Τσαντόρ, Μουρατχάν Μουνγκάν / κριτική βιβλίου

Written by

«Αυτό που μας κάνει να ερωτευόμαστε είναι οι μακρινές φωνές μας, οι φωνές που πάνε πίσω  ως την παιδική μας ηλικία. Κι αυτοί που προκαλούν τις φωνές είναι πάντα οι άλλοι, η ύπαρξη των άλλων. Αυτούς που αγαπάμε τους αγαπάμε μαζί με έναν κόσμο που μας τους θυμίζει». Σελ. 77

Ένας άνδρας επιστρέφει στην γενέθλια πόλη του, ύστερα από πολλά χρόνια ξενητεμού και αναζητά στο τοπίο της πόλης του, τα πρόσωπα που άφησε πίσω του. Αναζητά την μητέρα του Φατίμα, τον αδερφό και τις δύο αδερφές του. Ψάχνει επίσης και  τα ίχνη της αγαπημένης του. Πίσω από κλειστές πόρτες, στα σπίτια,  στους δρόμους, στην αγορά, στα καφενεία, στο τοπίο μιας κατεστραμμένης πόλης από ένα πραξικόπημα και τον πόλεμο, διαπιστώνει το μέγεθος της εξόριστης μοναξιάς στην οποία εισέρχεται. Τα πρόσωπα που συναντά δεν έχουν τις πληροφορίες που επιθυμεί. Αυτή η αναζήτηση των αγαπημένων προσώπων συμπληρώνεται έμμεσα από κάποιες δυσάρεστες ειδήσεις και εικασίες, όπως ο θάνατος του αδερφού του και  ο  γάμος της μητέρας του, για να ολοκληρωθεί η ιστορία στην εικόνα μιας μεταφοράς, στην ατομική εξαφάνιση-απουσία, πίσω από το πέπλο μιας μπούρκας.

«Ποτέ άλλοτε οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αόρατες». Σελ. 49

«Ίσως αν κοιτούσε κανείς τον κόσμο μέσα από την  μπούρκα να μειωνόταν η ορατότητα, αλλά να αυξάνονταν τα όνειρα». Σελ. 85

«Η εικόνα της  γυναίκας έλειπε από τη ροή της φύσης και ως ύπαρξη και ως μαγεία· και ως μυστικό και ως ποίηση. Η ζωή είχε ερημώσει κι ακουγόταν μόνο ο κούφιος απόηχός της». Σελ. 75

 «…όλες μαζί έκαναν τον πόνο τους θέαμα και τη σιωπή τους τελετή,…». Σελ. 82

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Ακμπάρ, ένας νέος άνδρας ο οποίος επιστρέφει στην πόλη του, ύστερα από πολύχρονη απουσία, με τη βοήθεια ενός οδηγού ο οποίος αναλαμβάνει να τον οδηγήσει από ένα ασφαλές πέρασμα στην πατρίδα του. Καθισμένος στη θέση του συνοδηγού, παρατηρεί πίσω από το τζάμι, το τοπίο και τα πρόσωπα που κινούνται στον αυτοκινητόδρομο. Πλησιάζοντας στα σύνορα η ματιά του πέφτει σε έναν άνδρα που προχωρά με μεγάλα βήματα και ο οδηγός του, αφηγείται με συντομία την ιστορία του. Πίσω από αυτή την ιστορία, ξετυλίγεται και η ιστορία του Ακμπάρ καθώς και η ιστορία μιας καταστροφής, σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται, για να ολοκληρωθεί αφαιρετικά η αφήγηση στο τέλος,  με το βλέμμα του ενός στην εικόνα του άλλου. Αυτού που παρατηρεί με περιέργεια  μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου και του άλλου ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι κάποιος τον κοιτάζει επίμονα πίσω από την πλάτη του, αυτού που ενώ ήρθε, φεύγει αόρατος, τυλιγμένος στον συμβολισμό μιας μπούρκας.

 «Ο άντρας  που καθόταν στη θέση του συνοδηγού γύρισε και τον κοίταξε με προσοχή, καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από δίπλα του, …όλα αυτά τα διαισθάνθηκε από τα βλέμματα που τρυπούσαν την μπούρκα και κατέληγαν καυτά πάνω στην πλάτη του». Σελ. 101-102

Η ξενητειά, η εξορία, η ανάμνηση, η εξουσία, ο πόλεμος, η καταστροφή της πόλης, η προσφυγιά, οι αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, το πένθος, τα συναισθήματα, η αναζήτηση, είναι τα βασικά θέματα του βιβλίου αυτού που διερευνά  με αναλογίες  και συσχετισμούς, την θέση του ατόμου σε έναν κόσμο που αλλάζει ξαφνικά και αμετάκλητα συντρίβοντας  τους ανθρώπους.

«Η ψυχή του έμεινε στις γραμμές των συνόρων, κι εκείνος έζησε με ένα σώμα που δεν μπορούσε ούτε να περάσει από την άλλη πλευρά, αλλά ούτε και να γυρίσει πίσω». Σελ. 62

 «Τα πιο σίγουρα σύνορα είναι εκείνα που τα κλείνουν με νεκρούς. Κανείς δεν μπορεί να τα περάσει». Σελ. 26 

«Άραγε να αισθάνονταν οι γυναίκες μέσα στις μπούρκες τους  το ίδιο κενό, οι γυναίκες των οποίων τα πρόσωπα δεν μπορούσε να δει;  Πώς ήταν άραγε η ζωή που έβλεπαν μέσα από τα παράθυρα της μπούρκας τους; Τα έβλεπαν όλα το ίδιο νεκρά, όπως και τα παράθυρα του σπιτιού; Πώς έβλεπαν οι αόρατες τον κόσμο που τους είχαν απαγορεύσει να βλέπουν;» σελ. 68

Η ατμόσφαιρα των καφενείων και της αγοράς, οι εικόνες των δρόμων και των συνοικιών της πόλης, τα πρόσωπα των ανδρών η εικόνα και η εμφάνιση των γυναικών, οι απαγορεύσεις, η γραφειοκρατία και η βία της εξουσίας,  οι συζητήσεις και οι εσωτερικές σκέψεις, μπλέκονται στην αύρα των αναμνήσεων με τις μυρωδιές των μπαχαρικών, τα μυστικά των βιβλίων και  τα παραμύθια, στη δίνη των αλλαγών που ανατρέπουν τις ζωές των ανθρώπων.  Σε μετατοπισμούς από το παρόν στο παρελθόν, με τις παρομοιώσεις εικόνων – φωτογραφιών για τη μαγεία της ζωής και  την αγωνία της ύπαρξης, διακρίνει ο αναγνώστης τον προβληματισμό του συγγραφέα  για  την βία και την δύναμη των μέσων της εξουσίας,  που συνθλίβουν την ομορφιά και την ευτυχία, καταδικάζοντας – αφανίζοντας το δώρο της ζωής των ανθρώπων σε έναν κόσμο χωρίς ελπίδα, θυσία στο τίποτα.

«Θυμήθηκε το παραμύθι με τον χαμένο άνεμο, που του άρεσε τόσο πολύ όταν ήταν παιδί». Σελ. 38

« Το πένθος  συνδεόταν περισσότερο με ένα κομμάτι της ζωής που είχε πάει χαμένο». Σελ. 41

«Σε όλη του τη ζωή φοβόταν τις λέξεις. Οι λέξεις του έλεγαν πως το είναι του ήταν μια επικίνδυνη χώρα, γι’ αυτό και προσπαθούσε να μένει κατά το δυνατόν μακριά από τις λέξεις. Οι λέξεις ήταν το εμπόδιο ανάμεσα στο είναι του και στον κόσμο. Όταν  επιχειρούσε να περιγράψει αυτό τον κόσμο με λέξεις, εκείνος γινόταν ακόμα πιο τρομερός». Σελ. 46

 «Στην Ανατολή, όλα συσσωρεύονται σιγά -σιγά και όλα γίνονται πολύ ξαφνικά». Σελ. 60

 «Ο Ακμπάρ δεν είχε μάθει ακόμα πως, κάποιες φορές, οι υπαρξιακοί πόνοι και οι αντικειμενικές πίκρες της ζωής αλλάζουν θέση, και έτσι μας  εμποδίζουν να φτάσουμε στις  πραγματικές πηγές  της θλίψης και του πόνου μας». Σελ. 74

 «Ένας κόσμος που ήταν άδειος από γυναίκες έσβηνε και το βλέμμα των ανδρών. Μαζί με την εικόνα της γυναίκας, που διαγραφόταν από τη μνήμη, χανόταν και το παρελθόν, ενώ το παρελθόν έχανε την ελπίδα του·  το μυαλό  και η φαντασία θόλωναν». Σελ. 76

«Τα βιβλία ήταν για το μετά, όταν όλα είχαν τελειώσει».  Σελ. 84

«Και,  όταν τον ξεπροβόδιζε, έβγαλε τα γυαλιά του και του χαμογέλασε. Έτσι μπόρεσε να τον κοιτάξει όχι με τα μάτια του που έβλεπαν, αλλά με εκείνα που δεν έβλεπαν». Σελ. 47

ΤΣΑΝΤΟΡ ΜΟΥΡΑΤΧΑΝ ΜΟΥΝΓΚΑΝ

 

 

Τσαντόρ
Μουρατχάν Μουνγκάν
Μυθιστόρημα
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Εκδόσεις Καστανιώτη

 

 

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου