντας ως το σημείο αναφοράς. Το εφηβικό σώμα, ως το σώμα—διασταύρωση, ως το σώμα—μεταμόρφωση, το σώμα—της—άνοιξης, το σώμα—έκρηξη, το σώμα—παλμός, το σώμα—ξύπνημα, το σώμα—ορμή, αλλά και οργή.

Το μετέωρο βήμα

Έτσι, στο έργο του Βέτεκιντ γινόμαστε μάρτυρες μιας διπλασιασμένης σύγκρουσης. Αφενός, της σύγκρουσης της εφηβείας -ως ένα καζάνι που βράζει- με τον κόσμο των ενηλίκων -ως εκπρόσωποι της καταπίεσης και της υποκρισίας-, αφετέρου οι έφηβοι σε σύγκρουση με τον εαυτό τους. Τον οποίο προσπαθούν να ανακαλύψουν, να ερμηνεύσουν, αλλά συμβαδίζοντας και ανήκοντας ταυτόχρονα σε ένα περιβάλλον καταστολής. Η κοινωνία αποκαλύπτεται ένα βίαιο χαλινάρι, το οποίο δεν επιφέρει μονάχα το φρένο, αλλά έναν βέβαιο -και κυρίως επίπονο- πνιγμό. Και τότε πραγματοποιείται η αναστροφή. Η άνοιξη συμπίπτει με τον θάνατο. Καθώς το σώμα συμβαδίζει πλέον με μια άλλη λέξη και έρχεται στο προσκήνιο το σώμα—μίασμα. Το σώμα ως πηγή της βρωμιάς. Η εφηβεία δεν είναι πλέον μετάβαση, αλλά μένει μετέωρη: βλέπουμε τέσσερις θανάτους εφήβων: μία αυτοκτονία, μία -στην ουσία- δολοφονία -μέσω της επιβολής έκτρωσης-, την επιβολή ενός μεταφορικού θανάτου -εγκλεισμός σε αναμορφωτήριο- και έναν ψυχικό θάνατο -μέσω της ψυχικής και σωματικής εκμετάλλευσης της Ίλζε-.

Οριοθετημένος κήπος

Στο κέντρο της σκηνής ένα τετράγωνος κήπος. Ο κήπος πράσινος και χλωρός -εφόσον βρίσκεται σε πλήρη άνοιξη-, όμως οριοθετημένος και άρα περιορισμένος σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο, όπως και οι ίδιοι έφηβοι. Σαν ένα δείγμα πράσινου, περιτριγυρισμένου και φυτεμένου στο κέντρο μιας άγονης επιφάνειας. Το ολόγυμνο σώμα των εφήβων είναι μεν γυμνό, αλλά όχι απογυμνωμένο από τις επιβεβλημένες κοινωνικές εγγραφές. Τίθεται στο επίκεντρο ενός διπλού βλέμματος -του βλέμματος του ενήλικα και του βλέμματος των θεατών. Το σώμα—αντικείμενο του βλέμματος του Άλλου, εγγράφεται αυτόματα με το «ελάχιστο κείμενο», δηλαδή «το ελάχιστο νοηματικό, συναισθηματικό, ιδεολογικό, μνημονικό, ηθικό, φαντασιακό ή άλλο φορτίο που ενεργοποιείται εξ ορισμού κατά την πράξη συμμετοχής και που συχνά παίρνει τη μορφή μιας “ιστορίας” προσωπικής ή συλλογικής» [6]. Η σκηνοθετική λοιπόν γραμμή του Δημήτρη Καραντζά καταφέρνει να αναδείξει τις αρετές του κειμένου, κυρίως την ανθεκτικότητά του στον χρόνο -τους λόγους που το καθιστούν σύγχρονο -καθώς ζούμε κάτω από μια  ε π ί φ α σ η  απελευθέρωσης-, οι οποίοι έγκεινται στην ύπαρξη αυτού του ελάχιστου κειμένου -που ανέλυσα προηγουμένως-, το οποίο καθιστά αυτόματα το σώμα μια κοινωνική κατασκευή και άρα εμποτισμένο με όλες τις νοηματικές προεκτάσεις, προκαταλήψεις—στερεότυπα και συμβολισμούς, που αυτό επιφέρει.

Ανεστραμμένος παράδεισος

Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή συνεισφέρει επιτυχώς στην δημιουργία της ατμόσφαιρας του έργου, καθώς σε συνδυασμό με τον φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου προκαλείται μια αντίθεση με τον κήπο, προσδίδοντάς του χροιά σκοτεινή και κάνοντάς τον να φαντάζει με μήτρα εκκόλαψης δυνητικών καταστροφών, με μια ανεστραμμένη Εδέμ.

Καλοκουρδισμένη παράσταση, σφιχτή σκηνοθεσία, πολύ καλές ερμηνείες και χημεία μεταξύ των ηθοποιών.

[1] Γλυφός Δημήτρης: Αντιχρονισμός, Σμίλη, Αθήνα [2017] 2019, σ. 28.
[2] Foucault M.: «Of other spaces», Diacritis, vol. 16, no 1, Spring 1976, σ. 22-27 και Πεφάνης Π. Γιώργος: Περιπέτειες της αναπαράστασης. Σκηνές της θεωρίας ΙΙ, Παπαζήσης, Αθήνα 2013, σ. 119-152.
[3] Derrida Jacques: L’ animal que donc je suis, Galilee, Paris 2006, σ. 51.
[4] Ricoeur Paul: Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη, Ίνδικτος, Αθήνα 2013, σ. 77.
[5] Πεφάνης Π. Γιώργος: Σκηνές της θεωρίας. Ανοιχτά πεδία στην θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπζήσης, Αθήνα 2008, σ.195-246.
[6] Ό.π., σ. σ. 219.

Συντελεστές της παράστασης:

Τοποθεσία: Θέατρο του Νέου Κόσμου

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Διασκευή: Γκελυ Καλαμπάκα, Δημητρης Καραντζάς 
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Παπαδόπουλος
Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα  

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Βαγγέλης Αμπατζής
Ασημίνα Αναστασοπούλου
Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή
Γιώργος Δικαίος
Αναστάσης Λαουλάκος
Μάνος Πετράκης
Νάνσυ Σιδέρη
Μαρία Σκουλά

Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 15 ετών. 

cityculture.gr/ γράφει η Ιφιγένεια Καφετζοπούλου