«Τσολιάδες» ή «Στολιάδες» ποιο είναι το σωστό;

Written by

Σύμφωνα με μια άποψη οι «Τσολιάδες», επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, οφείλουν την ονομασία τους στον αναγραμματισμό που σημειώθηκε του ονόματος «Στολιάδες», από την εντυπωσιακή στολή που καθιερώθηκε επίσημα από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδας.

Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης στο Λεξικό του, καταγράφει τη δική του άποψη για τους τσολιάδες: η λέξη «τσολιάς» προέρχεται από το τουρκικό «çul» και σημαίνει το «κουρέλι», «το παλιόρουχο». Η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς, από τους Τούρκους, επειδή η φουστανέλα που φορούσαν ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος.

Στην πορεία όμως, οι «κουρελήδες  τιμημένοι τσολιάδες», απέκτησα όπως τους έπρεπες μία καλύτερη ονομασία γι’ αυτό κατά το 1868 ανασύρθηκε η ομηρική λέξη «εύζωνας», η οποία στην αρχαιότητα προσδιόριζε αυτόν που ήταν καλά ζωσμένος (ευ+ζώνας).

Οι Εύζωνες (ευρύτερα γνωστοί ως Τσολιάδες)

Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η φουστανέλα σχεδιάστηκε ως στολή για την Ανακτορική παλαιότερα και σήμερα Προεδρική Φρουρά.

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400.

Η φουστανέλα ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα των Αρβανιτών. Πρόκειται για μια κοντή πολύπτυχη λευκή φούστα, η οποία φτιάχνεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση.

Μέχρι την δεκαετία του 1890 φοριόταν σχεδόν από όλους τους ‘Έλληνες, οπότε και αντικαταστήθηκε για λόγους μόδας από τα «φράγκικα», δηλαδή τα παντελόνια.

Μελετητές αναφέρουν σχετικά με την φουστανέλα πως προέρχεται από μια σειρά αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων, όπως ο χιτώνας. Κατά τον αρχαιολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλο, η φουστανέλα κατάγεται από το βασικό ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα, το οποίο φοριόταν από τους μισθοφόρους των Ρωμαίων στον γεωγραφικό χώρο της Ηπείρου. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ένα ακέφαλο άγαλμα ρωμαίου αξιωματούχου, όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μία πολύπτυχη φούστα πάνω από κοντό χιτώνα.

Λεπτομέρεια από την κύρια αίθουσα του Σπηλαίου Νυμφολήπτου, με το ανάγλυφο του Αρχέδημου, ο οποίος φοράει φουστανέλα, 6ος π.Χ. αι.

Αρχαιολογικά στοιχεία μας πληροφορούν ότι η φουστανέλα ήταν σε κοινή χρήση στην Ελλάδα ήδη από τον 12ο αι. Σε θραύσματα αγγείων, καθώς και σε εικονογραφημένα χειρόγραφα, εικονίζονται συχνά φουστανελάδες.

Θραύσματα αγγείων που δείχνουν Έλληνες πολεμιστές που φορούν φουστανέλες, Κόρινθος, 12ος αι.

Βυζαντινό χειρόγραφο με παράσταση φουστανελάδων, 12ος αι.

Οι στολές των βυζαντινών στρατιωτών

Οι στολές των βυζαντινών στρατιωτών ήταν απλές, πρακτικές και χωρίς κοσμήματα ή πολύχρωμα εξαρτήματα. Έφεραν χιτώνα που λεγόταν «ζωστάριο» και «αρμελούσιο», μανδύα που λεγόταν και «γουνίο» ή «γουνοβερουνίκιο» ή «κένδουκλο», «αναξυρίδες» που λέγονταν και «βρακία» ή «τουβία», «περικνημίδες» και «σκιάδιο» το οποίο λεγόταν και «πίλος» ή «κάλυμμα» ή «καλύπτρα» ή «σκούφια».

Βυζαντινό χειρόγραφο με παράσταση στρατιωτών, 12ος αι.

Τα υποδήματά τους ήταν ελαφρά και στερεά. Η εξάρτηση αποτελούνταν από τα λωρία για την ανάρτηση της σπάθης, τα θηκάρια ή πουγκία για την αποθήκευση των τροφών (αργότερα της μπαρούτης), και τα «τοξοφάρετρα» (δερμέτινος γυλιός) για τη τοποθέτηση του τόξου και των βελών.

Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή 

Το φάριο

Το φάριο δηλαδή το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο.

Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση. Λανθασμένα παρομοιάζεται με το τουρκικό φέσι. Η προέλευση του είναι από την πόλη Φες (εξ ου και το όνομα) ή Φεζ του Μαρόκου. Μέχρι το 19ο αιώνα, η πόλη Φες ήταν η μοναδική πηγή για τα παραδοσιακά αυτά καπέλα με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα.

Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε το 1925. Ο ίδιος ο Ατατούρκ, χαρακτήρισε το φέσι ως «παρακμιακό» και το κατήγγειλε ως «κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων».

– Το πουκάμισο

Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.

– Η φέρμελη

Η φέρμελη είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά Χ και Ο, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις «χριστιανός» και «ορθόδοξος».

 – Οι κάλτσες.

Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονομάζεται «ανάσπαστος».

Οι καλτσοδέτες που συγκρατούν τις κάλτσες, είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.

– Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες.

– Τα τσαρούχια

Τα τσαρούχια είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα.

Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες, στις οποίες καταλήγουν τα άκρα τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία «σώμα με σώμα» μάχη. Άλλη άποψη είναι ότι οι φούντες προστάτευαν τα δάχτυλα των ποδιών από το χιόνι και τα κρυοπαγήματα.

Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα.

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες, είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού.

Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή.

Οι Εύζωνες σήμερα

Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στολή μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά (πολύπτυχο μακρύ πανωφόρι, κεντημένο με χρυσό κορδόνι), τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες.

Ω Bασιλεύ του Kόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
(Ρήγας Βελεστινλής, Θούριος)

cityculture.gr/ γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης