“Τώρα που Γυρίζει” – στο θέατρο Βεργίνα

Written by

Στο θέατρο Βεργίνα του Regency Casino, ενός χώρου που η αλήθεια είναι πως δεν τον βρίσκω και πολύ θεατρικό παρά μόνο για μιούζικαλ και παρόμοια θεάματα ίσως, παρακολουθήσαμε την παράσταση “Τώρα που Γυρίζει”, ένα έργο του γνωστού Αμερικανού Ντέϊβιντ Μάμετ σε σκηνοθεσία του Θεσσαλονικιού Γιάννη Μόσχου και με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Συσσοβίτη, την Ευτυχία Γιακουμή και τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη.

Αρχίζοντας από το έργο ως έργο, δεν μπορεί ποτέ κάποιος να ισχυριστεί ότι ένα έργο του Μάμετ είναι αδιάφορο. Ο Μάμετ είναι ιδιαίτερα αγαπητός και στην Ελλάδα λόγω της (αυτο)σαρκαστικότητάς του αλλά και της θεματικής των έργων του, όπως συμβαίνει σ’ αυτό το έργο του οποίου η περίληψη στο δελτίο τύπου δεν μπορεί παρά να σε πείσει να το παρακολουθήσεις: βιομηχανία του θεάματος, φιλία, γυναίκα, αντιπαλότητα μεταξύ δυο φίλων. Ο Μάμετ ξέρει τον τρόπο να το φέρει όλο αυτό στο κοινό του. Προσωπικά, αυτό που δεν μπορώ να αντέξω στα έργα του (είτε τα διαβάζω, είτε τα παρακολουθώ) είναι η αέναη επανάληψη ίδιων φράσεων, ίδιων λέξεων, ίδιων συνθηκών στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Σαφώς η επανάληψη χρειάζεται, αλλά πόσο πια;

Και περνάω στην μεγάλη πληγή της παράστασης: τη σκηνοθεσία. Άλλα περιμέναμε και άλλα είδαμε από τον  Γιάννη Μόσχο. Δεν θα προσπαθήσω καν να αναζητήσω σκηνοθετικά ευρήματα ή το κάτι παραπάνω που έδωσε στο κείμενο ο σκηνοθέτης, θα ήθελα  απλώς να εκφράσω τη γνώμη μου για το ποιος πιστεύω πως είναι ένας από τους βασικούς ρόλους του σκηνοθέτη κι από τους βασικούς λόγους της ύπαρξης του. Πιστεύω, λοιπόν, πως ο σκηνοθέτης είναι το “μάτι έξω από τη σκηνή”, εκείνος που βλέποντας τα δρώμενα της σκηνής αφαιρεί, κρίνει, προτείνει, προσθέτει. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος, βρήκε αν μη τι άλλον ενδιαφέρον , το να βάλει τον Αλέξανδρο Μπορδούμη να κοπανιέται συνέχεια επί σκηνής προκαλώντας μας εκνευρισμό ή να ακούμε συνεχώς την Ευτυχία Γιακουμή να κάνει “μμμ”, “ααα” κι άλλους μη ξεκάθαρους ήχους μέσα από το στόμα της – μια αντίστοιχη του Μπουρδούμη, λεκτική υπερκινητικότητα αυτή τη φορά. Όσο καλές προθέσεις να είχαν κι οι δύο προαναφερθέντες ηθοποιοί, η σκηνοθεσία δεν τους βοήθησε. Εκτός κι αν ο στόχος ήταν διπλός κι ήταν να βγουν οι ήρωες τελείως καρικατούρες, και ταυτοχρόνως να προκαλούν εκνευρισμό στο κοινό.

Την κατάσταση έσωσε ο Αλέκος Συσσοβίτης ο οποίος ήταν απολαυστικός, κυρίως επειδή δεν ήξερες ποτέ τι πρόκειται να κάνει παρακάτω. Ήταν γεμάτος μικρές εκπλήξεις, σε ξάφνιαζε. Ίσως σ’ αυτό να έπαιζε ρόλο κι η μεγαλύτερη εμπειρία που έχει, πάντως ήταν κι ο μόνος που μας έκανε να σκάσουμε μερικά χαμόγελα και γελάκια στις ατάκες του, γιατί μην ξεχνάμε: πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Λίνα Μότσιου. Τα μεν πρώτα τα βρήκα από αδιάφορα ως κιτς (δεν μου άρεσε καθόλου το ρινγκ), αν και θεωρώ πως σε γενικές γραμμές το σκηνικό απέπνεε τον αέρα μιας αμερικανικής εταιρίας παραγωγής. Εξαιρετικό το τηλέφωνο στο σκηνικό. Τα κοστούμια ήταν ταιριαστά με τον κάθε ρόλο, υπέροχο το κόκκινο κοστούμι του Αλέκου Συσσοβίτη (αλλά αν μου επιτρέπεται, μια μαύρη ζώνη, αντί για κόκκινη, θα χτυπούσε πιο έντονα στο μάτι του θεατή).  Οι φωτισμοί είναι του Αλέκου Αναστασίου και παρουσίασαν ελάχιστες διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της παράστασης, ενώ τη μετάφραση έχει κάνει ο Αντώνης Πέρης.

Εν κατακλείδι, από όποια πλευρά και να το δεις, δεν είνα μια παράσταση που σε κάνει να βαριέσαι. Το μεγάλο της πρόβλημα είναι η σκηνοθεσία, αλλά φαντάζομαι πως πολλοί θα το δουν, λίγοι θα το καταλάβουν.