Τζούλιαν Μπαρνς : Ένα κάποιο τέλος (κριτική)

Written by

«Πόσο συχνά διηγείται κανείς την ιστορία της ζωής του; Πόσο συχνά την προσαρμόζει, την εξωραΐζει και κάνει ύπουλες και πανούργες περικοπές; Και όσο περισσότερο τραβάει η ζωή σε μάκρος, τόσο λιγοστεύουν εκείνοι από τους γύρω μας που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξιστόρησή μας, να μας θυμίσουν ότι η ζωή μας δεν είναι η ζωή μας, αλλά μόνο η ιστορία που είπαμε γι’ αυτήν. Η ιστορία που είπαμε στους άλλους, κυρίως όμως στον εαυτό μας».

«Οι αρνητές του χρόνου λένε : τα  σαράντα δεν είναι τίποτα, στα πενήντα είσαι στο άνθος της ηλικίας σου, τα εξήντα είναι σήμερα σαν τα παλιά σαράντα, και πάει λέγοντας. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι υπάρχει ο αντικειμενικός χρόνος, υπάρχει όμως και ο υποκειμενικός, αυτός που τον φοράς στη μέσα μεριά του καρπού σου, εκεί που χτυπάει ο σφυγμός. Κι αυτός ο προσωπικός χρόνος, που είναι ο αληθινός, μετριέται στη σχέση που έχεις με τη μνήμη. Έτσι, όταν συνέβη αυτό το παράδοξο γεγονός- όταν μου ήρθαν ξαφνικά οι καινούργιες αναμνήσεις- ήταν σαν να είχε αντιστραφεί εκείνη τη στιγμή ο χρόνος. Σαν να έρεε εκείνη τη στιγμή ο ποταμός προς την πηγή του».

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

telos

Ο Άντονι  Γουέμπστερ, ο Άλεξ  και ο Κόλιν   είναι φίλοι και συμμαθητές. Στην παρέα τους προστίθεται ο καινούργιος συμμαθητής  Έιντριαν  Φιν,που κερδίζει το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια γιατί είναι πιο πνευματώδης και ώριμος από τους άλλους τρεις. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60 και η εξιστόρηση  περιστατικών της εποχής του σχολείου, των επιλογών  ζωής στη συνέχεια,  ακολουθεί την οδό των αναμνήσεων του Τόνι, ο οποίος βρίσκεται σε μια ώριμη ηλικία αναδιήγησης γεγονότων  της ζωής του που εμπλέκεται με τις ζωές των άλλων προσώπων. Στην ιστορία προστίθεται η Βερόνικα Μαίρη Ελίζαμπεθ Φορντνν και η οικογένειά της, την οποία ο Τόνι θα γνωρίσει περιστασιακά ένα σαββατοκύριακο, όταν θα επισκεφτεί τη Βερόνικα,  ταξιδεύοντας με τρένο  από το Λονδίνο για το Τσίζλχερστ. Η ιστορία με τη Βερόνικα λήγει σύντομα και άδοξα και η χαμηλή αυτοπεποίθηση του Τόνι  κλονίζεται περισσότερο όταν λαμβάνει μία επιστολή από τον Έιντριαν, ο οποίος ζητά την άδεια-πληροφορώντας τον ότι βγαίνει με τη Βερόνικα. Ο Τόνι απαντά,δίνοντας τη συγκατάθεσή του,  με ένα πικρόχολο γράμμα. Η ζωή συνεχίζεται  ο  Τόνι, μετά τις σπουδές κάνει ένα ταξίδι στην Αμερική και επιστρέφοντας πληροφορείται την αυτοκτονία του Έιντριαν. Η παρέα των φίλων θα σμίξει για να θυμηθεί, να αναζητήσει απαντήσεις , θα χωρίσει στους δρόμους της ζωής και της πόλης. Στο μεταξύ ο Τόνι  παντρεύεται με τη Μάργκαρετ, με την οποία χωρίζει, αποκτά μαζί της μια κόρη,  τη Σούζαν, την οποία βλέπει συχνά καθώς και τη Μάργκαρετ  με την οποία διατηρεί μια φιλική σχέση και γίνεται παππούς .

Η ιστορία περιπλέκεται όταν λαμβάνει μία ειδοποίηση για μια κληρονομιά και το ημερολόγιο του Έιντριαν.Η συνάντηση με τη Βερόνικα, θα περάσει από πολλά στάδια συναισθηματικής και προσωπικής  εκτίμησης γεγονότων του παρελθόντος, δεδομένου ότι τα χρήματα προέρχονται από τη μητέρα της που έχει εν τω μεταξύ πεθάνει.Οι συναντήσεις τους και η ηλεκτρονική αλληλογραφία θα φωτίσουν ένα σκοτεινό μυστικό,ένα δράμα ζωής που γυρεύει την πληρωμή του αίματος.Η μοναχική και φιλήσυχη ζωή του Τόνι θα  ερμηνεύσει την εξίσωση του Έιντριαν και θα κατανοήσει το νόημα μιας μισοτελειωμένης φράσης, τον όρο της εξίσωσης που αφορά και τη  ζωή του.

Το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς «Ένα Κάποιο Τέλος», αφηγείται με αμεσότητα και λεπτομερειακή εστίαση γεγονότα αναμνήσεων που υπήρξαν οράματα και όνειρα εφηβείας, ζητήματα ολοκλήρωσης σχέσεων ζωής που αφήνει  μια επίγευση ανολοκλήρωτης ευτυχίας ,σκέψεις  φιλοσοφικού χαρακτήρα  για το ζήτημα της ευθύνης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι διαφορετικές τεχνικές,οι  φυσικοί διάλογοι ,ο γρήγορος ρυθμός,  δίνουν στην ιστορία  διαστάσεις πολυεπίπεδης ανάγνωσης μιας εποχής, μιας γενιάς, μιας ζωής,  στο ανέμελο πλέγμα της νεότητας, στο δίχτυ των  αναμνήσεων και του χρόνου ,  της Ιστορίας κυρίως στη μικρή κλίμακα. Ο αναγνώστης  διαβάζει με ενδιαφέρον στον καθρέφτη του πώς φαίνεται μια γενιά στα βιβλία, στις μουσικές, στις συζητήσεις, στις επιλογές, στους κώδικες της σεξουαλικότητας πριν την ωρίμανση,πριν το όριο της ενήλικης συνειδητότητας. Το χιούμορ, η προφορικότητα,ο αυτοσαρκασμός, η λεπτή ειρωνεία, δίνουν την ελαφρά ώθηση που χρειάζεται ο φιλοσοφικός στοχασμός για να εστιάσει σε ζητήματα τυχαιότητας, επιλογών, ευθύνης, ερμηνείας. Η ζωή στις διάφορες φάσεις μιας χρονικής στιγμής,οι γενεές,οι ρόλοι και η μαθητεία στην περιπέτεια της ανάμνησς, στην περιπέτεια της γραφής,στην εξιστόρηση μιας ζωής.Σε μια Ιστορία ως σχολικό μάθημα,στην ιστορία των καθημερινών ηρώων.

…………………………………………………………………………………………………………………………………

«Αναλογίστηκα τον ορισμό που είχε δώσει ο Έιντριαν για την Ιστορία.

Αναλογίστηκα επίσηςένα φουσκωμένο κύμα, φωτισμένο από το φεγγαρόφωτο, να περνάει και να χάνεται προς τις πηγές του ποταμού, κυνηγημένο από μια παρέα φοιτητών που ούρλιαζαν από έξαψη, ενώ οι δέσμες των φακών τουςδιασταυρώνονταν στο σκοτάδι».

«Εντωμεταξύ, ήμασταν διψασμένοι για βιβλία, λιμασμένοι για σεξ, υπέρμαχοι της αξιοκρατίας και αναρχικοί.

Αν ο Άλεξ είχε διαβάσει Ράσελ και Βιτγκνστάιν, ο Έιντριαν είχε διαβάσει Καμύ και Νίτσε. Εγώ είχα διαβάσει Τζορτζ Όργουελ και Άλντους Χάξλεϋ, ενώ ο Κόλιν, Μποντλέρ και Ντοστογιέφσκι.

Μας άρεσε να λέμε:Αυτό είναι φιλοσοφικά αυταπόδεικτο».

 

«Να ξεκινήσουμε από εσένα,  Φιν ; Με απλά λόγια, ποιο θα έλεγες ότι είναι το θέμα αυτού του ποιήματος;

Ο Έιντριαν σήκωσε το βλέμμα από το θρανίο του. Έρως και Θάνατος, κύριε.

Μμμ. Συνέχισε.

Sex and death συνέχισε ο Φιν, λες και δεν ήταν μόνο οι αργόστροφοι της τελευταίας σειράς που δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά.

Γουέμπστερ, για διαφώτισέ μας εσύ περισσότερο.

Εμένα, κύριε, απλώς μου φάνηκε ότι το ποίημα αφορά μια κουκουβάγια».

«Για πες μας, εσύ Μάρσαλ, πώς θα περιέγραφες τη βασιλεία του Ερρίκου του όγδοου;

Επικρατούσε αναβρασμός, κύριε».

«Υπάρχει συσσώρευση.Υπάρχει ευθύνη. Και πέρα από αυτά υπάρχει αναβρασμός.Μεγάλος αναβρασμός».

«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με τη φαινομενικά απλή ερώτηση: τι είναι η Ιστορία;

 

ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ

ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

JULIAN BARNES, THE SENSE OF THE ENDING