Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχωφ από το ΚΘΒΕ, κριτική παράστασης

Written by

Τρεις καρέκλες εποχής στην σκηνή του θεάτρου. Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που έβλεπε ο θεατής. Με μουσική άρχισε η παράσταση. Η πρώτη σκηνή της έναρξης του έργου είχε μια  ονειρώδικη καλλιγραφική αίσθηση στην εικόνα  μιας στιγμιαίας χορευτικής αιώρησης πριν το στρώσιμο του τραπεζιού, προοίμιο της  γιορτής. Στον  γύρο αυτόν είδαμε τις γυναικείες φιγούρες να ανεμίζουν ένα λευκό τραπεζομάντηλο κι ύστερα να έρχονται στο προσκήνιο για να συστηθούν με γέλια και δάκρυα συγκίνησης ανακοινώνοντας την γιορτή της Ειρήνα.

Σε αφαιρετικό σκηνικό και χωρίς πολλά αντικείμενα στήθηκαν οι σκηνές του έργου Τρεις αδελφές, του Ρώσου συγγραφέα Άντον Τσέχωφ. Το έργο κύλησε σε μια ρευστότητα απροσδιοριστίας ανοίγοντας την σκηνογραφία σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους (το σπίτι, η τραπεζαρία, ο κήπος, η πόλη, ο δρόμος, το δάσος ). Οι σκηνές, χρωματισμένες στο βάθος της σύνθεσής τους από μια αρχετυπική αισθητική  χειρονομία μιας άλλης εποχής, οργανώθηκαν σε έναν μετατοπισμό σαν να κοιτάζει κάποιος παλιές φωτογραφίες.

Τα πρόσωπα της ιστορίας με διάθεση φιλοσοφική, με στάση παθητική παρά τις προσπάθειες και τις απόπειρες διεκδίκησης, ψυχογραφούνται στο ρητό σχήμα των λόγων τους, όπως ενσαρκώνεται στη σωματική διάσταση στον κοινωνικό ρόλο  και στον κύκλο του βιολογικού χρόνου και αποκαλύπτονται στο άρρητο αίσθημα ματαίωσης της επιθυμίας τους.

Αυτά τα πρόσωπα ζουν στο παρόν και ονειρεύονται το μέλλον.  Κοιτάζουν  στο παρελθόν μιλώντας για την ζωή τους.  Κυρίαρχο μοτίβο των συζητήσεων, των εξομολογήσεων, των παρατηρήσεων  είναι ο χρόνος, η ζωή και το βαθύτερο νόημά της, η ανάμνηση, η προσδοκία, τα όνειρα, οι επιθυμίες, η τέχνη, η λογοτεχνία, οι επιστήμες, ο κόσμος, οι αλλαγές, ο θάνατος, η λήθη που θα σκεπάσει τα πρόσωπα και ό,τι υπήρξε σημαντικό-ασήμαντο.

Σκηνοθετικά ήταν διακριτή μια διερευνητική απόπειρα σχηματοποίησης της ανάγνωσης μεταξύ παραδοσιακών και μοντέρνων στοιχείων δειγματισμού κυρίως της φόρμας παρά των αισθημάτων. Ο  καταιγισμός των σκέψεων και οι ανατροπές των καταστάσεων, όπως  καταγράφονται στο έργο,  σχηματοποιήθηκαν σε παράλληλες, θραυσματικές σκηνές δράσης.

Δόθηκε κάποια έμφαση στην πρισματική ανάδειξη του χιούμορ με μια διάθεση παραδοχής της αδυναμίας υπέρβασης του πλαισίου των κοινωνικών  κανόνων και των ατομικών δεσμεύσεων.   Το  πάθος και η ανάδειξη των δραματικών στοιχείων αποδόθηκαν ήρεμα περιορίζοντας τους παλμούς της συγκίνησης. Στο πρώτο μέρος στο προσκήνιο εκτέθηκαν οι εξομολογητικές σκηνές και στο βάθος της σκηνής αποτυπώθηκαν  οι ομαδικές γενικόλογες  αντιδράσεις, σχηματοποιημένες σε πόζες ευωχίας, ευχών, παρατήρησης. Στο δεύτερο μέρος, κυρίως στις σκηνές του αποχαιρετισμού, δόθηκε η εντύπωση κοιτάγματος από άλλο σημείο θέασης, ενισχύοντας την αισθητική συγκίνηση των αντιθέσεων σ’ ένα τοπίο χιονιού.  Τα   πρόσωπα, τρωτά και ευάλωτα, ιδωμένα  στην αποστασιοποίηση  ενός  μακρινού βάθους, κινήθηκαν  σε έναν κλυδωνισμό υπογράμμισης των μεταβολών που αλλάζουν και  διαιωνίζουν στατικά το σχήμα του κόσμου.

Κάποιες σκηνές αποτυπώθηκαν με εικαστική καλλιτεχνία (σκηνή έναρξης, πυρκαγιά, μαξιλάρια, αποχαιρετισμοί στο χιόνι, υπόκλιση)και κάποιες έμειναν μετέωρες και αμήχανες. Οι  υποκριτικές διατυπώσεις είχαν  εκφραστικές διαφοροποιήσεις, αλλού κάτι δύσκαμπτο, αλλού κάτι συγκρατημένο κι αλλού μια  θερμή πλαστικότητα που φωτίστηκε με την χειρονομία-βηματισμό μιας εσωτερίκευσης.

Η μουσική υποστήριξε την αστική εκδοχή με τα ρυθμικά μοτίβα και με τα ηχοχρώματα κάλυψε τις σκηνές φέρνοντας έναν απόηχο από καμπάνες, χτύπους ρολογιών, αέρα σιωπών, υπογραμμίζοντας το κύριο θέμα συζήτησης και  των αντίστοιχων σχολίων των προσώπων. Απουσίαζε ωστόσο μια ανήσυχη λαϊκή απήχηση του προσδιορισμού καταγωγής αυτών  των ανθρώπων, όπως εκφράστηκαν στα λόγια και στις σιωπές τους στο κοινωνικό ταξικό στίγμα τους.

Στη  φυσική της παράστασης οι ρυθμοί της λογοτεχνίας του έργου ανοίχτηκαν για να φωτιστεί το προσωπείο των κοινωνικών σχέσεων, το συναισθηματικό φορτίο των ανθρώπων, η συνθήκη της ύπαρξης και ο προβληματισμός της εποχής, υπό το βάρος των σκέψεων  αυτού του κύκλου προσώπων: για  να κυκλωθούν οι οπτικές, τα επιχειρήματα στη ροή του χρόνου στις ζωές των ανθρώπων, έτσι όπως  επιτάσσει η ιδιαιτερότητα της συνθήκης συνύπαρξης των ετερόκλητων χαρακτήρων στον καθρέφτη  του θεατρικού  έργου του στοχαστή Ρώσου συγγραφέα. 

Τρεις αδελφές: προσεγμένη παράσταση φωτισμένη ατμοσφαιρικά  στον μεταβλητό χρόνο μιας φωτογραφίας θεάτρου. Διφορούμενη αίσθηση ρωγμών στη ρητορική των προσώπων, ανοιχτή και σε περαιτέρω αναγνώσεις αλλά και  αμήχανες σκηνές χρωματισμένες από  αδύναμους τονισμούς, θετικές και αρνητικές σημάνσεις.

Ο παραστατικός κύκλος έκλεισε με μαριονετίστικο παιχνιδιάρικο τρόπο υπόκλισης  στην πρεμιέρα,  με πιο αργό βηματισμό στις 29/12 και με αφιέρωση –αποχαιρετισμό στην θνητότητα του ανθρώπου-δημιουργού  στην  αύρα αθανασίας  του καλλιτεχνικού έργου της  μουσικής του Θ. Μ.

ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ,ΚθβΕ στο θέατρο  της ΕΜΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μετάφραση: Γιώργος Σεβαστίκογλου, Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις, Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν, Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ, Μουσική: Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις, Κίνηση: Έντγκεν Λάμε, Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος, Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας, Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Μάριος Καρβουνάκης, Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά, Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου

 Παίζουν: Χριστίνα Χριστοδούλου (Όλγα ), Ιφιγένεια Καραμήτρου (Μάσα), Λένα Νάτση (Ειρήνα), Αλέξανδρος Κουκιάς (Τούζενμπαχ), Χρήστος Μαστρογιαννίδης (Ρόντε), Μανώλης Μαυροματάκης (Τσεμπουτίκιν), Χρίστος Νταρακτσής (Ορντινάντσα), Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Νατάλια Ιβάνοβνα), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Βερσίνιν), Απόστολος Πελεκάνος (Κουλίγκιν), Γιώργος Σφυρίδης (Φεραπόντ), Σαμψών Φύτρος (Σαλιόνυι), Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Αντρέι Πρόζορωφ), Μάρκος Γέττος (Φεντότικ), Μαρία Καραμήτρη (Ανφίσα).