“Up – Όλα Summer ΚΘΒΕdition ” – αίθριο Βασιλικού Θεάτρου

Written by

Άλλη μια πρόταση – έκπληξη για το φετινό καλοκαίρι από το ΚΘΒΕ το οποίο μας προσκαλεί να ανέβουμε στο cafe Θέα/τρο, στο αίθριο του Βασιλικού Θεάτρου, και να δούμε ένα θέαμα που περιλαμβάνει Up – Όλα, όπως λένε και οι συντελεστές του. Το Up – Όλα, που ως βασική δομή και ιδέα είχε ξαναπαρουσιαστεί στην πόλη μας, τώρα γίνεται κρατική υπόθεση και υπόσχεται να μας διασκεδάσει.

Πρόκειται για ένα θέαμα που περιλαμβάνει μουσική, χορό, τραγούδι και σκετς. Θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει επιθεώρηση, αλλά δεν είναι κάτι τέτοιο. Η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, υπήρχε αμηχανία τόσο εκ μέρους των ηθοποιών όσο και του κόσμου όμως. Γι’ ακόμη μια φορά φάνηκε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάσει και να σπάσει ο πάγος με το κοινό. Το θέμα είναι ότι δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί το ίδιο χάρισμα όσον αφορά αυτήν την επικοινωνία με το κοινό. Στο δεύτερο μέρος η παράσταση έγινε πιο ξεσηκωτική, βοήθησε άλλωστε σ’ αυτό και το γεγονός ότι το κοινό συμμετείχε παίζοντας μικρά αυτοσχέδια κρουστά οργανάκια. Από τη στγμή που το κοινό ένιωσε συμπαίκτης, το παιχνίδι κερδήθηκε.

Πιστεύω πως η αδυναμία της παράστασης ήταν τα κείμενά της.  Τα – περισσότερα- συνδετικά κείμενα είτε δεν είχαν τίποτα να πούνε, είτε ήταν παρωχημένα. Αν είχε δοθεί περισσότερη βάση στο τραγούδι και στα αστεία / σκετς μέσα από τη μουσική (όπως αυτά του β’ μέρους) νομίζω ότι η παράσταση θα ήταν ακόμη καλύτερη. Ήταν σωστό το να κρατήσουν έναν άξονα που να διατρέχει το έργο από την αρχή ως το τέλος, όπως ήταν ο διαγωνισμός ομορφιάς ανάμεσα στον Τάσο Πεζιρκιανίδη και τον Αστέρη Πελτέκη, αλλά γνώμη μου είναι πως με βάση αυτόν τον άξονα έπρεπε να κινηθούν και τα συνδετικά κείμενα. Ίσως και το γεγονός ότι τα κείμενα προέρχονται από πολλούς συγγραφείς κι όχι από έναν (Σ.Παχίδης, Α. Πελτέκης, Χ.Νταρακτσής, Μ. Αβραμάκη, Ρ.Μιχαλοπούλου, Λ.Λαζόπουλος, Θ. Κοροβίνης) και μόνο να είναι που δημιουργήσε αυτήν την εντύπωση αποσπασματικότητας.

Η σκηνοθεσία του Αστέρη Πελτέκη ήταν ικανοποιητική μεν, αλλά νομίζω πως στο α’ μέρος ήταν δύσκολο να διαχειριστεί τόσο κόσμο στη σκηνή, και αυτό έκανε την παράσταση να μοιάζει λίγο “παιδική”. Ως ηθοποιός, όμως, ο ίδιος ήταν εξαιρετικός. Την μουσική επιμέλεια της παράστασης ανέλαβε ο Στάθης Παχίδης, ο οποίος έκανε ένα mix από διάφορα τραγούδια, διάφορους ήχους, παράδοση – έθνικ – ποπ – σκυλάδικα, τα πάντα, και μάλιστα σ΄έναν ευχάριστο συνδυασμό. Πολύ διασκεδαστικό το μάθημα κρουστών στο τέλος. Ενδιαφέρουσα η πρόταση για την ενδυματολογική επιμέλεια των Ροζαλίας Μιχαλοπούλου και Μαριάννας Αβραμάκη, στους περισσότερους ηθοποιούς τα κοστούμια έπλαθαν αμέσως μια φιγούρα. Την- απόλυτα λειτουργική και ενδιαφέρουσα αισθητικά – κίνηση επιμελήθηκε η Χρύσα Μπαχτσεβάνη. Στα συν της παράστασης η ζωντανή μουσική από τους Πασιά Λέανδρο, Ηλία Γυλό, Ηρακλή Παχίδη, Αποστόλη Βλαχόπουλο.

Σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί έδειξαν να διασκεδάζουν μ’ αυτό που κάνουν κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό για να περάσει καλά ο κόσμος. Η εμπειρία και η άνεση όμως του Τάσου Πεζιρκιανίδη και της Γιολάντας Μπαλαούρα καθώς και του εκπληκτικού, “τρελού” – με την πιο καλή έννοια που μπορεί να έχει αυτός ο όρος για κάποιον που κάνει θέατρο- και σίγουρα απολαυστικού Γιάννη Σιαμσιάρη δεν μπόρεσαν να μην ξεχωρίσουν.

Εν κατακλείδι, είναι μια ανάλαφρη, διασκεδαστική παράσταση για το καλοκαίρι. Θα είχε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία αν στόχευε περισσότερο στην επικοινωνία ηθοποιών και κοινού, αλλά όπως και να ‘χει μου φαίνεται σχεδόν ακατόρθωτο να φύγεις από το αίθριο του Βασιλικού Θεάτρου και να πεις ότι δεν πέρασες καλά το βράδυ σου.