Wolfgang Herrndorf – Βερολίνο, Γεια *κριτική

Written by

Νεανικό μυθιστόρημα περιπλάνησης στο τοπίο μιας χώρας,  αντισυμβατική φυγή  χωρίς σχέδιο και χάρτες για δύο νεαρούς μαθητές, που,  παρά τις κοινωνικές  αντιθέσεις τους,  ξεκινούν μαζί μια αλλόκοτη εξερεύνηση, την οποία ονομάζουν διακοπές . Από το Βερολίνο και τον αστικό ιστό που περιβάλλει τις ζωές τους,  στο μυστήριο των δρόμων  και στον προορισμό του πουθενά, τη Βλαχία, που προκύπτει ως δέλεαρ φυγής, ως σχέδιο επίσκεψης συγγενών , ως περιπέτεια ανάγνωσης του κόσμου.

“Πήρε μια πολύ σοβαρή έκφραση και ξανασοβάρεψα κι εγώ. «Ξέρω εκατόν πενήντα χώρες με τις πρωτεύουσές τους» είπα και ήπια μια γουλιά από την μπύρα του Τσικ. «Βλαχία δεν υπάρχει»”. Σελ. 111

 

“«Σοβαρά τώρα, τα πιστεύεις αυτά;» Ο Τσικ ανασηκώθηκε στους αγκώνες και με κοίταξε. «Πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι εκεί πάνω; Δεν εννοώ σώνει και καλά έντομα. Αλλά κάτι;»

«Δεν ξέρω. Έχω ακούσει πως μπορεί να υπολογιστεί. Είναι εντελώς απίθανο ότι κάτι υπάρχει , αλλά από την άλλη το σύμπαν είναι άπειρο και  ο πολλαπλασιασμός απίθανο  επί άπειρο μας δίνει ένα γινόμενο. Ένα σύνολο πλανητών. Άρα κάτι υπάρχει. Ο δικός μας πλανήτης, ας πούμε, είναι ένας απ’ αυτούς. Και κάπου εκεί πάνω σίγουρα υπάρχουν πλανήτες με γιγάντια έντομα».

«Ακριβώς το ίδιο πιστεύω κι εγώ, ακριβώς το ίδιο!»

Ο Τσικ ξάπλωσε πάλι ανάσκελα και κοίταζε με ένταση τα αστέρια. «Τρέλα ε;»

«Ναι, τρέλα».

«Το θέαμα με συνεπαίρνει».

«Μπορείς να το φανταστείς; Τ α έντομα έχουν φυσικά κι αυτά κινηματογράφο και γυρίζουν ταινίες στον πλανήτη τους. Και κάπου, σε κάποιον από τους κινηματογράφους τους, τώρα ακριβώς που μιλάμε, βλέπουν μια ταινία που διαδραματίζεται στη Γη, για δυο αγόρια που κλέβουν ένα αυτοκίνητο»”. Σελ. 137

Ο Τσικ και ο Μάικ, συμμαθητές,  φεύγουν με ένα κλεμμένο Λάντα όταν τελειώνει η σχολική χρονιά και όλοι ετοιμάζονται για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Οι δύο μαθητές της όγδοης τάξης,  ο αστικής καταγωγής,  Μάικ Κλίνγκενμπεργκ ή «πυροβολημένος», όπως τον αποκαλούν οι συμμαθητές του,  και ο νεοφερμένος στην τάξη,  Τσικ Τσιχάτσοφ, Ρωσικής καταγωγής και προβληματικής  συμπεριφοράς, κάνουν παρέα ύστερα από κάποια τυχαία  περιστατικά και   με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, πηγαίνουν στο πάρτυ μιας συμμαθητριάς τους για να της δώσουν το δώρο του Μάικ, ένα πορτρέτο της Μπιγιονσέ που  το ζωγράφισε με πολύ κόπο και  στη συνέχεια το έσκισε γιατί η Τατιάνα δεν τον κάλεσε στο πάρτυ της. Η επέμβαση του Τσικ θα ανατρέψει το σκηνικό και  οι δύο φίλοι, ύστερα από την  θεαματική παρουσία τους στο πάρτυ,  θα βρεθούν να ταξιδεύουν με το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, σε άγνωστα τοπία και επαρχιακούς δρόμους , αποφεύγοντας την αστυνομία και τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Η περιπέτειά τους,  θα λήξει με τον τραυματισμό τους ύστερα από  ένα ατύχημα .

Έτσι ξεκινά η αφήγηση της ιστορίας, με τον ήρωα-αφηγητή  Μάικ, στο αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια στην κλινική όπου νοσηλεύεται . Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στρέφεται στα γεγονότα της,  μέχρι εκείνη τη στιγμή,  ζωής του, για να ολοκληρώσει η ιστορία τον κύκλο της,  με την εξιστόρηση της περιπέτειας   και τη δικαστική  διαδικασία , την οικογενειακή αντίδραση έως  και την έναρξη της καινούργιας σχολικής χρονιάς, όταν ο ήρωας διαπιστώνει το ενδιαφέρον της Τατιάνας για ό,τι του συνέβη, από τα σημειώματα που αλλάζουν χέρια στη διάρκεια του μαθήματος, μέχρι που πέφτουν στα χέρια του καθηγητή της τάξης.

Γραμμένο με ζωηρό ύφος και  την αμεσότητα της  βιωματικής ύλης, ξεδιπλώνει σκηνές που αποκαλύπτουν στον αναγνώστη πτυχές της σύγχρονης, κοινωνικής  ζωής, ιδωμένες από την πλευρά των  νεαρών μελών της. Παρορμητικό, αντισυμβατικό, αλλόκοτο ταξίδι μύησης,  με αφετηρία εκκίνησης την αντίδραση  προς το αδιάφορο οικογενειακό περιβάλλον  και την κοινωνία αντίστοιχα,  για τους επαναστάτες νεαρούς, που ταξιδεύουν ανέμελα οδηγώντας   σαν να παίζουν play station, ανταλλάσσοντας την εμπειρική,  ελλιπή γνώση τους, για ό,τι  έχει πέσει στην αντίληψή τους,  που αφορά τον κόσμο. Οι διάλογοι ακολουθούν αυτό το ύφος της ειρωνικής ζωηρότητας, έτσι όπως καταγράφονται σύντομοι, διφορούμενοι , αυτοπροβάλλοντας το εγωϊστικό σχήμα. Κάποιες σκηνές κρατούν μια ένταση μιμητικής  παραβατικότητας, μιας  αφηγηματικής τεχνικής  που περιστρέφεται γύρω από την καταδίωξη ως δοκιμασία ορίων. Σ’ αυτό το οριακό πλαίσιο κινείται ο ρυθμός της εξιστόρησης , μια λοξή ματιά καταγραφής της πραγματικότητας  ως έλξη παραβατικότητας . Σχολείο, ταξικότητα, διαφορετικότητα, ηλικίες και συμπεριφορές, τοπία, το ταξίδι ως αφετηρία δυνατών σκέψεων, στο σώμα του μυθιστορήματος –οδοιπορικού στη ζωή.

“  Αλλά  έτσι ήταν αυτά. Έτσι ήταν το κωλοσχολείο , έτσι ήταν τα βρομοκόριτσα και λύση δεν υπήρχε. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα, μέχρι που γνώρισα τον Τσικ. Από τότε και μετά άλλαξαν τα πράγματα. Αυτά θα σας διηγηθώ τώρα”. Σελ. 49

“Σταματήσαμε  μπροστά από μια οξιά τριακοσίων χρονών, που είχε φυτέψει κάποιος Φρειδερίκος ο Μέγας, και ο δάσκαλος μας ρώτησε εάν ήξερε κανείς  τι δέντρο ήταν. Κανένας δεν ήξερε. Εκτός από μένα φυσικά. Αλλά δεν ήμουν τόσο σπασίκλας, ώστε να ομολογήσω  μπροστά σε όλους πως ήξερα ότι ήταν οξιά”. Σελ. 42

“Η θέα θύμιζε καρτ ποστάλ.Στο ψηλότερο σημείο υπήρχε ένας τεράστιος  ξύλινος σταυρός. Από κάτω μια μικρή καλύβα, χαραγμένη παντού με αρχικά και ημερομηνίες…Παμπάλαια γράμματα, σκαλισμένα πάνω σε παμπάλαιο, σκούρο ξύλο…Ο Τσικ έβγαλε το σουγιά από την τσέπη του και άρχισε να σκαλίζει το ξύλο. Όσο λιαζόμασταν, κουβεντιάζαμε και τον παρατηρούσαμε να χαράζει τα αρχικά μας. Σκεφτόμουν ότι σε εκατό χρόνια θα έχουμε πεθάνει…Γι’ αυτό και έλπιζα πως ο Τσικ θα χάραζε στο ξύλο ολόκληρα τα ονόματά μας. Όμως μόνο για έξι γράμματα και δύο αριθμούς χρειάστηκε μια ώρα. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό: ΑΤ ΜΚ ΙΣ 10. «Τώρα όλοι θα νομίζουν πως ζούσαμε το 1910» είπε η Ίζα. «Ή το 1810».

«Είναι ωραίο» είπα.

«Κι αν έρθει κάποιος χαβαλές και σκαλίσει μερικά γράμματα ανάμεσα στα αρχικά μας, σχηματίζονται οι λέξεις ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 10» είπε η Ίζα «η πασίγνωστη ατομική κρίση του 2010».

«Ουφ, βούλωσέ το επιτέλους» έκανε ο Τσικ. Εγώ πάντως το έβρισκα πολύ αστείο”. Σελ.192-193

 

“«Δεν άκουσες ποτέ για γυροσκοπικές πυξίδες;»

«Ναι, αλλά μια γυροσκοπική πυξίδα δεν κάνει γύρους. Δεν είναι σβούρα. Δεν γυρνάει σαν τρελλή» είπα στον Τσικ. «Είναι υγρού τύπου. Περιέχει αλκοόλ».

«Με δουλεύεις».

«Το έχω διαβάσει σε ένα βιβλίο. Ένας αλκοολικός ναύτης σπάει την πυξίδα, ενώ το πλοίο βουλιάζει, και ο προσανατολισμός χάνεται τελείως».

« Δεν μου ακούγεται και πολύ επιστημονικό το βιβλίο που διάβασες».

«Ναι, αλλά είναι αλήθεια. Νομίζω πως το βιβλίο λεγόταν Ο θαλασσόλυκος ή  ο λύκος των θαλασσών».

«Εννοείς Ο λύκος της στέππας. Μιλάει και για  ναρκωτικά. Κάτι τέτοια διαβάζει ο αδερφός μου».

«Αυτό είναι συγκρότημα, ρε ανίδεε» είπα.

«Λοιπόν, αφού δεν ξέρουμε προς τα πού πέφτει  ο νότος, προτείνω να πάρουμε το χωματόδρομο» είπε ο Τσικ και ξαναφόρεσε το ρολόι του. «Έχει λιγότερα αυτοκίνητα».

Όπως πάντα, είχε δίκιο. Σωστή απόφαση. Για διάστημα μιας ώρας δεν πετύχαμε ούτε ένα αυτοκίνητο. Ήμασταν κάπου που δεν υπήρχε ούτε μισό σπίτι στον ορίζοντα. Οι αγροί ήταν γεμάτοι κολοκύθες, μεγάλες σαν μπάλες κινησιοθεραπείας”. Σελ. 123-124

“ Έμεινα σιωπηλός. Στο μάθημα της φυσικής είχαμε μάθει κάποια πράγματα για το ηλεκτρικό ρεύμα. Ότι υπάρχει θετικό και αρνητικό φορτίο, ότι τα ηλεκτρόνια κινούνται μέσα στους αγωγούς, όπως το νερό κ.λπ. όσα ήξερα δεν είχαν προφανώς  καμία απολύτως σχέση  με το ηλεκτρικό σύστημα του Λάντα. Διανομέας, αναφλεκτήρας… Φαίνεται ότι απ’ αυτό το αυτοκίνητο περνούσε τελείως διαφορετικό ρεύμα απ’ ό,τι  από τα καλώδια  του μαθήματος της φυσικής. Ένας παράλληλος κόσμος! Και ίσως ο παράλληλος κόσμος να ήταν η φυσική του σχολείου, γιατί το κόλπο του Τσικ έπιασε και αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο”. Σελ. 130-131

“…πού θέλατε να πάτε;

«Στη Βλαχία».

 

«Πού είναι αυτό το μέρος;»Με κοιτάζει γεμάτος ενδιαφέρον και νιώθω να κοκκινίζω.. Δεν εμβαθύνουμε άλλο, ευτυχώς. Στο τέλος δίνουμε τα χέρια  σαν ενήλικες και αισθάνομαι χαρούμενος που δεν χρειάστηκε να δοκιμαστούν τα όρια του ιατρικού απόρρητου”. Σελ. 25

“«Και το κορίτσι;  Είναι κι αυτό ερωτευμένο μαζί σου; «

Κούνησα το κεφάλι ( για την Τατιάνα) και σήκωσα τους ώμους (για την Ίζα)”. Σελ. 273

“ΚΙ ΕΤΣΙ ΠΕΡΑΣΕ ΕΚΕΙΝΟ  το καλοκαίρι”. Σελ.  258

“…το πιο ωραίο καλοκαίρι της ζωής μου…Ένιωσα τρομερή χαρά γιατί, σύμφωνοι, δεν γίνεται να κρατήσουμε για πάντα  την  αναπνοή μας. Μορούμε όμως για αρκετά μεγάλο διάστημα”. Σελ. 275

Wolfgang Herrndorf
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΓΕΙΑ
Μετάφραση : Απόστολος Στραγαλινός